
Το χειρόγραφο αυτό, το έχω μερικά χρόνια στην κατοχή μου. Επειδή όμως η φωτοτύπηση του είναι ελαττωματική και η ανάγνωσή του δύσκολη, δεν είχα επιχειρήσει να το αποκρυπτογραφήσω. Μέχρι που ήρθε η δική του ώρα. Και έμεινα κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό, καθώς διαπίστωσα ότι πρόκειται για πραγματικό θησαυρό. Μιά ιστορία που έγινε στο χωριό μας και κατά τρόπο παράξενο, δεν διέσωσε, ούτε διέδωσε η στοματική παράδοση. Αν και τα πρόσωπα ήταν του στενού οικογενειακού μου περιβάλλοντος, κανένας δε μου είχε κάνει νύξη γιαυτά. Ευτυχώς τα κατέγραψε ο Μιχαήλος και το γράμμα του διέσωσαν η κόρη του Άννα και ο εγγονός του Σωτήρης Μ. Λιάπης που μου το εμπιστεύτηκαν.
Ο Μιχάλης Μιχαλάκης, ο Μιχαήλος όπως ήταν γνωστότερος στο χωριό μας, στις 10 Οκτωβρίου 1912, σε γράμμα του προς τα αδέρφια του Στέλιο και Καλλιόπη που εργάζονταν στη Σμύρνη, τους αφηγείται μια ιστορία θρίλερ που έγινε στο χωριό μας, καθώς και την παρουσία του ελληνικού στόλου στις θάλασσες μας, λίγες μέρες πριν από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Χίο και την απελευθέρωση του νησιού από τους τούρκους. Ωστόσο η ημερομηνία που σημειώνει, δεν πρέπει να είναι η σωστή. Γράφει στις 10 Οκτωβρίου, ενώ του Αγίου Δημητρίου στις 26. Η ουσία των γεγονότων όμως παραμένει.
Απολαύστε το.
Εν Κουρουνίοις Χίου τη 10 8βρίου 1912
Φίλτατέ μου αδελφέ Στέλιο και Καλλιόπη,
Την ποθητήν σας επιστολήν έλαβον και εχάρημεν δια την υγεία σας ως ποθούμε. Και ημείς δε πάντως καλώς έχομε και μέχρι ώρας.
Εν πρώτοις αγαπητέ Στέλιο θα σας κάμω έκθεση των ενταύθα γεγονότων τα οποία πιστεύω θα σε ευχαριστήσουν να μανθάνεις.
Εις τας 26, του Αγίου Δημητρίου θέλει μείνει ιστορική εκείνη η ημέρα δια τα γεγονότα.
Είχε φύγει ο Στέλιος Βορριάς εκ του Εγρηγόρου και επήγε εις τα Κουρούνια ένεκα εργασίας. Μόλις επήγε εις της Αγγελικώς το σπίτι, βλέπει ένα τούρκο. Αρωτόντας τον γαμβρό μας Μιχάλη του λέγουν. Λέγε, Γιάννη λέγουν τον πατέρα σου, μπρέ; λέγε. Γιάννη του απαντά. Σένα Γιάννη, πατέρα σου Γιάννη τρελός μπρέ είσαι; Εξέχασα του κάνει, με λένε Γιώργη Κραμπή και τον πατέρα μας Σταμάτιο. Έγραφε ο τούρκος και έβλεπε ο Στέλιος Βορριάς με τον Μαστρογιώργη και εγελούσαν, τους λέγει δε τα καπνά σας τι καπνό φουμάρετε; Και τους δείχνει τις ταμπακιέρες και τους κάνει ρέστους, του δε Μιχάλη του λέει σικτήρ. Μόλις δε άρχισε ο Μαστρογιώργης να αντιτείνη εις τον τούρκον, παρουσιάζονται ακόμη 6 και τους λέγει, εις του γέροντα θα υπάγομεν.
Ο Στέλιος τα χρειάσθη ένεκα της στρατιωτικής και τους αρωτά τι θέλουν. Του λέγουν μισό μετζίτι δια τα καπνά. Βγάζει και τους το δίδει, αλλά ο Μιχάλης επήγε εις την εκκλησία και το είπε και πέσαν όλοι οι στρατεύσιμοι έξω και έφυγαν. Η δε μήτηρ του, μόλις το έμαθε έπεσε λιπόθυμος. Ευτυχώς της ανήγγειλον ότι τον άφησαν. Μόλις δε εξήλθον εις κλαδί βλέπουν να προβάλλουν εκ Ψαρών έξι παπόρια με διεύθυνση διά το μέρος μας. Εν τω χωρίω μας ουδέν ήτο γνωστόν. Μόλις εβγήκαμε εκ της εκκλησίας είχαμε υπάγει εις του Δ. Μπουρνού ίνα μας κεράσει αλλά μετά την πρώτην έφοδον εις τους λουκουμάδες ακούμεν έξωθεν μίαν φωνή και πάντες αυτοστιγμεί εβρέθημεν εις τα δώματα να παρατηρούμε τα καράβια. Μόλις δε έφθασαν εις τα Αγιάσματα 2 τορπιλικά και 2 θωρηκτά βλέπομε να τους έλθει μία ακτίνα(;). Υποθέσαμε ασύρματον τηλεγράφημα και κάνουν στάση τα 3, το δε έτερον επήγε εις τις Αμάδες καρσί. Μετ ολίγον φθάνει και έτερον το οποίον είχε τηλεγραφήσει. Τα πλησιάζει και κάνει και αυτό στάση το δε τορπιλοφόρο εγύριζε γύρω τριγύρω σα να το κρατούσε πόνος, πολλά δε έκαναν στροφή και προς μετά έξω και πάλι επέστρεφον. Ευρισκόμεθα δε πολλοί έτοιμοι να κατεβούμε να ιδούμε αν και εξήρχοντο. Εν τω μεταξύ του ενθουσιασμού μας, φθάνει κάποιος και μας λέγει ότι είχαν γεμίσει τα βουνά τούρκους, έπιασαν τον Στέλιο και ότι πατούν τα σπίτια δια λαθραία. Τρέχει δε κάποιος και φέρνει τον Στελιανό. Τον αρωτούμε και μας λέγει ότι τα χρειάστηκε. Μόλις τον άφησαν έπιασε ο καθένας το δώμα του. Ενόμιζες ότι ήταν η συμμορία του Τσακιτζή. Και με σφυριγμούς με σφυρίχτρα εσυνεννοούντο όπου ετρομοκράτουν το χωριό. Και εκ των νέων οι περισσότεροι είχαν πιάσει το κλαδί, άλλος ένεκα της στρατιωτικής, έτρεχαν δε μετά ενθουσιασμού και έφτασαν μέχρι του Καστανούση, διότι εις το τελευταίο αντιτορπιλικό με 4 φουγάρα απαράλλακτον χωρίς να διακρίνεται το είδος τους, από Καστανούση κάπως διεκρίνετο όπου διέκρινε το Γιαννάκι κόκκινο προς στιγμή εδίστασε να το εκφράση αλλά κάτι διεκρίθη και από άλλους…… μέχρι όμως εστάθησαν έως 3 ή 4 ώρες και κατόπιν ανεχώρησαν τα μεν 2 θωρηκτά και ένα πλοίο με διεύθυνση την Σμύρνη τα δε 2 αντιτορπιλικά επέστρεψαν πίσω στα Ψαρά.
Μόλις είχαμε πάλι ησυχάσει μας έρχεται η πληροφορία ότι συνέλαβαν τον Ιωάννη Γ. Κατσαρό δια στρατιώτη και ζητούν και άλλους δια να μη ξεμακρύνουν οι νέοι, δεν τον άφηναν δε να πλησιάση κανένα παρά έλεγαν ότι όστις τολμήσει και έλθει μέσα εις το σπίτι θα τον πυροβολήσωμε. Μάλιστα εισέπραξαν ένα δύο καθώς θα συμβεί κακόν διότι επέρασαν μερικοί …..με κάθε τρόπον αλλά τους μπόδισε ο θείος και τον πιάνουν ως να ήταν τρομερός κακούργος. Τον πήραν δε και έφυγα. Έκλαυσαν εκείνη την ημέρα και οι πέτρες. Ευθύς δε μόλις απομακρύνθησαν, τους πήρε από πίσω η μητέρα του, εκάθησεν και ο πατήρ του εις έναν ίππον καθώς και ο θείος και επήγαν εις Καμπιά που τον επήγαν εις το καρακόλι. Κατόρθωσε δε ο θείος να τον πάρει διότι δεν ήταν στρατεύσιμος. Πλήρωσε όμως λίρες 6 έξι.
Αυτά ήταν τα γεγονότα του Αγίου Δημητρίου μέλη δε ο απαλλαγής στρατιώτης να πάρη τη Μαρία αξαδέρφη μας, δηλαδή του Δ. Μιχαλάκη καθώς και το Γιαννάκι την κουμπάρα μου Ευγενού Ηλία Μίχαλου ως τελειωμένο γεγονός.
Εις τας 29 δε του παρελθόντος Δευτέρα ξημερώματα Τρίτη σηκώθηκα κατά τις 11 το εσπέρας και είχαν αρχίσει την Κυριακούλα πόνοι δια γέννα και τι να ειδώ; Η θάλασσα ως να είχε κτίσει ντουβάρι με πλοία φωταγωγημένα χωρίς να βαδίζουν πολύ, αλλά βραδέως. Υπέθεσα δε να ήταν αυτά τα ευρωπαϊκά που μου γράφεις ότι ήλθον αυτού. Το πρωί δε κατά τας 7 ελευθερώθη η Κυριακούλα και μας έκανε έναν υιόν το οποίον εβαπτίσαμεν του Ταξιάρχη ονομάσαντες τον Ιωάννη. Και την ημέρα δε της βαπτίσεως του άλλα 7 Βασιλικά επέρασαν. Τρία ήρχοντο εκ Ψαρών 2 τορπιλικά και εν πελώριο μεταγωγικό με διεύθυνση προς τη Μυτιλήνη, και 4 μεγάλα θωρηκτά ερχόμενα εκ μέρους της Σμύρνης και διευθυνόμενα προς τα Ψαρά».
Το γράμμα τελειώνει εδώ, κάπως απότομα. Αν υπάρχει συνέχεια, θα πρέπει να βρίσκεται σ ένα μπαούλο, στον Εγρηγόρο, στο σπίτι του Σωτήρη Μ. Λιάπη. Το «Γιαννάκι» που αναφέρει ο επιστολογράφος είναι ο παπά Γιάννης Μιχαλάκης πριν χειροτονηθεί βέβαια, ο οποίος πράγματι παντρεύτηκε με την Ευγενία Η. Μίχαλου. Θείος είναι ο Δημήτρης Μιχαλάκης (Νοτάρος).
Αθήνα 29 Μαΐου 2018

































