
Πρέπει να ήταν 1959 ή 1960, δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, όταν στο Δημοτικό Σχολείο Θυμιανών ήρθε μια δασκάλα, που καμιά σχέση δεν είχε με τους δασκάλους εκείνης της εποχής. Ήταν πολύ νέα, πολύ όμορφη, χαμογελαστή, δροσερή. Μόλις την είδαμε για πρώτη φορά ξεροσταλιάζαμε να τη βλέπουμε, άσχετα ότι ήμασταν ακόμη παιδάκια. Βλέπετε, μέχρι τότε, είχαμε δασκάλους που καμιά σχέση δεν είχαν με την καινουργιοφερμένη. Μεγάλοι άνθρωποι με αυστηρό προφίλ που είχαν μια μανία με τα… αφτιά, τα μάγουλα και τα κεφάλια μας. Τα πρώτα τα τραβούσαν να τα ξεριζώσουν στην πρώτη αταξία. Στα δεύτερα δοκίμαζαν τις «στοργικές» παλάμες τους με αποτέλεσμα να γίνονται σαν παπαρούνες και τα τρίτα υποδέχονταν, υπό μορφήν «γροθιάς», το κότσι του δείκτη του χεριού τους με τα αλήστου μνήμης «καρύδια»…
Είδαμε, λοιπόν, εκείνη τη δασκάλα σαν όαση στην έρημο και σαν την άνοιξη μέσα στο χειμώνα. Ήταν πάντα ευγενική, μας χαμογελούσε, μας χάιδευε και απέπνεε καλοσύνη και αγάπη. Ε, όπως καταλαβαίνετε, απευθείας «κολλήσαμε» πάνω της. Πού μας έχανες, πού μας έβρισκες ανάμεσα στα φουστάνια της τριγυρνούσαμε. Να που υπάρχουν και καλοί δάσκαλοι, σκεφτόμασταν και βέβαια παρά το ότι πέρασαν τόσα χρόνια δεν έπαψε να έχει μια διακριτή θέση στην καρδιά μας.
***Άρτεμις Τσιροζίδου: Αγαπητέ κ. Φρεζούλη, σας στέλνω την καλημέρα μου και με την ευκαιρία θα ήθελα να σας συγχαρώ ειλικρινά για το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο σας «Οι πρόσφυγες της Κατοχής». Μετά την επιτυχία της παρουσίασης που έγινε στη Χίο είχα μεγάλη περιέργεια να το διαβάσω και δικαιώθηκα γιατί εκτιμώ πολύ το έργο σας γενικά! Εξαιρετική δουλειά! Τα θερμά μου συγχαρητήρια για ακόμη μια φορά.






































