
Για όλους εμάς που γεννηθήκαμε και περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια στα χωριά της Αμανής, η Βολισσός ήταν το δεύτερο χωριό μας. Εκεί πηγαίναμε, μετά από τρίωρη πορεία στις πλαγιές της Αμανής για να πάρομε το λεωφορείο για τη Χώρα, στο σαμαράδικο του Δημήτρη Μουτάφη οι γονείς μας έφτιαχναν τα σαμάρια και πετάλωναν τα υποζύγια τους, στο σιδεράδικο του Χειλά διόρθωναν τα γεωργικά εργαλεία τους, στο μαγέρικο του Δροσινού κατέφευγαν όταν πεινούσαν, στους μεγαλεμπόρους της εποχής, τον Μπελέγρη και τον Χαρβάτη πουλούσαν τα αγροτικά προϊόντα τους και από του Καγιάντα προμηθεύονταν τα απαραίτητα για τα σπιτικά τους.
Τέλειωσαν όμως τα χρόνια εκείνα, άδειασαν τα χωριά της Αμανής, άδειασε από κατοίκους και η Βολισσός, κοντεύει να γίνει ιστορία.
Οι λίγοι κάτοικοι που απόμειναν ψάχνουν να βρουν τρόπους να κρατήσουν το χωριό τους ζωντανό και το σχολείο του ανοιχτό. Ένα σχολείο που για να χτιστεί συνεισέφεραν όλα τα χωριά της περιοχής, το πάντοτε αδιάφορο ελληνικό κράτος όμως το έκλεισε. Έτσι τα πρώτα μετά τον πόλεμο παιδιά που αποφάσισαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο, υποχρεώθηκαν να πάνε στη Χώρα ή στο Βροντάδο με σημαντική οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών τους. Επιβάρυνση που έγινε αιτία, πολλά παιδιά να διακόψουν τις σπουδές τους και να στραφούν σε άλλες, άμεσα προσοδοφόρες ασχολίες. Όταν πριν λίγα χρόνια άνοιξε ξανά, βοήθησε ώστε πολλά παιδιά από τα γύρω χωριά να σπουδάσουν εκεί και να βελτιώσουν του όρους διαβίωσης τους.
Όμως το ψυχομέτρι της Αμανής συνεχώς λιγοστεύει. Και μαζί του οι μαθητές του σχολείου και μαζί του οι πιθανότητες να παραμείνει ανοικτό. Φυσικό ήταν οι κάτοικοι να ψάξουν να βρουν λύσεις ώστε και το σχολείο τους και το χωριό τους να μείνουν ζωντανά. Και σκέφτηκαν να δημιουργήσουν τις ευνοϊκές εκείνες συνθήκες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρο για είκοσι-εικοσιπέντε ασυνόδευτα προσφυγόπουλα που θα μπορούσαν να σπουδάσουν και να ενταχθούν στην κοινωνία του χωριού.
Και όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, πολλοί έσπευσαν να εκφράσουν την άποψη και την ανησυχία τους. Τι στοιχίζει άλλωστε; Τζάμπα είναι.
Δεν είμαι Βολισσιανός, συνεπώς δεν δικαιούμαι να παρέμβω σε μιαν απόφαση που αφορά τους κατοίκους της και μόνο. Δεν μπορώ όμως και να μένω αδιάφορος όταν παρακολουθώ των αργό θάνατο της Βολισσού. Της Βολισσού της καρδιάς μας, των παιδικών και νεανικών μας χρόνων. Οι καταστηματάρχες και οι επαγγελματίες έφυγαν χωρίς τις επιχειρήσεις τους να αναλάβουν νεώτεροι, η ιατρική περίθαλψη που προσφέρεται είναι εξαιρετικά περιορισμένη, πρόσφατα αποφασίστηκε να σταματήσει τη λειτουργία του και το ταχυδρομικό γραφείο! Ο δρόμος της ερήμωσης ανοίγει διάπλατα.
Αναρωτιέμαι ωστόσο. Έναν τόπο τον οποίο οι κάτοικοί του τον αγάπησαν αλλά τον εγκατέλειψαν, πόσο είναι δυνατόν να τον εποικίσουν άνθρωποι ξένοι, χωρίς παιδικές μνήμες, χωρίς συγγενείς και φίλους, χωρίς ενδιαφέρον για τα ήθη και έθιμά του και κυρίως με μία πίστη σε έναν διαφορετικό θεό; Μήπως μετά την ενηλικίωση τους ακολουθήσουν το παράδειγμα το δικό μας και αναζητήσουν αλλού καλύτερους όρους διαβίωσης; Μιαν απλή ερώτηση κάνω.
Αθήνα Μάρτιος 2021

































