
Ήμουν δεν ήμουν επτά χρόνων όταν έζησα ένα συνταρακτικό γεγονός στο χωριό μου. Ο πατέρας μου είχε σχεδιάσει να επεκτείνει το κτίριο του λουτρουβειού του για να εγκαταστήσει σύγχρονο μηχανισμό λειτουργίας. Έτσι μαζί με εργάτες έσκαβε για να διαμορφώσει το χώρο και να κατασκευαστεί τελικά δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια μια φουντάνα, που θα γέμιζε από το νερό της βροχής.
Παρακολουθούσα τις εργασίες και καταλάβαινα πόσος κόπος χρειαζόταν για ένα τέτοιο έργο. Έσκαβαν με τις αξίνες και με τα φτυάρια έβγαζαν το χώμα ή τον πυρόλιθα στην επιφάνεια. Εκεί συχνά ερχόταν και οι φίλοι μου για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους.
Μαζί με τα άλλα παιδιά, τον Γιάννη, τον Χρήστο τον συνονόματό μου και τον Αντώνη δεν αφήναμε την ευκαιρία να παίζουμε στις όχθες του ποταμού, που ήταν κοντά στο λουτρουβειό μας. Εκεί βρισκόταν και τα τρία χωριοπήγαδα.
Μια ανοιξιάτικη μέρα σκεφτήκαμε να απλώσουμε τη φαντασία μας και να παίξουμε στο χώρο του τρίτου χωριοπήγαδου, που είχε τριγύρω του γούρνες για να πλένουν οι χωριανές τα ρούχα. Ο ποταμός εκείνα τα χρόνια έτρεχε ακόμα ως την περίοδο εκείνη. Η χαρά μας, όπως τότε κυκλοφορούσαμε ξυπόλυτοι, ήταν να τσαλαβουτούμε στο νερό. Παράλληλα με μεγάλη χαρά και παιδιακίστικα σύνεργα ανοίγαμε πηγαδάκια, φτιάχναμε ποτιστάδες και με μικρά τενεκεδάκια από κονσέρβες κουβαλούσαμε νερό από τον ποταμό. Έτσι ποτίζαμε τα δεντράκια που παίζοντας φυτεύαμε.
Ξαφνικά έρχεται κοντά μας ένας σωματώδης γέροντας υποστηριζόμενος στο μπαστούνι του. Κατευθύνεται προς το πηγάδι και βάζει το μπαστούνι του πάνω σε μια γούρνα. Άρχισε να βγάζει τα πέδιλά του και να ετοιμάζεται να ανέβει στο πηγάδι. Μου κίνησε την περιέργεια και την υπόνοια ότι κάτι κακό θα συμβεί. Χωρίς να χάσω χρόνο παίρνω δρόμο και τρέχω προς το λουτρουβειό φωνάζοντας να τρέξουν για βοήθεια. Ευτυχώς που με πίστεψαν και ο πατέρας μου με τους εργάτες έτρεξαν προς το πηγάδι.
Εν τω μεταξύ ο γέροντας είχε ανέβει στα χείλη του πηγαδιού και κρατώντας με τα χέρια του τα κάγκελα του στομίου είχε κρεμαστεί και φώναζε βοήθεια. Χωρίς καθυστέρηση ανέβηκαν στο πηγάδι και χειροδύναμοι όπως ήταν, αλλά με μεγάλη δυσκολία γιατί ήταν πολύ βαρύς, κατάφεραν να τον τραβήξουν επάνω και να τον σώσουν.
Με τους φίλους μου είχαμε απομακρυνθεί γιατί φοβηθήκαμε τόσο ώστε δεν θέλαμε να βλέπουμε. Αργότερα μάθαμε ότι ο μαστρο Δημήτρης, όπως νομίζω ότι τον έλεγαν, εκεί που καθόταν έβλεπε οράματα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έκρυβε το μυαλό του ανθρώπου. Όμως εκείνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι “η ζωή είναι γλυκιά”.
































