
- Ἁλιεὺς ὕδωρ τύπτων
Ἁλιεὺς ἔν τινι ποταμῷ ἡλίευε. Καὶ δὴ κατατείνας τὰ δίκτυα, ὡς ἐμπεριέλαβεν ἑκατέρωθεν τὸ ῥεῦμα, προσδήσας κάλῳ λινῷ λίθον, ἔτυπτε τὸ ὕδωρ, ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀπροφυλάκτως τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι. Τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον οἰκούντων τις θεασάμενος αὐτὸν τοῦτο ποιοῦντα, ἐμέμφετο ἐπὶ τῷ τὸν ποταμὸν θολοῦν καὶ μὴ ἐᾶν αὐτοὺς διαυγὲς ὕδωρ πίνειν. Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· «Ἀλλ’ ἐὰν μὴ οὕτως ὁ ποταμὸς ταράσσηται, ἐμὲ δεήσει λιμώττοντα ἀποθανεῖν».
Οὕτω καὶ τῶν πόλεων οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζονται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιαγάγωσιν.
[Ένας ψαράς ψάρευε σ’ έναν ποταμό. Έστησε τα δίχτυα από τη μια όχθη τού ποταμού ίσαμε την άλλη, με τέτοιο τρόπο ώστε τα ψάρια να μην έχουν διαφυγή. Κι άρχισε να χτυπά το νερό με μια πέτρα: έδεσε την πέτρα μ’ ένα λινό σκοινί. Κι έτσι χτυπούσε κατ’ επανάληψη το νερό ώστε να τρομάζουν τα ψάρια και, ορμώντας αυτά, να πέφτουν στο στημένο δίχτυ.
Ένας άνθρωπος, από ’κείνους που έμεναν κοντά στον ποταμό, παρατήρησε τον ψαρά να κάνει αυτές τις κινήσεις, και του είπε: «Τι είναι αυτά που κάνεις; Δε βλέπεις πως θολώνεις τα νερά τού ποταμού και σε λίγο τα ψάρια δεν θα έχουν να πιουν καθαρό νερό;». Κι ο ψαράς απάντησε: «Και τι θέλεις να γίνει; Για να μη θολώσουν τα νερά τού ποταμού και για να έχουν καθαρό και πόσιμο νερό τα ψάρια, εγώ θα πρέπει να ψοφήσω τής πείνας; Εγώ έτσι έμαθα να βγάζω το ψωμί μου!».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στα κράτη: κάποιοι δημαγωγοί, δηλαδή λαοπλάνοι πολιτικοί και απατεώνες, στήνουν παγίδες στους πολίτες, – και μάλιστα δεν διστάζουν να οδηγήσουν το κράτος σε εμφύλια διαμάχη – με απώτερο σκοπό όχι βέβαια το συμφέρον τών πολιτών αλλά το δικό τους αποκλειστικά συμφέρον.
Παροιμίες: «Ο θάνατός σου η ζωή μου», «Ο Χάρος τού ενού χαρά τ’ αλλουνού»].
- Ἡμίονος
Ἡμίονός τις ἐκ κριθῆς παχυνθεῖσα ἀνεσκίρτησε καθ’ ἑαυτὴν βοῶσα· «Πατήρ μού ἐστιν ἵππος ὁ ταχυδρόμος, κἀγὼ δὲ αὐτῷ ὅλη ἀφωμοιώθην». Καὶ δὴ ἐν μιᾷ ἀνάγκης ἐπελθούσης, ἠναγκάζετο ἡ ἡμίονος τρέχειν. Ὡς δὲ τοῦ δρόμου ἐπέπαυτο, σκυθρωπάζουσα πατρὸς τοῦ ὄνου εὐθὺς ἀνεμνήσθη.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι δεῖ, κἂν ὁ χρόνος ἐνέγκῃ τινὰ εἰς δόξαν, τῆς ἑαυτοῦ ἀρχῆς μὴ ἐπιλαθέσθαι· ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος.
[Ένα μουλάρι έφαγε κριθάρι. Και πάχυνε αρκετά. Τότε πήραν αέρα τα μυαλά του, ένοιωσε «με το βασιλιά γενιά», και μονολόγησε: «πωπώ, πόσο σπουδαίο ζώο είμαι! Κι από ποιο αριστοκρατικό σόι κρατώ! Πατέρας μου είναι το γρήγορο άλογο, κι εγώ είμαι ολόιδιο με τον πατέρα μου! Αυτουνού όλες τις αρετές κληρονόμησα!».
Ήρθε όμως μια περίσταση που το μουλάρι ήταν υποχρεωμένο να «ρίξει γκαζιές», να τρέξει. Έτρεξε λίγο στην αρχή, αλλά πολύ σύντομα λαχάνιασε και «τά ’φτυσε». Τότε, απογοητευμένο και αποκαρδιωμένο, έφερε στο νου του τον πραγματικό πατέρα του, τον όνο, και είπε: «Ας προσγειωθώ στην πραγματικότητα: γάιδαρος ήταν ο πατέρας μου, κι όχι άλογο! Και δεν πρόκειται ποτέ να τρέξω σαν άλογο!».
Δίδαγμα πρώτο: ακόμα κι αν η ζωή φέρει έτσι τα πράγματα και κάποιος φτάσει ψηλά και γνωρίσει δόξες, τιμές και μεγαλεία, φρόνιμο είναι να μην ξεχνά ποτέ από πού ξεκίνησε, δηλαδή επιβάλλεται να μη λησμονεί την ταπεινή καταγωγή του. Γιατί τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή είναι αβέβαια και ρευστά.
Δίδαγμα δεύτερο: επιβάλλεται ο καθένας να διαθέτει την απαιτούμενη αυτογνωσία και να μην προβαίνει σε εγχειρήματα που υπερβαίνουν τις δυνατότητές του. Δηλαδή οι όποιες επιλογές μας οφείλουν να ανταποκρίνονται στις δυνατότητές μας.
Παροιμίες: «Θέ μου, μη δώκεις τού φτωχού πόρτα και παραθύρι!», «Ο φτωχός, σαν φά’, ριγά» (=νοιώθει ρίγος=παίρνουν αέρα τα μυαλά του και νομίζει τον εαυτό του πλούσιο), «Ήκαμε κι η μύγα κώλο κι ήχεσε τον κόσμον όλο». «Θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν, οὐκ ἀθάνατα τὸν θνατὸν φρονεῖν» (=ο συνετός άνθρωπος σκέπτεται σαν άνθρωπος, κι όχι σαν θεός) [Επίχαρμος, DK 23 B 20].
- Ἥρως
Ἥρωά τις ἐπὶ τῆς οἰκίας ἔχων, τούτῳ πολυτελῶς ἔθυεν. Ἀεὶ δὲ αὐτοῦ ἀναλισκομένου καὶ πολλὰ εἰς θυσίας δαπανῶντος, ὁ ἥρως ἐπιστὰς αὐτῷ νύκτωρ ἔφη· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, πέπαυσο τὴν οὐσίαν διαφθείρων· ἐὰν γὰρ πάντα ἀναλώσας πένης γένῃ, ἐμὲ αἰτιάσῃ».
Οὕτω πολλοὶ διὰ τὴν ἑαυτῶν ἀβουλίαν δυστυχοῦντες τὴν αἰτίαν ἐπὶ τοὺς θεοὺς ἀναφέρουσιν.
[Κάποιος είχε στο σπίτι του το άγαλμα ενός ήρωα. Πολύ συχνά πρόσφερε θυσίες σ’ εκείνο το άγαλμα και έκανε πολλά έξοδα γι’ αυτές τις θυσίες. Για πολύ καιρό λοιπόν εκείνος ο άνθρωπος πραγματοποιούσε υπέρογκες δαπάνες γι’ αυτή του τη «λόξα».
Μια βραδιά, έρχεται στον ύπνο του ο ήρωας και του λέει: «βρε άσωτε και παραλυμένε, πάψε να σπαταλάς ασυλλόγιστα τα χρήματά σου, κάνοντας απανωτές θυσίες σ’ εμένα! Σε λίγο, που θα είσαι εντελώς απένταρος και «στεγνός», θα κατηγορείς εμένα, πως εξαιτίας μου φτώχηνες!».
Το ίδιο συμβαίνει και σε μερικούς: λόγω αμυαλοσύνης και απερισκεψίας ξετινάζουν ολόκληρες περιουσίες, και «μένουν στον άσσο». Και μετά τα βάζουν με το Θεό ή με την «κακιά» Τύχη για τη φτώχεια και δυστυχία τους, την οποία αυτοί οι ίδιοι προκάλεσαν.
Παροιμίες: «Μήτε σφιχτός μήτε σκορπαλευράς» (=ο σπάταλος και άσωτος άνθρωπος, ο οποίος σκορπά είτε χρήματα είτε άλλα αγαθά σα να είναι αλεύρι). «Μήτε πολύ δασόμαλλος (=δασύμαλλος) μήτε πολύ κασσίδης», «Παραλυσία, σπιτιού ξεθεμιλιώστρα!»].
- Ἡρακλῆς καὶ Πλοῦτος
Ἡρακλῆς ἰσοθεωθεὶς καὶ παρὰ Διὶ ἑστιώμενος ἕνα ἕκαστον τῶν θεῶν μετὰ πολλῆς φιλοφροσύνης ἠσπάζετο. Καὶ δὴ τελευταίου εἰσελθόντος τοῦ Πλούτου, κατὰ τοῦ ἐδάφους κύψας ἀπεστρέψατο αὐτόν. Ὁ δὲ Ζεὺς θαυμάσας τὸ γεγονὸς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν πάντας τοὺς δαίμονας προσαγορεύσας ἀσμένως μόνον τὸν Πλοῦτον ὑποβλέπεται. Ὁ δὲ εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε διὰ τοῦτο αὐτὸν ὑποβλέπομαι ὅτι παρ’ ὃν καιρὸν ἐν ἀνθρώποις ἤμην, ἑώρων αὐτὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τοῖς πονηροῖς συνόντα».
Ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ’ ἀνδρὸς πλουσίου μὲν τὴν τύχην, πονηροῦ δὲ τὸν τρόπον.
[Ο Ηρακλής, όταν ολοκλήρωσε τούς άθλους του, έγινε ίσος με τους θεούς. Και πήγε κι εγκαταστάθηκε στον Ουρανό μαζί τους. Μάλιστα ήταν φιλοξενούμενος τού ίδιου τού Δία. Σε τέτοια υπόληψη είχαν οι θεοί τον Ηρακλή! Εκεί, λοιπόν, στον Όλυμπο, που κατοικούσε πια ο Ηρακλής, συνάντησε όλους τούς θεούς και τους ασπαζόταν όλους με μεγάλη εγκαρδιότητα και φιλοφροσύνη.
Τελευταίος εμφανίστηκε κι ο θεός Πλούτος, για να καλωσορίσει τον Ηρακλή. Αλλά ο Ηρακλής έριξε το βλέμμα του στο έδαφος και δεν θέλησε ούτε καν να κοιτάξει τον Πλούτο! Τότε ο Δίας, που είδε αυτή τη σκηνή, είπε: «γιατί, Ηρακλή, ενώ όλους τούς άλλους θεούς χαιρετάς με χαρά, μόνο τον Πλούτο δεν χαιρετάς και μάλιστα τού δείχνεις τέτοια περιφρόνηση;».
Κι ο Ηρακλής: «Αυτόν τον σιχαίνομαι αφάνταστα: όσον καιρό ήμουν στη Γη και ζούσα μαζί με τους ανθρώπους, τούτον εδώ τον έβλεπα να κάνει μονίμως παρέα με όλα τα καθάρματα και τα αποβράσματα τού υποκόσμου!».
Δίδαγμα πρώτο: ο πολύς πλούτος συνήθως αποκτάται με ανέντιμα μέσα, κι όχι «με το Σταυρό στο χέρι». Δηλαδή κάποιοι άνθρωποι μετέρχονται ανέντιμα και πρόστυχα μέσα προκειμένου να εξασφαλίσουν οικονομική δύναμη.
Δίδαγμα δεύτερο: η αξία ενός ανθρώπου έγκειται στο ήθος του και στην ανθρωπιά του. Ένας παλιάνθρωπος, ακόμα κι αν είναι βαθύπλουτος, πάλι παλιάνθρωπος παραμένει.
Παροιμίες: «Τα λεφτά έν κάμνουν τον άθρωπο», «Του γαέρου και χρυσό σαμάρι α του βάλεις, πάλι γάερος μένει», «Του χοίρου και γρεβάντα να του βάλεις, η μουτσούνα φαίνεται», «Γάερος είν’ ο γάερος, κι αν εφορεί και σέλλαν», «Καλλιά 'ναι μιάν ευγένεια, μιάν αθρωπιά, μιά τάξη, παρά του κόσμου τα καλά άνθρωπος ν' αποτάξει». Αρχαίες ρήσεις: «Πίθηκος ὁ πίθηκος, κἂν χρύσεα σύμβολα ἔχῃ./Πίθηκος ὁ πίθηκος, κἂν χρύσεα πέδιλα ἔχῃ./Χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος» (=ο άνθρωπος δίνει αξία στα πράγματα τού κόσμου κι όχι τα πράγματα στον άνθρωπο)].
- Ἡρακλῆς καὶ Ἀθηνᾶ
Διὰ στενῆς ὁδοῦ ὥδευεν Ἡρακλῆς. Ἰδὼν δὲ ἐπὶ γῆς μήλῳ ὅμοιόν τι ἐπειρᾶτο συντρῖψαι. Ὡς δὲ εἶδε διπλοῦν γενόμενον, ἔτι μᾶλλον ἐπέβαινεν, καὶ τῷ ῥοπάλῳ ἔπαιεν. Τὸ δὲ φυσηθὲν εἰς μέγεθος τὴν ὁδὸν ἀπέφραξεν. Ὁ δὲ ῥίψας τὸ ῥόπαλον ἵστατο θαυμάζων. Ἀθηνᾶ δὲ αὐτῷ ἐπιφανεῖσα εἶπε· «Πέπαυσο δέ, ἄδελφε, τοῦτό ἐστι φιλονεικία καὶ ἔρις· ἄν τις αὐτὸ καταλείπῃ ἀμάχητον, μένει οἷον ἦν πρῶτον· ἐν δὲ ταῖς μάχαις οὕτως οἰδεῖται».
Ὅτι πᾶσι φανερὸν καθέστηκεν ὡς αἱ μάχαι καὶ ἔριδες αἰτίαι μεγάλης βλάβης ὑπάρχουσιν.
[Κάποτε ο Ηρακλής περνούσε από ένα στενό δρομάκι. Είδε καταγής ένα στρογγυλό αντικείμενο που έμοιαζε με μήλο. Θέλησε να το συντρίψει με το ρόπαλο. Την ώρα που το χτύπησε με το ρόπαλο, παρατήρησε πως εκείνο το αντικείμενο έγινε διπλάσιο σε μέγεθος. Το ξανακοπανάει με το ρόπαλο, κι αυτό πάλι διπλασιάστηκε! Δηλαδή, σε κάθε χτύπημα τού ροπάλου, το πράγμα αυτό διπλασίαζε τον όγκο του. Κάποια στιγμή, διογκώθηκε τόσο πολύ που έφραξε τον ίδιο το δρόμο, κι ο Ηρακλής αδυνατούσε να περάσει. Ο Ηρακλής τότε μένει έκπληκτος. Αφήνει κάτω το ρόπαλο και κάθεται και κοιτάζει γεμάτος απορία εκείνο το πράγμα.
Τότε εμφανίστηκε η θεά Αθηνά και του λέει: «Αδελφέ μου Ηρακλή, πάψε να βαράς αυτό το αντικείμενο! Αυτό που βλέπεις, και μοιάζει με μήλο, είναι ο σπόρος τής φιλονεικίας και της έριδας. Αν το αφήνεις στην ησυχία του και δεν το ενοχλείς, παραμένει μικρό. Αν όμως τού κηρύττεις πόλεμο και μαλώνεις μαζί του, τότε συνεχώς μεγαλώνει, αυξάνει τον όγκο του και δημιουργεί αδιέξοδα. Βάλε καλά στο μυαλό σου τούτο: όποτε το συναντάς στον δρόμο σου, κάνε πως δεν το βλέπεις, προσπέρνα το και μην το πολεμάς!».
Δίδαγμα: οι φαγωμάρες και οι καβγάδες μόνο ζημιές προκαλούν σε όλους. Γι’ αυτό οι φρόνιμοι, επιδεικνύοντας αυτοκυριαρχία και αυτοέλεγχο, τις προσπερνούν και τις αποφεύγουν.
Παροιμίες: «Δίνε τόπο στην οργή!», «Όταν φεύγει ο οχτρός σου, κάμνε του τόπο να περάσει», «Χάσε από το δίκιο σου, να πας καλά στο σπίτι σου!», «Φύγε απού το δίκιο σου, κι αμ’ αργά στο σπίτι σου», «Λείψ’ αφ’ την οργήν, μη σου κολλήσει κρίμα», «Φυλάξου μια κακιά ώρα να ζήσεις χίλια χρόνια», «Ο Θεός να σε βλέπει αφ’ την άδικια ώρα!». Αρχαίες ρήσεις: Θυμοῦ κράτει (3.1.172γ, Χείλων Δαμαγήτου Λακεδαιμόνιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). Βλαβερὸν ἀκρασία (Βλαβερό πράγμα να μην ελέγχεις τον εαυτό σου) (3.1.172δ, Θαλῆς Ἐξαμίου Μιλήσιος. Επτά Σοφοί, Στοβαίος). Θυμοῦ κράτει (Να συγκρατείς το θυμό σου) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). Φόνου ἀπέχου (Μακριά από φόνο) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). Βίας μὴ ἔχου (Μην ενεργείς με βίαιο τρόπο) (3.1.173, Σωσιάδου τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὑποθῆκαι). Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους (Φεύγε μακριά όταν το αφεντικό είναι θυμωμένο («δίνε τόπο στην οργή»)! (Μένανδρος 534). εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες. μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ· γέγραπται γάρ· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος (Αν είναι δυνατό, όσο εξαρτάται από εσάς, να ειρηνεύετε με όλους τους ανθρώπους. Να μην εκδικείστε τους εαυτούς σας, αγαπητοί, αλλά δώστε τόπο στην οργή, γιατί είναι γραμμένο: Σ’ εμένα ανήκει η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω, λέει ο Κύριος) (Επιστολή Παύλου, Πρός Ρωμαίους, 12. 18-19)].
- Θύννος καὶ δελφίς
Θύννος διωκόμενος ὑπὸ δελφῖνος καὶ πολλῷ τῷ ῥοίζῳ φερόμενος, ἐπειδὴ καταλαμβάνεσθαι ἔμελλεν, ἔλαθεν ὑπὸ σφοδρᾶς ὁρμῆς ἐκβρασθεὶς εἴς τινα ἠϊόνα. Ὑπὸ δὲ τῆς αὐτῆς φορᾶς ἐλαυνόμενος καὶ ὁ δελφὶς αὐτῷ συνεξώσθη. Καὶ ὁ θύννος, ὡς ἐθεάσατο ἐπιστραφεὶς αὐτὸν λιποθυμοῦντα ἔφη· «Ἀλλ’ ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατος· ὁρῶ γὰρ καὶ τὸν αἴτιόν μοι θανάτου γενόμενον συναποθνῄσκοντα».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ῥᾴδιον φέρουσι τὰς συμφορὰς οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἴδωσι καὶ τοὺς αἰτίους τούτων γεγονότας δυστυχοῦντας.
[Ένας τόννος κυνηγιόταν από ένα δελφίνι. Με τη φόρα που είχε πάρει, για να γλυτώσει από τον διώκτη του, πετάχτηκε έξω απ’ τη θάλασσα, σ’ έναν βράχο τής ακτής. Αλλά και το δελφίνι, που καταδίωκε τον τόννο, είχε κι αυτό την ίδια φόρα. Οπότε κι αυτό πετάχτηκε έξω στη στεριά.
Ο τόννος, μόλις είδε το δελφίνι να ξεψυχά από ασφυξία έξω απ’ το νερό, είπε: «Δεν λυπούμαι που πεθαίνω, αφού βλέπω να πεθαίνει κι αυτός που μού ’φερε το θάνατο!».
Συμπέρασμα: οι άνθρωποι υπομένουν πιο ανώδυνα τις συμφορές που τους βρίσκουν, όταν διαπιστώνουν πως κι αυτοί που τους τις προκάλεσαν παθαίνουν τα ίδια.
Παροιμία: «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά τών αλλοφύλων»: η φράση αυτή χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του προκειμένου να καταστρέψει τους εχθρούς του. «καὶ εἶπε Σαμψών· ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐβάσταξεν ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ· καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ» (Κριταί, ΙΣΤ΄, 30). Τα παραπάνω λόγια αποδίδονται στον Σαμψών ο οποίος τα είπε προτού γκρεμίσει το ναό τών Φιλισταίων].
- Ἰκτῖνος καὶ ὄφις
Ἰκτῖνος ὄφιν ἁρπάσας ἀπέπτατο. Ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ δακὼν καὶ ἀμφότεροι <ἐκ> τοῦ ὕψους κατενεχθέντες, ὁ μὲν ἰκτῖνος ἐτεθνήκει· ὁ δὲ ὄφις ἔφη αὐτῷ· «Τί τοσοῦτον ἐμάνης, ὅτι τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας βλάπτειν ἠβούλου; ἀλλὰ δίκην ἔδωκας τῆς ἁρπαγῆς δικαίαν».
Ὅτι πλεονεξίᾳ τις προσέχων καὶ τοὺς ἀσθενεστέρους ἀδικῶν, ἰσχυροτέρῳ προσπεσών, ὡς οὐκ ἐλπίζει, ἐκτίσει τότε καὶ ἃ πρότερον ἐποίησε κακά.
[Ένας ικτίνος (αρπακτικό πτηνό, το περδικογέρακο) άρπαξε ένα φίδι. Και πέταξε ψηλά. Καθώς το κρατούσε στα νύχια του, το φίδι γύρισε και δάγκωσε τον ικτίνο. Έτσι ο ικτίνος μαζί με το φίδι έπεφταν από ψηλά προς το έδαφος. Την ώρα που χτύπησαν στη γη, ο ικτίνος σκοτώθηκε ακαριαία.
Τότε το φίδι γύρισε και του είπε: «Ελεεινό κάθαρμα, τι σού ’κανα κι είχες τέτοια λύσσα να με πιάσεις και να με φας; Πάρε τώρα τη δίκαιη τιμωρία που σου αξίζει για όσα αθώα και αδύναμα πλάσματα έχεις εξοντώσει μέχρι σήμερα! Τώρα βρήκες το μάστορά σου!».
Δίδαγμα: όταν κάποιος είναι πλεονέκτης και συνεχώς θέλει να τσαλαπατά τούς αδύναμους, αυτός, κάποια στιγμή, θα «την πατήσει» από ’κει που δεν το περιμένει: θα βρεθεί κάποιος, έστω και κατά πολύ ασθενέστερός του, και θα τον «πληρώσει» για όλες τις προηγούμενες αμαρτίες του. Την ύβριν πάντοτε ακολουθεί η τίσις.
Παροιμίες: «Πολλούς η πλεονεξία εις όλεθρον ήγαγε», «Το πολύ το διάφορο (=κέρδος, όφελος, συμφέρον) τρώει και το κεφάλι». «Όποιος πολλοτεντώνεται, γλήγορα ταπεινώνεται». Ὑβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ («Το καβάλλημα τού καλαμιού» η καταστροφή τ’ ανθρώπου) (Μένανδρος 517). «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν (Παροιμίαι Σολομώντος, 3. 34). Καὶ σύ, Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ (Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 10. 15)].
- Ἰκτῖνος χρεμετίζων
Ἰκτῖνος φωνὴν εἶχεν ἄλλην ὀξείαν. Ἵππου δὲ ἀκούσας καλῶς χρεμετίζοντος, μιμούμενος τὸν ἵππον καὶ συνεχῶς τοῦτο ποιῶν καὶ ταύτην μὴ καλῶς ἐκμαθών, καὶ τῆς ἰδίας φωνῆς ἐστέρηται, καὶ οὔτε τὴν τοῦ ἵππου ἔσχεν οὔτε τὴν πρώτην.
Ὅτι οἱ εὐτελεῖς καὶ φθονεροὶ ζηλοῦντες τοῦ παρὰ τὴν ἑαυτῶν φύσιν καὶ τῶν κατὰ φύσιν στεροῦνται.
[Το πουλί ικτίνος, από φυσικού του, έχει μια φωνή ψιλή (=λεπτή) και διαπεραστική (οξεία, στριγγιά). Άκουσε ένας ικτίνος το χρεμέτισμα ενός αλόγου. Ήθελε λοιπόν να μιμηθεί και ν’ αντιγράψει τη φωνή τού αλόγου. Κι άρχισε να κάνει συνεχείς τέτοιες πρόβες.
Όμως, στην προσπάθειά του ν’ αποκτήσει αλογίσια φωνή, στο τέλος έχασε και τη δική του. Και δεν μπορούσε πια να φωνάζει όπως πριν, σαν ικτίνος.
Δίδαγμα: οι κομπλεξικοί είναι ψυχικά ανασφαλείς. Επειδή έχουν «πρόβλημα προσωπικής ταυτότητας» κι έχουν πολλά θέματα άλυτα με τον εαυτό τους, μονίμως ζηλεύουν και φθονούν όσους διαθέτουν αυτόνομη προσωπικότητα. Κι αυτούς επιδιώκουν να αντιγράφουν. Όμως, έτσι, επιζητώντας δηλαδή να γίνονται κάποιοι άλλοι, απομακρύνονται εντελώς από τον εαυτό τους και καταντούν απρόσωπη μάζα. Καλό, λοιπόν, είναι ο καθένας να επιχειρεί, από τη νεαρή του κιόλας ηλικία, το νοικοκύρεμα τού εαυτού του και την ενδοσκόπηση, κι όχι να «μαϊμουδίζει» αλλότριες συμπεριφορές. Διότι «η σωτηρία τής ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα». Συνεπώς, το ζητούμενο, για τον καθένα μας, θα πρέπει να είναι η συγκρότηση ισχυρής προσωπικότητας και η αποφυγή τού νόμου τής κοινωνικής ομοιομορφίας!
Παροιμίες: «Πως θα φά’ ένας άθρωπος μια σκατούλα, πρέπει να τη φάει κι ο άλλος;», «Πως θα πέσουν όλοι στο γκρεμό, θα πέσω κι εγώ;»].
- Ἰξευτὴς καὶ ἀσπίς
Ἰξευτὴς ἀναλαβὼν ἰξὸν καὶ τοὺς καλάμους ἐξῆλθεν ἐπ’ ἄγραν. Θεασάμενος δὲ κίχλαν ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου καθημένην, ταύτην συλλαβεῖν ἠβουλήθη. Καὶ δὴ συνάψας εἰς μῆκος τοὺς καλάμους ἀτενὲς ἔβλεπεν, ὅλος ὢν πρὸς τῷ ἀέρι τὸν νοῦν. Τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας· ἥτις ἐπιστραφεῖσα δῆξιν εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν. Ὁ δὲ λιποψυχῶν ἔφη πρὸς ἑαυτόν· «Ἄθλιος ἔγωγε, ὃς ἕτερον θηρεῦσαι βουλόμενος ἔλαθον αὐτὸς ἀγρευθεὶς εἰς θάνατον».
Οὕτως οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλὰς ῥάπτοντες φθάνουσιν αὐτοὶ συμφοραῖς περιπίπτοντες.
[Ένας ξοβεργάρης (ορνιθοθήρας, κυνηγός πουλιών) βγήκε για κυνήγι. Είχε πάρει μαζί του και τα κατάλληλα σύνεργα: τον οξό και τα καλάμια. Βλέπει πάνω σ’ ένα ψηλό δέντρο να κάθεται μια τσίχλα (το πουλί κίχλα). Έβαλε σκοπό να την αιχμαλωτίσει. Ένωσε λοιπόν τα καλάμια, το ένα με το άλλο, ώστε να φτιάξει ένα μακρύ κοντάρι, με το οποίο θα έπιανε το θήραμα.
Όμως, καθώς είχε το νου του ψηλά στην τσίχλα, δεν πρόσεξε ότι, χωρίς να το καταλάβει, πάτησε κατά λάθος ένα φίδι, που κοιμόταν μπροστά στα πόδια του. Το φίδι ταράχτηκε και τον δάγκωσε.
Ο κυνηγός, αβοήθητος μέσα στο δάσος, καθώς ξεψυχούσε, μουρμούρισε: «αλίμονό μου! Αλλονού τον λάκκο άνοιγα, κι έπεσα μέσα ο ίδιος!».
Αυτά παθαίνει όποιος σχεδιάζει τον αφανισμό τού διπλανού του: «μόνος του βγάζει τα μάτια του»].
[Σημείωση: Ιξευτές λέγονταν στην αρχαιότητα αυτοί που κυνηγούσαν πουλιά, – δηλαδή οι «ξοβεργάρηδες» εδώ στη Χίο και στην Κύπρο κυρίως – χρησιμοποιώντας ιξό, ένα είδος κόλλας που παρήγαγαν από το φυτό τού ιξού και κάποια ακόμη υλικά. Οι ιξόβεργες ή ξόβεργες ή ξοβεργίνες είναι μέχρι σήμερα παγίδες πουλιών, πάνω στις οποίες κολλά το πουλί και αιχμαλωτίζεται. Προπάντων τσίχλες έπιαναν οι αρχαίοι μ’ αυτήν την τεχνική (τα πουλιά τσίχλες ήταν περιζήτητο έδεσμα). Το κυνήγι τσίχλας με ιξό είναι ως σήμερα δημοφιλές, αν και παράνομο].
[Παροιμίες: «Όποιος θέλει να βγάλει τ’ αμμάτιν τ’ αλλονού, βγαίνει το δικόν του πρωτύτερα». «μὴ τέκταινε ἐπὶ σὸν φίλον κακὰ παροικοῦντα καὶ πεποιθότα ἐπὶ σοί. μὴ φιλεχθρήσῃς πρὸς ἄνθρωπον μάτην, μήτι σε ἐργάσηται κακόν» (Παροιμίαι Σολομώντος, 3. 29-30). ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν. λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο· ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται (Ψαλμός Δαυΐδ, 7, 15-17). Πεσοῦνται ἐν ἀμφιβλήστρῳ αὐτῶν οἱ ἁμαρτωλοί (Ψαλμός Δαυΐδ, 140. 10)].
- Ἵππος γέρων
Γέρων ἵππος ἐπράθη πρὸς τὸ ἀλήθειν. Ζευχθεὶς δὲ ἐν τῷ μυλῶνι στενάζων εἶπεν· «Ἐκ ποίων δρόμων εἰς οἵους καμπτῆρας ἦλθον».
Ὅτι μὴ λίαν ἐπαιρέσθω τις πρὸς τὸ τῆς ἀκμῆς ἢ τῆς δόξης δυνατόν· πολλοῖς γὰρ τὸ γῆρας ἐν κόποις ἀνηλώθη.
[Ένα άλογο, στα γεράματά του, πουλήθηκε σε κάποιον μυλωνά, για να ζευτεί και να γυρίζει τη μυλόπετρα τού μύλου. Αυτό το άλογο, στα νιάτα του, είχε γνωρίσει δόξες και μεγαλεία: λάβαινε μέρος σε πολέμους και σε ιππικούς αγώνες.
Τώρα, ζεμένο στα καταναγκαστικά έργα τού μύλου, αναστέναζε και μονολογούσε: «Εγώ, που ήμουν άλογο πολέμου κι άλογο κούρσας, πού κατάντησα, τώρα στα τελευταία μου! Απ’ τα σαλόνια στα αλώνια!».
Δίδαγμα: νιάτα, δόξα, ομορφιά όλα είναι εφήμερα και διαβαίνουν. Συνεπώς ας μην ξυπάζεται και κοκορεύεται κανείς για όλα αυτά, όταν τα έχει. Διότι κανείς μας δεν ξέρει ποια γεράματα τον περιμένουν. Τα γηρατειά, όταν μάλιστα συνοδεύονται από στενοχώριες ή από οικονομική ένδεια, είναι αφόρητα.
Παροιμίες: «Από δεσπότης μυλωνάς», «Καλή ζωή, σκατά διαθήκη», «Δε νταγιεντώ δυο πράματα, φτώχεια και γεροντάματα». Λατινική παροιμία: Per astra ad aspera (=Από τ’ άστρα στ’ αγκάθια)].

































