
«Ο πιο καλός ο μαθητής ήμουν εγώ στην τάξη και αν στη ζωή πήρα μηδέν τα φταίει ο μπαμπάς μου…» λέει παραφρασμένο το άσμα του Ζαμπέτα. Φταίει, γιατί όταν ο γιός του του ζήτησε ποδήλατο δεν τον έστειλε να εργαστεί λίγο για να γίνει άνθρωπος παντός καιρού και στο τέλος να του δώσει τα υπόλοιπα χρήματα για να το αγοράσει. Ήταν στα χρόνια εκείνα τα δύσκολα, τότε που η αξιοπρέπεια του παιδιού ελάχιστη είχε αξία. Ήρθαν τα χρόνια αυτά τα πιο ανθρώπινα που ο μαθητής ο καλός όχι μόνο απολαμβάνει την ικανοποίηση του επαίνου για τις επιδόσεις του αλλά έχει και πλατιά αναγνώριση με τα σύγχρονα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Αναδείχθηκε λοιπόν και φέτος στις Πανελλήνιες ο καλός ο μαθητής όμως έπαινο τουλάχιστον από εμένα δεν θα πάρει ενώ πολλοί άλλοι θα κουνήσουν πάλι με απογοήτευση το κεφάλι τους γιατί το παλληκάρι το λαμπρό θα πάει λέει στο εξωτερικό για να σπουδάσει. Εκεί θα του δώσουν δουλειά όταν ξεσχολήσει και αφού θα μένει μόνιμα στο εξωτερικό θα βρει και κάποια μαγκούφα να την κουκουλωθεί να κάνει παιδιά την Dorothi και τον Stanley. Στην Ελλάδα της Ελληνικής υπογεννητικότητας θα κάνουν τον Αλή, τον Μεμέτη και την Αϊσέ, για να ψάχνουμε σύντομα τον Γιάννη και την Μαρία με το κερί.
Ο κυριότεροι λόγοι την μετανάστευσης των νέων είναι η ανεργία και η αναξιοκρατία και γι αυτό σχεδόν όλα τα παιδιά που σπουδάζουν στο εξωτερικό βρίσκουν απασχόληση και παραμένουν εκεί. Έτσι και το εν λόγω παλληκάρι εισέπραξε τους επαίνους και ξόδευε χρήματα του δημοσίου (μισθούς καθηγητών επισκευές, συντήρηση και καθαριότητα σχολείων και άλλα έξοδα για 12 χρόνια), ξόδεψε και συνάλλαγμα για 4 χρόνια για σπουδές στο εξωτερικό. Έτσι, ενώ ο τόπος του έχει ανάγκη από νέους που θα διορθώσουν τα κακώς έχοντα που κάναμε οι παλαιότεροι, αυτός βάζει τον σκούφο του ανάποδα, κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται. Τι έκανε για εμένα η πατρίδα διερωτάται, πια είναι η πατρίδα, ερωτούμε εμείς, είναι οι συνάνθρωποι του παλληκαριού και φεύγει γιατί δεν μερίμνησαν να προσφέρουν στην αφεντιά του έτοιμο στο πιάτο ένα καλύτερο μέλλον. Φεύγει γιατί δεν το έμαθαν στα δύσκολα όπως τον Μαστροδημήτρη που έτρωγε τρείς χούφτες σταφίδες την ημέρα και πολεμούσε μέσα στα χιόνια τον Γερμανικό φασισμό για να μπορούμε εμείς και αυτός να τρώει να σπουδάζει και να διασκεδάζει. Φεύγει και θα του έρχεται το μηνιαίο συνάλλαγμα από την χρεοκοπημένη χώρα για να καλοπερνά και να διαβάζει μα δεν είναι αυτός αγώνας αλλά δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα.
Για τον ίδιο λόγο έφυγαν τα δύο αδερφάκια που έρχονται σαν τους κλέφτες το καλοκαίρι, έφυγε και η Αγγελική έφυγε η Καίτη, ο Νικόλας, ο Παντελής και άλλοι πάρα πολλοί’. Έφυγε και ο Παναγιώτης γιατί ήταν μικρή η αμοιβή του στο νοσοκομείο και βρήκε μια καλή δουλειά στην Ευρώπη, βρήκε και μια μαγκούφα και την παντρεύτηκε. Η γυναίκα του έκανε δύο παιδάκια και τα φέρνουν λίγες ημέρες στην Ελλάδα και λένε στον παππού ‘’grant pa, εμείς στο Αμέρικα πολλά τάλαρα…..! ‘’, λένε και mother America we love you, έτσι λένε και τραβάει ο άνθρωπος τα μαλλιά του. Γι’ αυτό συμπάθησε ένα ξένο κοριτσάκι που τον βλέπει πάντα στα μάτια και του κάνει καμώματα και αγνοεί τα ξενέρωτα άχαρα εγγονάκια που θα του κάνουν το χρυσό αυγό στο Αμέρικα όταν θα μεγαλώσουν. Η γυναίκα του θυμώνει πολύ γιατί είναι αδιάφορος παππούς και δεν τα αφήνει να καθίσουν στα γόνατά του να τον κατουρήσουν.
Κατακαημένοι γονείς σας γεμίσαμε την φωλιά σας με τις κουτσουλιές μας μέχρι να μας μεγαλώσετε. Μόλις απλώνουμε φτερά , στο όνομα των δικαιωμάτων για το μέλλον των νέων που έχουν μόνο δικαιώματα αλλά δεν έχουν υποχρεώσεις, τους δίνουμε το πικρό ποτήρι της αδιαφορίας και αναλγησίας και εξαφανιζόμαστε. Πάμε να γίνουμε ξενέρωτοι νεράνθρωποι στους νερότοπους, να βλέπουμε ήλιο ένα μήνα τον χρόνο και ξεχνούμε τον τόπο μας που αν τον φτιάξουμε θα γίνει μια από τις καλύτερες πατρίδες της γης.

































