
Κοινή γνώμη θεωρούνται οι απόψεις ενός λαού, στην πλειοψηφία τους, σχετικά με κάποιο πρόβλημα, που απασχολεί και επηρεάζει ευρύτερες μάζες*
Βασικοί παράγοντες που τη διαμορφώνουν -αναφερόμενοι στο παρόν- είναι κατά κύριο λόγο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, και μέσα απ’ αυτά η ψυχαγωγία η διαφήμιση (βλ. προπαγάνδα) καθώς και διάφοροι κοινωνικοί φορείς, βλ. πολιτικοκοινωνικό σύστημα μέσα στο οποίο εμπεριέχεται και η παιδεία. Ανάλογα με το πως θα λειτουργήσουν οι παράγοντες αυτοί, διαμορφώνουν σωστά ή λάθος την “κοινή γνώμη” η οποία αντιδρά ανάλογα και στο βαθμό που έχει επηρεαστεί. Έτσι λοιπόν δημιουργούνται οι πλειοψηφίες οι οποίες και αποκτούν πολιτική ή άλλη κοινωνική δύναμη. Παρόλα αυτά, μπορεί η πλειοψηφία να έχει τη δύναμη – εξουσία, αλλά όχι υποχρεωτικά το δίκαιο.
Αν και η κοινή γνώμη είναι ισχυρή και ανώνυμη καθώς συνιστά μια πολιτική δύναμη που δεν προβλέπεται από κανένα σύνταγμα, εντούτοις επηρεάζει καταλυτικά όχι μόνο την ατομική την κοινωνική ζωή αλλά ακόμα και την εθνική ζωή.
Είναι φανερό -αν και ανομολόγητο- πως όλοι την επικαλούνται όταν συμφωνεί με τα σχέδιά τους, αλλά και την υποτιμούν όταν είναι αντίθετη με αυτά (βλ. σχετ. σφυγμομετρήσεις). Στην περίπτωση αυτή την θεωρούν ως προϊόν λαϊκισμού ή και εξαπάτησης αλλά και παραπληροφόρησης που στόχο έχει την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων ή και ιδιοτελών συμφερόντων. Ωστόσο, θεωρείται δεδομένο πως αυτή διαμορφώνει συνειδήσεις, σκέψεις, συμπεριφορές αλλά και πολιτικές πρακτικές καθώς και ιδεολογίες μέσα από κοινωνικά στερεότυπα και πολιτικές σκοπιμότητες που περνούν μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς τού κράτους βλ. σχολείο, θεσμοί κλπ.
Αν και η κοινή γνώμη παρουσιάζεται ή είναι μια πραγματικότητα, εντούτοις όχι μόνο οι ειδικοί αλλά και τα άτομα ως κοινωνία είναι πρέπον να γνωρίζουν -παρά τη δύναμη που ασκείται μέσω αυτής από τα ΜΜΕ- πώς αυτή διαμορφώνεται, και να αντιδρούν ανάλογα, πράγμα που σημαίνει άρνηση ή απόρριψη.
Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από τη φρόνιμη άρνηση και όχι από τις απολυτότητες του μηδενισμού και της τυφλής συμμόρφωσης στα θέσφατα της απρόσωπης εξουσίας της κοινής γνώμης.
Ως ενδιάμεση στάση μπορεί να είναι αυτή της κριτικής αντιμετώπισης λαμβάνοντας ανάλογη στάση… που θα είναι δική μας και θα έχει στόχο την αναζήτηση της αλήθειας** με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και για να θυμηθούμε τον Αισχύλο να πούμε τι λέει για τη γνώμη: “Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων, παρά μόνον η αλήθεια”. Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφέρουμε και τη θέση τού Θουκυδίδη που μας λέει “κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως, καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ’ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγεν...”(1).
Η θέση αυτή μάς δείχνει πως ο ηγέτης κωφεύει (δεν ακούει) τις δημαγωγικές κραυγές τού πλήθους (σήμερα της εκλογικής πελατείας) και επιδεικνύοντας πολιτικό θάρρος παίρνει αποφάσεις χάριν του εθνικού συμφέροντος όπως αυτός το ερμηνεύει. Ωστόσο, η ερμηνεία του αυτή είναι ή μπορεί να είναι αντίθετη με αυτήν της κοινής γνώμης. Αναφερόμενοι σε ατομική - προσωπική περίπτωση όταν την αποδεχόμαστε, δηλ. συμμορφωνόμαστε στις εντολές της κοινής γνώμης, τότε παραιτούμαστε από το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού και της αυτοβουλίας. Πράγμα που σημαίνει αλλοίωση ή και άρνηση των προσωπικών στοιχείων και χαρακτηριστικών μας.
Η στάση αυτή χαρακτηρίζει τα άτομα που έχουν μειωμένη αυτοπεποίθηση καθώς φοβούνται την κοινωνική κριτική ή και απόρριψη. Με βάση λοιπόν τη λογική αυτή πάνε “όπου πάνε οι πολλοί!” και καθώς υφίστανται ή και εξαρτώνται από τις απόψεις της πλειοψηφίας, γίνονται έρμαια της επιρροής τού πλήθους και “ἡσυχίαν ἄγουν”(2). Πρέπει να γνωρίζουμε πως, η διαφοροποίηση από τις θέσεις τής πλειοψηφίας ή της “κοινής γνώμης” προϋποθέτει μεγάλη αντοχή στα εμπόδια που θα συναντήσει (αυτός που θα τολμήσει), από τη δυσπιστία ακόμα και την κατάκριση των πολλών· καθώς μπορεί να χαρακτηριστεί “στενόμυαλος”, “απροσάρμοστος” ακόμη και περιθωριακός.
Όσοι επιλέγουν το δρόμο της μη συμμόρφωσης με τις ιδέες της πλειοψηφίας (δηλ. της κοινής γνώμης) είναι αυτοί που αντιστέκονται στην πλύση εγκεφάλου και στην προκατάληψη, είναι αυτοί που στιγματίζονται και γίνονται δακτυλοδεικτούμενοι για το “κακό” που κάνουν.
Όμως στην ουσία αυτό που διασώζουν είναι η ατομικότητά τους η οποία έχει άμεση σχέση με την ελευθερία τους. Και η ελευθερία στην περίπτωσή μας (στο σήμερα) δεν είναι το να κλαίμε με τις καταστροφές και τους αφανισμούς που όντως δεν χωράει ο νούς του ανθρώπου, ούτε να χάσκουμε μπροστά τους λες και συνέβη το αδύνατο! Όλα αυτά μας θλίβουν ακόμα και μας εξοργίζουν.
Γιατί, το να σβήνουν σε μια στιγμή όλ’ αυτά που διευκολύνουν και ανεβάζουν την καθημερινότητα τού ανθρώπου, προσβάλλουν τον ηθικό άνθρωπο, ο οποίος έχει σκοπό όχι μόνο να διαιωνίσει αλλά και να λαμπρύνει τη λέξη άνθρωπος. Και ενώ ο κοινός άνθρωπος ταράσσεται και μελαγχολεί μπροστά στην κάθε καταστροφή, πρέπει να γνωρίζει ποιά είναι η “ηθική” που οδηγεί στην αποθηρίωση των Μεγάλων και στην αποβλάκωση τών πολλών.
Παρόλα αυτά ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει σε μία προσιτή Αλήθεια, δηλ. σε μιά κοντινή ψευδαίσθηση που του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη πρβλ. “φάσματ’ εὐμενῆ” δηλ. φαντάσματα αγαθά [Ευριπίδη Ελένη 569 διαλ. Μενελάου Ελένης ]. Να γνωρίζουμε όμως πως η πραγματικότητα τής εμπειρίας μας δεν είναι ανεξάρτητη από το ποιοί είμαστε, ποιός είναι ο εσωτερικός μας κόσμος, στοιχεία που επηρεάζουν το πως σκεφτόμαστε.
Τελειώνοντας να πούμε πως ο Όργουελ έλεγε σχετικά πως “ελευθερία είναι το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν”. Συμπληρώνοντας επί του προκειμένου πως αυτά είναι πολλά...πάρα πολλά!
Και γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζουμε πως “κάθε υπερβολή, κάθε υπέρβαση των ορίων μας πρέπει να πληρωθεί. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά είτε ως προς την ανεξαρτησία, είτε ως προς τον συμβιβασμό, ατιμωρητί”. “Μηδέν άγαν” λοιπόν.
* βλ. λξκ. Βασικών εννοιών Δ. Π. Διαμαντόπουλου σελ. 224 εκδ. Πατάκη Αθήνα 1987
** Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ότι ζούμε και γνωρίζουμε την πραγματικότητα γιατί αυτό θα είναι λιγότερο από την μισή αλήθεια. Την γνωρίζουμε λίγο, μεροληπτικά και με πολλά λάθη, καθώς παρεμβαίνουν αρχικά η εμπειρία μας τα προβλήματα της επιβίωσης οι πιέσεις ακόμα και η επιπολαιότητα βλ. και “Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ” Διαδίκτυο. Ενώ τα μέτρα της αλήθειας δεν μπορεί κανείς να τα υπερβεί ούτε ο Ήλιος... “εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν” [Ηράκλειτος απόσπ. 74]. Παρόλα αυτά αυτό που δεν μπορεί να ξεπεράσει ούτε ο Ήλιος χωρίς να τιμωρηθεί από τη φυσική Δικαιοσύνη, το ξεπερνάει ο άνθρωπος με το ψέμα, χωρίς να τιμωρείται.
(1) Το απόσπασμα 2.65.8 της “ιστορίας” του εννοιολογικά και σε ελεύθερη μετάφραση, αναφέρεται στον Περικλή, ο οποίος είχε την ικανότητα να συγκρατεί τον λαό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία του, και χωρίς να παρασύρεται από αυτόν, καθώς είχε μεγάλο κύρος, μπορούσε ακόμα και να τους εναντιωθεί, ακόμα και να προκαλέσει την οργή τους.
(2) Θεωρώ αναγκαίο πρώτα να ερμηνεύσουμε τη λ. έρμαιο(το) και να πούμε πως αυτό σημαίνει δώρο τού Ερμή & μτφ. (αλλά και σε κοινή χρήση) άβουλο άτομο, υποχείριο -εξαρτημένο.
Οι χρόνοι του ρ. είναι: άγω, ήγον, άξω, ήγαγον, αγήοχα, αγηόχην.
Το ρ. έχει πολλές (παραπλήσιες) ερμηνείες από τις οποίες θα κρατήσουμε το διατηρώ & ησυχάζω = είμαι φύσει φιλήσυχος. Έχει δε και πολλά παράγωγα όπως: αγωγή, διαγωγή, επαγωγή δηλ. εισαγωγή, παραγωγή, συναγωγή, αγωγός = οδηγός, αγώγι = φορτίο αμάξης, το δια την άμαξαν ή δια το ζώον διδόμενον χρήμα. Αγών [ως περιστατικό] = τόπος συνάθροισης, δίκη σε δικαστήριο πρβλ. δικαστικός αγών. Άγημα, αγέλη, παρείσακτος = αυτός που μπήκε κρυφά ή λαθραία. στρατηγός, λοχαγός ουραγός, ξεναγός κ.α βλ. λξκ. Των ρημάτων της Αττικής πεζογραφίας εκδ. Παπαδήμας Αθ.1986.


































