
Ίσως είναι μία από τις ωραιότερες λέξεις ελληνικής γλώσσας. Η εκφορά της έχει μία τρυφερότητα, μια δροσιά, είτε αναφέρεται σε μικρά παιδιά, σε μικρά θηλυκά παιδιά που παίζουν ή τραγουδούν, είτε σε μεγάλες γυναίκες, ακόμα και γιαγιάδες, που ξαναβρίσκονται όλες μαζί σε μία συνάντηση παλαιών συμμαθητριών, είναι τα «κορίτσια» που ξαναβρίσκονται σύμφωνα με τον Παύλο Μεθενίτη.
Είναι τα κορίτσια που πηγαίνουν δυο-δυο, τα κορίτσια που φλερτάρουν, που μιλούν θαρρετά, που αγκαλιάζονται. Είναι οι κορίτσαροι, τα κοριτσάκια και τα κοριτσόπουλα που φτιάχνουν τις πολύχρωμες και ηχηρές κοριτσοπαρέες. Είναι τα κορίτσια που φοράνε κορδέλες ή αρβύλες που τα δάχτυλά τους πετούν πάνω από το κινητό ή που κρατούν το σπρέι για να ταγκάρουν στους τοίχους. Είναι τα κορίτσια που βγαίνουν από τη λιμουζίνα του μπαμπά ή που πίνουν περιπτομπύρα στα ξεχαρβαλωμένα παγκάκια. Είναι τα κορίτσια που κλαίνε, που διαβάζουν, που ερωτεύονται, που χτυπιούνται στις συναυλίες. Είναι τα κορίτσια που βγάζουν το σκύλο τους βόλτα για να μην ακούν τα ουρλιαχτά των γονιών τους στο σπίτι. Είναι αυτά που δουλεύουν σεζόν στα νησιά ή πάνε στο Λύκειο μισοζαλισμένα από την πείνα. Είναι τα κορίτσια που οι μαμάδες τους είχαν λευκώματα με στίχους τραγουδιών και τώρα αυτά στέλνουν pics στο insta.
Είναι τα κορίτσια μας, οι θυγατέρες και ανιψιές μας, οι κόρες των συγγενών και φίλων μας, οι γειτονοπούλες μας που τις έχουμε δει να μπουμπουκιάζουν, είναι τα κορίτσια μας, όχι απλώς το άλλο μισό του ουρανού παρά το πιο όμορφο το πιο χαρούμενο μισό. Αυτό που στολίζει τα μαλλιά του με ροζ στέκες αλλά άμα λάχει τα κάνει και μοϊκάνα ή ξυρίζει το μισό κεφάλι του, μην μπορώντας όμως να συσκοτίσει αυτή τη φρεσκάδα, τη γλύκα, την τσαχπινιά και τη χάρη του μικρού θηλυκού ανθρώπου.
Του κοριτσιού που, σύμφωνα με το λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, «είναι η γυναίκα νεαρής ηλικίας και ως επί το πλείστον άγαμη». Ειδικότερα το κορίτσι είναι ένα τέκνο θηλυκού γένους κατ’ αντιδιαστολή προς το αρσενικό, είναι η κόρη, η θυγατέρα και ακόμα σπανιότερα, λέει το λεξικό, ως κορίτσι ορίζεται η γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί ή που δεν έχει έρθει σε σεξουαλική επαφή με άντρα, δηλαδή η παρθένα. Επίσης κορίτσι λέμε τη γυναίκα με την οποία κανείς διατηρεί αισθηματικό δεσμό, η ερωμένη, η σύντροφος.
Του Δημήτρη Φρεζούλη








































