Λόγω του επαγγέλματος είχα χρόνια να βρεθώ Χριστούγεννα με την οικογένεια.
Και βέβαια πάντα αυτές τις μέρες ο νούς φορτώνεται με περασμένες μνήμες και μπόλικη νοσταλγία.
Προσωπικά ήθελα να ξαναβιώσω την όμορφη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Και να μεταφέρω την ίδια αίσθηση και στα παιδιά μου.
Όπως τότε που ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου.
Δεν ξέρω γιατί το αίσθημα της νοσταλγίας μας κάνει να νομίζουμε πιό αγνές και πιο αυθεντικές τις παλιές περασμένες μας εμπειρίες.
Ίσως τελικά να μην ισχύει πραγματικά αυτό αλλά κάτι άλλο.
Να υπάρχουν στιγμές που μας αγγίζει το δακτυλάκι του Θεού και μας φορτώνει έμπνευση.
Όπως και νάχει το πράγμα τα Χριστούγεννα είναι πάντα για τα μικρά και μεγάλα «παιδιά» μια πολύ ξεχωριστή γιορτή. Είναι φορτωμένη με όνειρο με νοσταλγία με θαλπωρή με αναμνήσεις αλλά και ελπίδες που όλα αυτά μαζί στολίζουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο της ψυχής μας πρώτα πρώτα.
Όμως τα γεγονότα ήρθαν τελείως ανάποδα. Έτσι, για την ώρα, μπορώ να το πώ.
Ένα τηλεφώνημα από την εταιρεία αναπάντεχο.
Για ένα ξαφνικό πρόβλημα οικογενειακό, κάποιου συνάδελφου, βρέθηκα τελικά από τα μέσα του Νοέβρη να ταξιδεύω.
Ένα αθώο όνειρο της οικογένειας μου και εμένα εξατμίστηκε αξαφνα.
Για τα παιδιά και τη γυναίκα μου άρχισε η διαδικασία των ετοιμασιών για το δένδρο και τις διακοπές και για μένα η θαλασσινή ρουτίνα και τα όνειρα.
Στη Νέα Ορλεάνη που έπιασα το καράβι η πολύχρωμη αμερικανίστικη προεόρτια ατμόσφαιρα δεν μούκαμε καμία ιδιαίτερη εντύπωση.
Ίσως πια γιατί, ξέρω από πρώτο χέρι τι κρύβεται πίσω από τα λαμπερά χρωματιστά φώτα της μεγαλούπολης.
Κράτησα λοιπόν τα ονειροπολήματά μου μακριά από αυτό το αλισβερίσι χωρίς βέβαια να θέλω να υποβιβάσω τα ήθη, τα καλά συναισθήματα και τις χριστουγεννιάτικες ελπίδες των απλών καθημερινών ανθρώπων που ζούν εκεί.
Να, έτσι ήθελα να μείνω στη δική μας ατμόσφαιρα τούτη τη φορά και να την κρατήσω όσο μπορώ μέσα στο μυαλό μου ζωντανή σαν αληθινή.
Στην απέναντι πλευρά τού ατλαντικού στο Μπιλμπάο ήταν κάπως πιο ζεστά παρά το τσουχτερό κρύο.
Οι Βάσκοι με τους χαρακτηριστικούς (σκούρους μπλε) μπερέδες τους και την ιδιότυπη προφορά τους χαρακτηριστικά γραφικοί. Ήταν μέσα του Δεκέβρη.
Η γιορταστική ατμόσφαιρα στο ζενίθ.
Αγοράσαμε και φάγαμε μυρωδάτα κάστανα από τους μπόλικους καστανάδες, μα κυρια ανταλλάξαμε μ’ αυτούς πολύ ζεστές και μυρωδάτες ευχές και πολλά αστεία.
Δεκέβρη 15 του μηνός αναχωρήσαμε από το Μπιλμπάο και βγήκαμε στον Ωκεανό.
Ο μάγειρας στόλισε τα χριστουγεννιάτικα δένδρα και το κομοδέσιο πήρε γιορταστικό χαρακτήρα με τα διάφορα στολίδια και φωτάκια μα όχι για πολύ.
Τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού αφήνοντας τον Βισκαικό και μπαίνοντας στα χωράφια του βορείου ατλαντικού με τον καιρό και το κύμα στην πάντα (από το πλάι), δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Ένα μπότζι κουπαστή με κουπαστή. Χειμώνας και βαπόρι αξεφόρτωτο, τι περιμένεις.
Έτσι άρχισε το ταξίδι για τα Χριστούγεννα. Καρέκλες τραπεζάκια δεμένα σαν φρεσκο-πιασμένοι κλέφτες . Και κούνημα, κούνημα που να μη μπορεί τίποτα να σταθεί όρθιο.
.
Δεμένες και οι σκέψεις μας με τα κύματα που μας χτυπούσαν έχοντας μας μισόξυπνους μισοκοιμισμένους για μέρες .
Μετά τις Αζόρες ο καιρός χαλάρωσε κάπως αλλά το κύμα και χοντρό παράμεινε και από την πάντα.
Κάθε τόσο όλο και κάτι κυνηγούσαμε που άρχιζε να αρμενίζει δεξιά αριστερά με το μπότζι
Τα δυό ταλαίπωρα χριστουγεννιάτικα δένδρα, το ρίξανε στη ξάπλα και με τα φωτάκια τους να ανάβουνε. Λες και δεν είχαν λόγο ύπαρξης.
Ποιος να τα προσέξει άλλωστε σε αυτό το απίστευτο ανακάτεμα της φουρτούνας.
Δεν γινότανε αλλιώς.
Φτάσαμε στη παραμονή των Χριστουγέννων, μπαίνοντας στην Καραϊβική θάλασσα.
Κλείσαμε τις δουλειές μηχανή και κουβέρτα το μεσημέρι.
Ο μάγειρας ετοίμασε κάποιους μεζέδες για νωρίς το βράδυ (γύρω στις δέκα) για να πιούμε κανένα κρασί και να ανταλλάξουμε ευχές.
Το να ψάλλουμε τα κάλαντα η κάτι άλλο είναι πια τα τελευταία 15 χρόνια, αδιανόητο.
Η συνηθισμένη ευχή που ανταλλάσουμε είναι μια σχεδόν οξύμωρη «και του χρόνου σπίτια μας.» αφού το πιο μεγάλο μέρος της ζωής μας το αναλώνουμε στο καράβι.
Μ.Φ. 2009