
Μια καθημερινή έγνοια κι αυτή που συνοδεύεται και από μια αγωνία… Αξημέρωτα βγαίνει η Φρόσω προκειμένου να ταΐσει τις χήνες «μας». Και όχι μόνο να τις ταΐσει αλλά και να τις ποτίσει. Έτσι όμως και δεν είναι παρούσες τη ζώνουν τα μαύρα φίδια. Γιατί δεν είναι εδώ, τι έπαθαν, νηστικές έμειναν; Μονολογεί…
Έτσι και χτες το πρωί οι χήνες δεν ήρθαν στο καθιερωμένο ραντεβού μαζί της. Μα δεν ήρθαν ούτε και προχτές το βράδυ, μου είπε. Τα ερωτήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και προσπαθούσε να τις δικαιολογήσει. Ξημέρωσε για τα καλά, δεν ακούγαμε ούτε τις φωνές τους και αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι κάτι έπαθαν.
Βρε μια αγωνία κι αυτή. Ακούσαμε ένα κρώξιμο αλλά ήταν από γλάρους. Συμμεριζόμενος την αγωνία της ντύθηκα και άρχισα να περπατώ στους μόλους του λιμανακιού με την κρυφή ελπίδα ότι θα τις συναντήσω. Και, ακόμα, αντί να κάνω τη συνηθισμένη διαδρομή μου σκέφτηκα να προηγηθεί η βόλτα σε έναν μόλο που συνήθως κάθονταν. Και ενώ πλησίαζα άκουσα το κρώξιμό τους και πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Και σε λίγο βρέθηκα και κοντά τους και άρχισα να τις… μαλώνω για την αναισθησία τους να μη μας «ενημερώσουν». Τέλος καλό όλα καλά, λοιπόν προς το παρόν…
Έχω γράψει και άλλη φορά ότι έχουν γίνει η καλύτερη παρέα μας. Μια παρέα όμορφη και ενδιαφέρουσα χωρίς προαπαιτούμενα και συμφέροντα. Με λίγα λόγια έχουμε γίνει «κολλητοί», κατά το κοινώς λεγόμενο, και τι πιο ευχάριστο να έχεις τέτοιους γείτονες και να έχεις αναπτύξει τόσο εγκάρδιες σχέσεις. Μόλις μας δουν αρχίζουν και κακαρίζουν. Η Φρόσω συμπληρώνει το κιασεδάκι με το καλαμπόκι και ανανεώνει κατά διαστήματα το νερό. Πλένονται, τεντώνονται, ξύνονται, οι κεφαλές με τους λαιμούς τους στριφογυρίζουν περίεργα. Και κοντά στις χήνες έχουμε και άλλες επισκέψεις. Δεκοχτούρες και σπουργιτάκια έρχονται για το γεύμα τους. Καλοδεχούμενα όλα!
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































