
Tην προετοιμασία για την καλοκαιρινή εξόρμηση κάποιας άλλης εποχής την είδαμε το Σάββατο. Ας δούμε σήμερα το ταξίδι…
Την ημέρα του ταξιδιού κατευθείαν στην πύλη αναχώρησης, για να εντοπίσουμε το καράβι μας (τη λέξη «πλοίο» δεν την πολυχρησιμοποιούσαμε). Λευκό, σκούρο μπλε, πράσινο, κίτρινο, ακόμα και κόκκινο, ήταν τα λαμπερά χρώματα που κυριαρχούσαν στα μεγάλα, σιδερένια σκαριά. Στην αποβάθρα πιάναμε κουβέντα με άλλες παρέες και ανταλλάσσαμε πληροφορίες. Μερικοί είχαν ξαναπάει στους προορισμούς, οπότε και εκμυστηρεύονταν με ύφος έμπειρου ταξιδευτή tips και «μικρά μυστικά».
Η επιβίβαση στο καράβι γινόταν από την μπουκαπόρτα του γκαράζ των αυτοκινήτων. Το πολύχρωμο, ζωηρό, κατά βάση νεανικό πλήθος που είχε εν τω μεταξύ συγκεντρωθεί −συμμαθητές, συμφοιτητές, φίλοι, φρικιά, γηγενείς και τουρίστες, ζευγαράκια και παρέες, όλοι γελαστοί αν και βαριά φορτωμένοι με τα λογής-λογής συμπράγκαλα– μοιραζόταν στις δύο πλαϊνές σκάλες και ανέβαινε βιαστικά προς τους «ορόφους» / καταστρώματα. Τα ψηλότερα, με την άπλετη θέα και τον περισσότερο ελεύθερο χώρο, ήταν τα πλέον περιζήτητα και, ως εκ τούτου, γινόταν πραγματική μάχη για να τα προλάβουμε. Άλλη, ταυτόχρονη μάχη ήταν αυτή της εξασφάλισης καθισμάτων. Ντανιασμένα σε στήλες, σε διάφορα σημεία, τελείωναν εξαιρετικά γρήγορα. Αρχικά, είχαν μεταλλικό σκελετό (που σκούριαζε, βέβαια, εύκολα) και πλαστικό κάθισμα - πλάτη σε διάφορα χρώματα, ενώ αργότερα η γνωστή εξ ολοκλήρου πλαστική και πανάλαφρη καρέκλα εξαπλώθηκε σαν επιδημία.
Πολλοί προσπαθούσαν να εγκατασταθούν στα πιο σκιερά μέρη του καραβιού (εκτιμώντας τη βασική κατεύθυνση της ρότας) ενώ αρκετοί –ξένοι, κυρίως– στήνονταν αντίκρυ στον ήλιο για μια πρώτη φάση μαυρίσματος∙ ο ήλιος έκαιγε και τότε, και με τον συνεχή αέρα του ταξιδιού καιγόσουν πριν το καταλάβεις. Όσοι διάλεγαν να κάτσουν στα πλάγια, ακούμπαγαν τα πόδια τους στα σωληνωτά, άσπρα κάγκελα και μπορούσαν, ακόμα και ανάμεσά τους, να χαζεύουν τη θάλασσα, το κύμα, τον αφρό. Η στρωματσάδα στην πυρακτωμένη, φρεσκοβαμμένη λαμαρίνα ήταν επίσης μια ωραία εμπειρία. Κάτι σαν το Woodstock, χωρίς τη μουσική. Ξάπλα, πάνω στα sleeping bags, στις πετσέτες ή τις ψάθες, έπαιρνες έναν ωραίο υπνάκο έτσι όπως λικνιζόταν το καράβι, αλλά δεν ήταν για πολύ. Ψηνόσουν κι έψαχνες –μάταια– για σκιά…
Πάνος Εξαρχόπουλος (Lifo).
Για την αντιγραφή
Δημήτρης Φρεζούλης