
Δεν ήθελα να ταράξω τον ύπνο σου μικρό μου αγγελούδι με την πένα μου.
Δεν ήθελα να σε πονέσω κι άλλο, να ξυπνήσω την αγωνία και το φόβο σου, καθώς τα κύματα της θάλασσας έπνιγαν την ανάσα σου.
Όμως δεν μπορώ.
Το κορμάκι σου από προχθές, στοιχειώνει όλο μου το είναι.
Έτσι πεσμένο μπρούμυτα, έμοιαζες σα να κοιμόσουν, πάνω στην άμμο της ακροθαλασσιάς.
Σαν παιχνιδάκι ξεχασμένο από τα χέρια κάποιου παιδιού.
Έμοιαζες, με μια φωτογραφία της εγγονούλας μου, που είχα τραβήξει, καθώς κοιμόταν ξένοιαστη στο κρεβατάκι της.
Όμως εσύ, δεν κοιμόσουν ούτε στην αμμουδιά, ούτε σε κρεβατάκι, ούτε ξεχασμένο παιχνιδάκι ήσουν.
Ήσουν, ένα αθώο νεκρό πλασματάκι που σε σκοτώσαμε όλοι εμείς, που τώρα χύνουμε κροκοδείλια δάκρυα.
Από τη μια μεριά, εκείνοι που φτιάχνουνε τα όπλα και ανάβουνε φωτιές πολέμου.
Εκείνοι, που φροντίζουν να φανατίζουν τους λαούς, με βάση το χρώμα, την εθνότητα, τη θρησκεία τους.
Εκείνοι, που δημιουργούν πεινασμένους μετανάστες και αναζητούν μια καλύτερη ζωή σ’ άλλους τόπους.
Και πρόσφυγες που προσπαθούν να γλυτώσουν από τη φωτιά του πολέμου.
Εκείνοι, που χωρίς ενοχές, μόνο στόχο έχουν το μέγα κέρδος και έχουν το χρήμα για θεό τους.
Όμως και όλοι οι υπόλοιποι, οι απλοί πολίτες, (όπως μας λένε) που καθόμαστε απαθείς στις πολυθρόνες μας και σκουπίζουμε κάποιο δάκρυ, που κύλησε τη στιγμή, που είδαμε το άψυχο κορμάκι σου στην τηλεόραση.
Εκείνη τη μοναδική στιγμή, έτσι για να σβήσουμε, τις όποιες ενοχές μας.
Ήθελα να σου πω μικρό μου, πως οι δικές μου ενοχές, δε θα σβήσουν ποτέ.
Το άψυχο μπρουμυτισμένο κορμάκι σου και το δάκρυ μου, θα καίνε κάθε στιγμή, όλο μου το είναι.
Νιώθω έ ν ο χ η.
Ρωτάς γιατί;
Γιατί πονάω και κλαίω μονάχα.
Γιατί χρόνια τώρα σωπαίνω.
Κι’ είναι πολλά, πάρα πολλά, τα χρόνια της σιωπής μου.
Έχω γεράσει, μέσα στον πόνο, το δάκρυ, τις ενοχές και τη σ ι ω π ή.
Λέω τώρα, πλάι σ’ αυτά, να προσθέσω και τη γέρικη φωνή μου, που δε θα σταματήσει μέχρι την τελευταία της ανάσα, να φωνάζει και να καλεί όλους τους ανθρώπους της γης, να ενωθούμε και να αγωνιστούμε για την ειρήνη και το δίκιο. Ν’ αγωνιστούμε, για νάχουνε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, μια ζωή που ταιριάζει σε ανθρώπους.
Για να κάνουμε όλοι το πέρασμα μας απ’ αυτή τη ζωή, που είναι ένα κλικ του δευτερολέπτου, γιορτή ειρήνης.
Γι’ αυτό, συχώρα με μικρό μου πλασματάκι, αλλά δε θα σου πω: «κοιμήσου ήσυχο, εν ειρήνη».
Αλλά σου ζητώ, να γίνεις ο «ε φ ι ά λ τ η ς» όλων μας.
Να ταράζεις τη «λ ή θ η» μας κάθε στιγμή.
Είναι, γιατί δε θέλω να ξεχαστείς μικρούλη μου, σαν τόσα και τόσα άλλα παιδάκια που χάθηκαν, επειδή η υποκρισία μας βασιλεύει.
Δε θέλω να ξεχαστείς, όπως ξεχάστηκαν την επόμενη κιόλας μέρα, οι φοιτητές στη Λάρισα κι’ η μικρή Σάρα, αυτά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, στην πολιτισμένη πατρίδα μου, από τις αναθυμιάσεις μαγκαλιών.
Θέλω κάθε λεπτό, να ξεπηδάς στις οθόνες, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μεγάλων και σπουδαίων δημοσιογράφων και να τους φωνάζεις να λένε την αλήθεια.
Γιατί κι’ αυτούς ή πολλούς απ’ αυτούς, επειδή τους χόρτασε το χρήμα, ξεχάσανε να λένε α λ ή θ ε ι ε ς.
Ανέχονται να μας παρουσιάζουν μια ζωή, σκηνοθετημένη από κάποιους κροίσους κι’ όταν μιλάνε για τραγικές, ανείπωτες καταστάσεις, όπως η δική σου, ρίχνουν και κανένα κροκοδείλιο δάκρυ.
Όμως η ζωή μας μικρό μου, όλων εμάς, των ταπεινών και καταφρονημένων, δεν έχει θέση στα κουτιά τους με τις γυάλινες οθόνες.
Κι’ εσύ καρδούλα μου, ας είσαι το τελευταίο πλασματάκι, που σε φυλάκισαν στο γυάλινο κουτί τους. Έτσι, για να έχουνε μεγάλη τηλεθέαση και κάποιοι να ξαλαφρώνουν από τις ευθύνες και ενοχές τους, επειδή για ένα δευτερόλεπτο τους ξέφυγε ένα δάκρυ.
Σπάσε αγγελούδι μου τον ψεύτικο γυάλινο κόσμο τους και μη κοιμηθείς π ο τ έ.
Γίνε ο Ε Φ Ι Α Λ Τ Η Σ όλων μας.
Μέχρι ν’ ανθίσει σ’ όλη τη γη, το λουλούδι της Ε Ι Ρ Η Ν Η Σ.


































