
Όπως μας θύμισε ο Δ. Κουμπιάς, τις γιορτινές μέρες που προηγήθηκαν, στους κεντρικούς δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά και των μεγάλων επαρχιακών πόλεων, οι λαχειοπώλες διαλαλούσαν το λαχείο που θα κληρωνόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και θα μοίραζε διαμερίσματα πολυκατοικιών, καταστήματα, αυτοκίνητα, αλλά και πολλά χρήματα• ενίοτε και ολόκληρες πολυκατοικίες. Ακόμη και μικρές πόλεις και χωριά ζούσαν στον παλμό του Λαχείου των Συντακτών. Τις τελευταίες μέρες του χρόνου, τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν σε πολλές, κυρίως φτωχές οικογένειες, έδειχναν ελπίδα και αισιοδοξία. Ακολουθούσε η κλήρωση και αναπόφευκτα η απογοήτευση της συντριπτικής πλειονότητας των κατόχων του… μαγικού λαχείου.
Όλα αυτά επί περίπου τέσσερεις δεκαετίες. Από το 1927, που αποφασίστηκε η καθιέρωση του θεσμού του λαχείου, έως το 1967, που αποφασίστηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών η κατάργησή του.
Το Λαχείο Συντακτών καθιερώθηκε για την ενίσχυση του ταμείου των συντακτών, όταν στις αρχές του 20ού αιώνα το επάγγελμα του δημοσιογράφου, μισθολογικά, συνταξιοδοτικά και θεσμικά, ήταν προβληματικό, δεν είχε ασφάλιση και δεν ήταν σταθερό. Η Διοίκηση της ΕΣΗΕΑ για να στηρίξει τα μέλη της διοργάνωνε μεγάλους ετήσιους χορούς. Η ιδέα του λαχείου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά την πρωτοχρονιά του 1927. Η κλήρωση γινόταν στον ετήσιο χορό της Ένωσης Συντακτών.
Τα διαμερίσματα που θα μοιράζονταν στους τυχερούς νικητές έφεραν ένα μεγάλο πανό που έγραφε “Σπίτι Λαχείου Συντακτών”. Οι πρώτοι κέρδιζαν ολόκληρες νεόδμητες πολυκατοικίες, οι υπόλοιποι μεμονωμένα διαμερίσματα και αυτοκίνητα, αλλά και έπαθλα δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών σε μετρητά. Όλα τα κέρδη μάλιστα από τα λαχεία ήταν απαλλαγμένα από φόρους, ενώ για τα σπίτια και τα αυτοκίνητα, ήταν πληρωμένη η ασφάλεια, τα δημοτικά τέλη και τα συμβολαιογραφικά έξοδα.
Του Δημήτρη Φρεζούλη
Υ.Γ.: Η συγχωρεμένη η μάννα μου το έβαζε και στα... εικονίσματα, μπας και βοηθήσουν οι άγιοι και το κερδίσουμε, αλλά πού τέτοια τύχη...