
Περίοδος της Κατοχής των Γερμανών και ο πληθυσμός εταλαιπορείτο αφάνταστα από αντίξοες συνθήκες όπως η πείνα, η ανέχεια και το κρύο από το οποίο πολλοί, ιδιαίτερα οι ασθενέστεροι απέθνησκον σωρηδόν.
Αλλά και η πολλή ζέστη του καλοκαιριού, Αύγουστος γαρ, ταλαιπωρούσε τότε τον κόσμο και μη υπαρχόντων των μέσων που υπάρχουν σήμερα, αναγκαζόνταν να παραβαίνουν τις διατάξεις των κατακτητών περί εγκλεισμού των από της 8 μ.μ εις τα οικίας των, απαγορευομένης αυστηρώς της κυκλοφορίας μετά την ώραν αυτήν. Έτσι βλέπομεν ομάδες γειτόνων να μαζεύονται δειλά – δειλά στα σκαλοπάτια των σπιτιών των, που έφθαναν μέχρι τον δρόμο και στις πεζούλες των σπιτιών ιδίως κατά τις φεγγαρόλουστες νύχτες του Αυγούστου.
Βρισκόμαστε σ΄ένα συνοικιακό δρόμο μεταξύ δύο εκκλησιών ,ας πούμε επάνω της Αγ. Ματρώνας και κάτω των Αγ. Ασωμάτων ,στρωμένο με μπαβέδες, περίεργο για την περιοχή, που ήταν τοποθετημένοι καλλιτεχνικά . Στα σκαλοπάτια των σπιτιών του δρόμου αυτού μαζευόντουσαν οι σύνοικοι με λαχτάρα κάθε βράδυ , να απολαύσουν την δροσιά αλλά και το ολόφωτο φεγγάρι πάνω στον ουρανό. Στα επάνω σκαλοπάτια καθόνταν οι ένοικοι , στα μεσαία οι συγγενείς και στα κάτω όποιος άλλος πρόφθαινε. Κυριαρχούσαν οι μορφές επάνω του Σιδερή και κάτω του Περικλή του επιλεγομένου Κυρ-βανιά εσώγαμπρο από τον Βροντάδο αλλά και της Κερά Μαρκέλλας η οποία έβγαζε στη μέση του δρόμου μια ξύλινη ψηλή μπαγκέτα και εκαθόταν σκεπάζοντας την ολοσχερώς με τη μακρυά και φαρδυά φούστα της και φορώντας τέλινα γυαλιά της εποχής, είχε στα χέρια της το πεντοβέλονο πλέκοντας τσουράπια για το γυό της το Σιδερή που ήταν ψαράς και τα χρειαζόταν για το χειμώνα.
.
Σ΄αυτόν τον δρόμο λοιπόν γινόταν το παράνομο πανηγυράκι κάθε βράδυ.
Ο Σιδερής πετιόταν ξαφνικά από το σπίτι του, ερχόταν στην μέση του δρόμου και έριχνε την σπόντα του ενάντια στον Περικλή προς μεγάλη αγαλλίαση των θαμώνων, οι οποίοι περίμεναν την απάντηση του Περικλή που δεν του την χάριζε αλλά τον κάρφωνε προκαλώντας τα γέλια των ακροατών .Αυτό γινόταν κάθε βράδυ μετά τις 8μ.μ.που απαγορευόταν η κυκλοφορία όπως είπαμε. Τα πειράγματα από τη μια για τον Περικλη η….καταγωγή του κυρίως οι ιδιαιτερότητες η ντοπολαλιά και ο τρόπος ζωής του .Από την άλλη για το Σιδερή η αμφιλεγόμενη τέχνη του οι ύποπτες συναλλαγές με την πελατεία του και ο…πολύς εκκλησιασμός,
( παρένθεσις: Ο Μαστρομήτσος τεχνίτης δερμάτων των βυρσοδεψίων κλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού του , σταύρωσε την κλειδαριά με το μεγάλο σιδερένιο κλειδί 3 φορές και έβαλε το κλειδί στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Η γυναίκα του στυλάτη και οι τρεις κοπελίτσες του σαν μικρά κυπαρίσσια ήταν ήδη έτοιμες κρατώντας όλες από κάτι τι, ξεκίνησαν , περπάτησαν το μικρό δρομίσκο κι έφθασαν στον Κεντρικό όπου καθόταν οι σύνοικοι.- Άντε σας αφήνουμε «γεια» τους χαιρέτησαν. Στο καλό στο καλό – Καλή τύχη απάντησαν με πνιγμένη φωνή .Που πήγαιναν? Στη χώρα? Στο λιμάνι? Ασφαλώς όχι. Τράβηξαν κατά βόρεια , Νοσοκομείο, Καστέλλο, Βροντάδο, Μυρσινίδι, Μυληγκά, εκεί θα έπαιρναν τη βάρκα και θα πήγαιναν απέναντι και από κει Κύπρο –Μέση Ανατολή. Ο άνδρας στρατεύσιμος , οι γυναίκες σε ειρηνικές εργασίες. Με την λήξη του πολέμου επέστρεψαν, οι γονείς γερασμένοι πια, τα κορίτσια αληθινά κυπαρίσσια .Η μεγάλη μάλιστα η πιο όμορφη έλαβε μέρος και συμμετείχε σε πανελλήνια καλλιστεία και επέτυχε πρώτη αποκτώντας τον τίτλο της Miss Eλλάς . Ποιός θυμάται άραγε……. Κλείνει η παρένθεση)
Ο κυρ Βαγγέλης μεγάλος σε ηλικία καθόταν τα βράδυα στο μπαλκόνι του σπιτιού του απολαμβάνοντας κι αυτός κι ακούγοντας κάτω τα τεκταινόμενα .Σοβαρός όμως δεν του άρεσαν πολύ τα «παρατράγουδα» ήθελε ξεκούραση για την άλλη μέρα και ιθωρούσε όλα αυτά σαν «σαχλαμάρες»…..Ήθελε να σταματήσουν .’Ήταν άνθρωπος του «πρωί στην δουλειά σου νωρίς στην φωλιά σου».
Πως όμως θα σταματούσαν?. Να καταγγείλει? Αδιανόητο. Σκέφτηκε πολύ και βρήκε τη λύση και η λύση ήταν το μπαουλάκι.
.
Τι ήταν το μπαουλάκι? Ο κυρ Βαγγέλης δεν πήγε στην Αλβανία λόγω ηλικίας.Είχε όμως λάβει μέρος στον πόλεμο του ’17 με τους Βούλγαρους σαν κληρωτός και σαν άξιος και συνετός πήρε βαθμούς δεκανέα,λοχία και επιλοχία αναλαμβάνοντας ευθύνες για τον λόχο του. Τότε κάποιος δικός του μάστορας βλέποντας την ταλαιπωρία του, του είπε: «Κύρ επιλοχία θα σου φτιάξω ένα μπαουλάκι να σε διευκολύνει στις μεταφορές σου».Έτσι σε λίγο καιρό του παρουσίασε ένα κομψό τέχνημα με χρυσές πούλιες και γυαλιστερή κλειδαριά, που εκεί έβαζε κυρίως την επίσημη στολή του. Το μπαουλάκι αυτό το κράτησε και το έφερε απολυμένος πια το ΄22 στο σπίτι του. Εκεί εφύλαγε την επίσημη στολή του για ενθύμιο . Αμέσως λοιπόν σκέφθηκε έτρεξε άνοιξε το μπαουλάκι κι έβγαλε από μέσα τη στολή του Επιλοχία που διατηρούσε. Την φόρεσε κι άρχισε να κατεβαίνει την ξύλινη σκάλα του σπιτιού του . Η γυναίκα του τρομαγμένη τον φώναξε από το κεφαλόσκαλο :- Βαγγέλη τι κάνεις ? γύρνα πίσω θα βρούμε μπελά.» Μα ο Βαγγέλης μη ακούοντας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού,και με ένα σάλτο βρέθηκε στο πλακόστρωτο κάνοντας θόρυβο με τις αρβύλες του πάνω στους σκληρούς μπαβέδες’-
Ο Ζαννής ένοικος του ισογείου του σπιτιού του Βαγγέλη με τον πόλεμο εκλήθη στα όπλα κα με Χιώτικο Σύνταγμα βρέθηκε στην Αλβανία. Υπέστη όλες τις ταλαιπωρίες όπως όλοι οι πολεμιστές , στην δε συνθηκολόγηση και επιστροφή βάδην εβρέθηκε στο Βόλο, με ένα καΐκι πήγε στον Πειραιά και από εκεί με άλλο Λαγκαδούσικο Καΐκι επέστρεψε στην Χίο, ήδη κατακτημένη από τους Γερμανούς. Εκεί στην προκυμαία αποβιβάστηκε , κι ένας γνωστός και συγγενής του έτρεξε να τον υποδεχτεί αγκαλιάζοντάς τον _ Μακρυά_ Μακρυά _ τον έσπρωξε ο Ζαννής.Άσε πρώτα να κάνω ένα μπάνιο να φύγουν οι ψείρες από πάνω μου .Ο Ζαννής έκτοτε ασχολείτο με τις οικογενειακές επιχειρήσεις του πατέρα του, που ήταν τα ζώντα ζώα και τα κρέατα. Σ΄αυτόν ανέθεσαν την φροντίδα των ζώντων ζώων που εφυλλάσοντο στο Νταμι κοντά στην εκκλησία όπου κάθε απόγευμα απασχολούνταν με την φροντίδα των: τροφή , νερό καθαριότητα και ότι άλλο εχρειάζοντο. Εκείνο όμως το απόγευμα κάτι δεν πήγαινε καλά παρατηρώντας ένα από τα ζώα να συμπεριφέρεται πολύ παράξενα: Πηδούσε,κλωτσούσε, φώναζε πολύ άσχημα και σήκωνε το κεφάλι του μουγκρίζοντας. Είδε το ζώο να έχει δαγκάσει ένα σύρμα από τον σανό που έτρωγε και αναγκάστηκε να παραμείνει για να το βοηθήσει. Τούτο όμως του επήρε πολύ χρόνο περνώντας τις 8μ.μ. που ήταν το κυκλοφοριακό. Τι να κάνει? Δεν μπορούσε ασφαλώς να μείνει νύκτα και ετόλμησε να βγει έξω με κάθε προφύλαξη. Κοίταξε τον κάτω δρόμο, κοίταξε προς τον πάνω -απόλυτη ησυχία- και με κάθε προσοχή ξέβαλε στο καντούνι της Εκκλησίας κι από εκει λίγα μέτρα για να φτάσει στον κεντρικό δρόμο του σπιτιού του . Όμως κάτι παράξενο φάνηκε να γίνεται προς τα πάνω: Φωνές ουρλιαχτά πολύς πόνος και φασαρία.
Τι είχε γίνει? Ο κυρ Βαγγέλης βγαίνοντας από το σπίτι του προσποιούμενος Γερμανό Αξιωματικό, προχώρησε προς τους εις τα σκαλιά καθίμενους, βγάζοντας άναρθρες γερμανικές κραυγές προξενώντας φόβο και τρόμο στους ανύποπτους θαμώνες , οι οποίοι με τα βίας εσπρόχνωντο να μπουν στα σπίτια, με αποτέλεσμα πληγές , τραυματισμούς και άλλα κακά. Ο ίδιος επιστρέφοντας μετά το ``ντού-και πλησιάζοντας το σπίτι του παρατήρησε απέναντι έναν στρατιωτικό ( Ο Ζαννής φορούσε την χακί στολή σαν εργατική ) οπότε και οι δύο τρομοκρατημένοι έκαμαν πίσω για να διασωθούν. (Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη). Το αποτέλεσμα: Μια γυναίκα με μαυρισμένο το μάτι της , η κόρη της με σπασμένο χέρι, στην βίαιη προσπάθεια να μπουν όλοι μέσα στα σπίτια των. Ηκούσθη ότι ο Σιδερής τρομοκρατημένος έτρεξε και εκρύφτηκε κάτω απ’ το κρεββάτι ,πάνω στο οποίο ήταν υ η γυναίκα του έγκυος, που είχε στην κοιλιά της τον μετέπειτα Νικολή.
O φόβος συνεχίστηκε για πολλές ημέρες από τους γείτονες οι οποίοι δεν τολμούσαν να βγουν από τα σπίτια τους. Όμως μετά από λίγο καιρό δειλά δειλά ξανάρχισαν από ανάγκη να απολαμβάνουν τα ευεργετήματα του καλού καιρού. Οπότε, φεύ να ξαφνικά και απροσδόκητα η πραγματική περίπολος των Γερμανών εμφανίστηκε ενώπιον της ……..παρανόμου συναθροίσεως , οι οποίοι δεν πρόφθασαν ούτε το ποδαράκι τους να κουνήσουν . Ο επικεφαλής της περιπόλου ηλικιωμένος υπαξιωματικός βλέποντας και διαπιστώνοντας το ειρηνικό της συνάθροισης διέταξε απλώς :-Μέσα – Μέσα οπότε οι σύνοικοι ομαλώς μπήκαν στα σπίτια τους : ΄Ηδη ο Αύγουστος εξεμέτρα τις ημέρες του και ο καιρός δεν εβοηθούσε πλέον τις έξαλλες και ανούσιες συναθροίσεις των. Όμως το Αυγουστιάτικο φεγγάρι στις κανονικές του ημέρες δεν ελογάριαζε απαγορεύσεις της κυκλοφορίας.Βγαίνοντας από τα βουνά της απέναντι μικρασίας ερχόταν προκλητικά προς τα μέρη μας φωτίζοντας σαν από χίλια φώτα την περιοχή μας και φεύγοντας να κρυφτεί πίσω από τα βουνά του Προβατά και της Πενθοδου θυμίζοντας:
Αύγουστε καλέ μου μήνα να ΄σουν δυό φορές το χρόνο.































