
Στην περίπτωσή μας “λόγος” σημαίνει ομιλία, διήγηση, ευγλωττία αλλά και πειθώ. Και όπως μας λέει ο Σωκράτης (Γοργίας 519Ε) “ ...τῶν φασκόντων παιδεύειν ἀνθρώπους εἰς ἀρετήν”. Για να καταλήξει πως, όλα αυτά γίνονται δια το τους νέους παιδεύειν και βελτίους ποιείν (Απολογία).
Όπως έχουμε πει και σε προηγούμενα ανάλογα άρθρα, υπάρχουν πολλές λέξεις – ρήματα σχετικά με τον λόγο. Ωστόσο είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι: “Ἐν τοῖς ἄλλοις ζῲοις ἡ ὁμιλία ἀλλόγως ὑπάρχει” (Αριστοτ. Οικονομ. Α,3, 1343). Ο λόγος λοιπόν έχει άμεση σχέσει με την ανθρώπινη λογική. Αρχικά, θεωρώ πως πρέπει να αναφέρουμε ρήματα σχετικά με τον λόγο και όσο μας είναι δυνατό να προσπαθήσουμε να τα συσχετίσουμε με τον σημερινό λόγο.
Ως βασικό στοιχείο του λόγου η λέξη “φωνή” είναι ουσιώδες να γνωρίζουμε πως η αυτή ετυμολογείται από το φως + νούς ἤ τά ἐν τῷ νῷ φωτίζουσα‧ ἤ τό τοῦ νοός φῶς‧ διά γάρ τῆς φωνῆς τά τῆς ψυχῆς ἐνθυμήματα γιγνόσκωμεν” (Ε .Μ). “Πλήν ὁ μέν ἐντός τῆς ψυχῆς πρός αὑτήν διάλογος ἄνευ φωνῆς γιγνόμενος, τοῦτ’ αὐτό ἐπωνομάσθη διάνοια” *(Πλατ. Σοφιστής 263d).
Αρχίζοντας από το ρήμα αγορεύω και το σχετ. δημηγορώ βλέπουμε πως αυτό ουσιαστικά σημαίνει ομιλώ στην αγορά, και προέρχεται από το ρ. αγείρω = συγκεντρώνω πλήθος, (άγω + είρω = συνδέω, συγκεντρώνω απ’ όπου και η λ. αγορά & είρω‧ ειρμός σχετ. ειρμός σκέψης, αλλά και ο εκκλ. Ειρμός την μουσική του οποίου ακολουθούν, άρα συνδέονται, τα υπόλοιπα τροπάρια του κανόνα. πρβλ. και τη σχετ. αρχ. εκφρ. τις αγορεύειν βούλεται, που ουσιαστικά σημαίνει‧ ποιός από τους συγκεντρωμένους θέλει να μιλήσει. Αυδή(1) = φωνή του ανθρώπου, από το ρ. ἀείδω- ἄδω = τραγουδώ. Εδώ καταγράφεται η μελωδικότητα του Έλληνος λόγου καθ’ ότι ο Έλληνας “Πρῶτον ἦσε (τραγούδησε) καί εἶτα ὡμίλησε.” Άρα, όχι απλώς φωνή αλλά μελωδική φωνή(1)*. Γαρύω & γυρήω μιλώ δυνατά, μεγαλόφωνα σχετ. φρ. εγάριασα να σου φωνάζω. Σχετ. λ. κήρυξ & γήρυς σχετ. αρχ. εκφρ. “Ἑρμᾶν θεῶν κάρυκα” δηλ. Ερμήν των θεών τον κήρυκα. Εκστομώ = εκ-φέρω λόγους, “ξεστομίζω”. Έπω = λέγω, αρθρώνω έπος (λόγο), ομιλώ. Έπος = λόγος, λέξη, ομιλία. “παρά τό ἔπω, τό λέγω”. “Έπος λέγεται κυρίως ο έμμετρος λόγος, καταχρηστικώς δε πας λόγος” (Ε.Μ). Ορθοεπώ (ορθό - έπος) ομιλώ ορθώς λ. ορθοέπεια. Ονομαίνω‧ ομιλώ, λέγω συγκεκριμένα, καλώ ονομαστικά, ο-νοματίζω. Ευλογώ = λέγω καλούς λόγους. Ερμηνεύω σημαίνει μεταφέρω και επεξηγώ τους λόγους του Διός‧ και ως ο αγγελιαφόρος (αυτός που φέρει την αγγελία) θεός, ο Ερμής. Είρω = ομιλώ προέρχ. από το αρχ. ρ. ρῶ = ομιλώ πρβλ. ρέων λόγος, ειρμός σκέψης- λόγου, εκφρ. διά ρύδην‧ ρεόντως, αμέσως. Λέγω, λόγος, ομιλία. Λῶ, λαλώ, α-λαλάζω, αλαλαγμός σχετ. λαλιά πρβλ. άλαλα τα χείλη των ασεβών. Ληρῶ = μιλώ ανόητα σχετ. λήρος –παραληρώ -παραλήρημα. Λάσκω = ομιλώ μεγαλοφώνως πρβλ. λακέττας δηλ. τζίτζικας. Σχετικά με τον λόγο ο Αριστοτέλης (Περί ζώων γενέσεως Ε7 786) μας λέει: “Τῷ λόγῳ χρῆται μόνος τῶν ζώων ἄνθρωπος, τοῦ δέ λόγου ὓλη...ἡ φωνή” **. Ορθοεπώ‧ λέγω ορθά λόγια. σχετ. και το ορθορρημονώ δηλ. μιλώ και προφέρω ορθά σχετ. και το εκκλ. “τω την γλώτταν χρυσορρήμονι”. Ορθοστομώ = μιλώ ελεύθερα***. Φάσκω, φημί = ισχυρίζομαι, φανερώνω (φέρω στο φως τις σκέψεις μου) σχετ. η εκφρ. φάσκω και αντιφάσκω δηλ. λέω και ξελέω, όπως και οι λ. αντίφαση, φήμη, φημίζω, διαφήμιση, φωνή, απόφαση, φάση, αφασία, προφήτης‧ αυτός που προαναγγέλλει & ερμηνεύει την θέληση του θεού σχετ. υποφήτης ο ομιλών αντί του θεού. Η λ. φήμη καθορίζει την εξ’ ουρανού φωνήν καθ’οτι “ὁ μέν λόγος δῆλος γίνεται ὑφ’ οὗ φέρεται, ἡ δέ φήμη ἄγνωστον ἔχει τήν ἀρχήν”. Κέλωρ = φωνή (εκ του ρ. καλώ) πρβλ. την εκκλ. έκφρ. κέλευσον Δέσποτα ρ. κελεύω. Φθέγγω, φθέγγομαι δηλ. λέγω, λέγομαι πρβλ. το εκκλ. Εις πάσαν την Γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτού ή αυτών. Ψελλίζω‧ μιλώ ασημάντως και χαμηλοφώνως πρβλ. την έκφρ. ψου-ψου-ψου. Ψιθυρίζω‧ μιλώ χαμηλόφωνα και ήρεμα λ. ψίθυρος. Ρητορεύω = ομιλώ δημόσια, δημηγορώ (δήμος – αγορεύω), ρω = λέγω πρβλ. την περίφημη φρ. του Δημοσθένη ρήτωρ ρερητόρευσε το ρερητορευμένον ρω. Γενικώς τα πάντα ρεί όπως και ο λόγος(ιδιαίτερα του ρήτορος) πρέπει να ρέει ρεῖα, δηλ. εύκολα. Αποφαίνομαι‧ λέγω, φανερώνω τη γνώμη μου δημόσια. Διηγούμαι: περιγράφω λεπτομερώς (δια + ηγούμαι). Αφηγούμαι [ως άνω] (από + ηγούμαι). Εκθέτω: εκφέρω επακριβώς λόγους με λογική σειρά. Αινίττομαι‧ ομιλώ σκοτεινώς, εξ ου και αίνιγμα, υπαινιγμός σχετ. και η εκφρ. τί υπαινίσσεσαι.. μίλα καθαρά. Καλλιλογώ: λέγω καλώς. Κατερώ = λέγω εναντίον (κατ[α] + ερώ[μέλλων λέξω & ερώ]) κατηγορώ (κατά + αγορεύω).
Όμως ο γλωσσικός μας πλούτος είναι τόσος και τέτοιος, που καθένας όταν τον χρησιμοποιεί ορθοστομών (μιλώντας ελεύθερα και ενσυνείδητα), αισθάνεται όντως, πως όχι μόνον φέρει εις το φως τα “ἐν τῇ διανοίᾳ...ψυχής βουλεύματα”, αλλά επί πλέον“οὐδέν παθέειν δέος” δηλ. δεν θα πάθει κακό ούτε έχει να φοβηθεί τίποτε, αλλά ούτε και θα χαθεί “οὐδέ ἀπόλεσθαι” διότι δια-χειρίζεται πλούτον τεράστιον αμύθητης αξίας.
Αναγκαίες διευκρινιστικές σημειώσεις
* Έχω τη γνώμη πως δεν υπερβάλω, ούτε φέρομαι αυστηρά, ή παραλείπω κάτι ως νήπιος (νή ἔπος εἰπεῖν [λ. νήπιο]), όταν δεν ερμηνεύω λέξεις που... φαντάζουν αρχαίες. Απλώς μπορεί να γίνουν κατανοητές με λίγο περισσότερη προσοχή-σκέψη και στοχασμό. Εδώ ας μου επιτραπεί η διευκρίνηση ότι η λ. σκέψη ουσιαστικά σημαίνει σκέπω (σκεπάζω, σκεπή, σκιά), είμαι συνοφρυωμένος, σκυθρ-ωπός, “συννεφιασμένος” από δυσάρεστες φροντίδες. (Από το σύμπλεγμα σκ- αρχίζουν λέξεις με δυσάρεστο περιεχόμενο βλ. σκιά, σκαιός (α.ε δυτικός άρα κακός), σκασμός, σκότος, σκώληξ [σκουλήκι], σκώρ = κόπρος, σκόρος‧ είδος εντόμου που τρώει -καταστρέφει τα μάλλινα υφάσματα, σκουριά, σκύβαλο = σκουπίδι, σκολιός = στραβός, σκοτώνω, σκύλλω = σπαράττω, σκυλεύω= αφαιρώ, απογυμνώνω νεκρό εχθρό...). Ενώ με τη λ. στοχασμός (στοχάζομαι) αποδίδουμε την εύρεση του στόχου μέσω του λογισμού ο οποίος είναι ουσιαστικά η ευθεία οδός...
(1) Πρέπει να γνωρίζουμε, πως, για την ελληνική γλώσσα η λέξη φθόγγος σημαίνει α) ανθρώπινη φωνή και β) μουσικός ήχος. Μιχθέντων δέ τούτων ὠδῂ γίνεται. Έτσι έχουμε την μουσικότητα αλλά και την τονικότητα τής γλώσσας μας, στην οποία βασικότατο ρόλο έχει η ορθή εναλλαγή - σύνθεση φωνηέντων και συμφώνων. Επιπρόσθετα να επισημάνουμε πως η λ. απαύδησα ή απηύδησα σημαίνει έμεινα άφωνος, δεν μπορώ να μιλήσω από την κούραση, την ταλαιπωρία...
(1)* Να σημειώσουμε πως από τότε που χάθηκε η προσωδιακή προφορά, οι τόνοι και τα πνεύματα διέσωσαν – μέχρι πρόσφατα – το χρώμα του ελληνικού λόγου.
** βλ. και Πλάτωνος – SCHOLIA GRAECA -διαδίκτυο
*** Πρβλ. τη φράση του Ρήγα “όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά”, με την έννοια της ορθοπραξίας, που εκτιμώ πως είναι σχετική με αυτήν της ορθοέπειας αλλά και της ορθοστομίας.
































