Αρχίζοντας από τη θέση τού Φιλοσόφου για την αθανασία της ψυχής, βλέπουμε πως δεν πιστεύει σε αυτήν, και αυτό αποτελεί τον λόγο να λογίζεται ως αθεϊστής.
Ουσιαστικά, ο αθεϊσμός τού Επίκουρου και η θνητότητα τής ψυχής ορίζουν ένα και το αυτό γιατί είναι οι δύο όψεις τού ιδίου νομίσματος, γιατί η αθάνατη ψυχή προϋποθέτει υπαρκτό Θεό, ενώ η θνητή δηλώνει ανύπαρκτο… Βλέπουμε, πως τα δύο αυτά στοιχεία αντικρούονται, μιά και οι ψυχές μένουν “ορφανές” χωρίς την ύπαρξη του Θεού, και γι’ αυτό δεν έχουν λόγο ύπαρξης μετά τον θάνατο. Γι’ αυτό και λέει, “τας δε ψυχάς των ανθρώπων λύεσθαι άμα σώμασιν… Ώ ακολουθεί μήτε κρίσεις είναι εν Αïδου μήτε δικαστήρια...” Δηλ. Ο Επίκουρος θεωρεί ότι οι ψυχές των ανθρώπων διαλύονται ταυτόχρονα με το σώμα τους...και κατά συνέπεια, στον Άδη δεν υπάρχουν ούτε δίκες ούτε δικαστήρια… Ωστόσο, εδώ δημιουργείται ένα εύλογο ερώτημα. Αν ζούσαν οι ψυχές μετά θάνατον, δεν θα υπήρχε λόγος να πεθαίνει ο άνθρωπος. Παρόλα αυτά ο άνθρωπος φερόμενος εγωιστικά; συμφεροντολογικά; και με αμετροέπεια; ακόμα και παραφροσύνη επιθυμεί μια τέτοια αθανασία. Όλ’ αυτά σχετίζονται με τον φόβο τού θανάτου και καταλήγουν στην ανορθολογική και παράλογη σκέψη… Αν και πολλοί δεν πιστεύουν στην ανυπαρξία της ψυχής, παρ’ όλα αυτά το θέμα της ύπαρξής της ή όχι είναι και παραμένει πάντα επίκαιρο στις ανθρώπινες αναζητήσεις. Εδώ, θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε την άποψη τού μεγάλου ψυχολόγου C. Jung που λέει ότι: “Η ύπαρξη τής ψυχής ούτε εμπειρικά, ούτε επιστημονικά, ούτε φιλοσοφικά αποδεικνύεται. Το ίδιο και η ύπαρξη τού Θεού”. Επίσης ο επιφανής επιστήμονας Albert Einstein μας λέει: Είμαι ένας βαθιά θρησκευόμενος άπιστος. Δεν πιστεύω σε κανέναν προσωπικό Θεό. Η ιδέα αυτή μου είναι ξένη και μου φαίνεται αφελής. Το θρησκευτικό μου συναίσθημα είναι ο απεριόριστος θαυμασμός μου για τη δομή της φύσης και του κόσμου όπως μας τον αποκαλύπτει η επιστήμη και δεν έχει αυτό καμιά σχέση με τον μυστικισμό”. Έτσι, μπορεί με βεβαιότητα να συλλογιστεί και να υποστηρίξει κανείς, πως η πλειοψηφίες, όποιες κι αν είναι αυτές, μπορεί να πλανώνται· και επομένως “η πλάνη των πολλών δεν πρέπει να θεσμοθετεί δίκαιο”. Ο φόβος τού θανάτου αλλά και της ζωής κατά τον Επίκουρο δημιούργησαν στους ανθρώπους “τα φαντάσματα των θεών”. Ο φόβος αυτός δημιούργησε τη ζωή μετά θάνατον και αυτό “είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών”. Και επειδή αναφερόμαστε στη σκέψη τού Επίκουρου, να πούμε πως η ύπαρξη των θεών σχετίζεται με την μη συμμετοχή τους στο συμπαντικό γίγνεσθαι, και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται ως πρότυπο αυτάρκειας και ελευθερίας. Όσο για τα τυπικά λατρευτικά στους θεούς από τα οποία δεν απείχε, αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την αποδοχή τους, αλλά για να αποφύγει την σύγκρουση με τους άγραφους θεσμικούς νόμους. Οι θεοί λοιπόν είναι “λόγω θεωρητικοί” (Επίκ. Κύριαι Δόξαι,I ) και η γνώση περί αυτών είναι απαραίτητη για τη βίωση τού μακαρίως ζην μέσω της ορθής αντίληψης γι’ αυτούς. Καθ’ ότι η μακαριότητα τών θεών πρέπει να αποτελεί γνώμονα τής ευτυχίας των ανθρώπων και όχι φόβητρο και απειλή για αιώνια τιμωρία με κολασμούς και διαβόλους.
Και θα τελειώσουμε με τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ο οποίος έλεγε: “Εάν ο Απ. Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους, είχε υπόψη του μονάχα τους επικούρειους“ οι οποίοι πίστευαν πως, “ Ἀσεβής δέ οὐχ ὁ τούς τῶν πολλῶν θεούς ἀναιρῶν, ἀλλά ὁ τάς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων” (Επιστ. Προς Μενοικέα 123) Δηλ. Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά εκείνος που προσκολλά στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Μιά και όσα νομίζουν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνήσιες έννοιες, αλλά πλανεμένες υποθέσεις.
● Δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς την άποψη – θέση του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη στο έργο του “Περί ψυχής”. Αν φάνηκε κάτι τέτοιο, έγινε για τον λόγο ότι η αναφορά περιλαμβάνει απόψεις – θέσεις νεωτέρων φιλοσόφων και δεν αναφέρεται στην αριστοτελική ε ν τ ε λ έ χ ε ι α η οποία, εκτός των άλλων, σχετίζεται με την ζωική υπόσταση τής ψυχής η οποία αποτελεί την φαντασία που ερεθίζει και οδηγεί τον άνθρωπο να ενεργεί ανάλογα...