Το Σινά χθες και σήμερα

Πέμ, 07/08/2025 - 21:57

Στην Αίγυπτο έχω βρεθεί αρκετές φορές, κυρίως για λόγους επαγγελματικούς.

Η ιστορία ξεκινάει από πολύ παλιά. Ο Νάσερ, ερχόμενος στην εξουσία, έθεσε ως στόχο του την απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από τη βάση τους στο Σουέζ, κάτι το οποίο κατάφερε μέσα στο 1954. Την ευθύνη για τη διαχείριση και τη συντήρηση της διώρυγας ανέλαβε η αιγυπτιακή Αρχή της Διώρυγας του Σουέζ (SCA), η οποία στη δεκαετία του ᾽70, προκήρυξε ένα διεθνή διαγωνισμό για την προμήθεια μεγάλου αριθμού πιλοτίνων (βάρκες που επιβιβάζουν και αποβιβάζουν τους “πιλότους” στα πλοία που διασχίζουν τη διώρυγα).

Τότε είχαμε ένα εργοστάσιο στη Θήβα που κατασκεύαζε σωσίβιες λέμβους, όπως και μία άλλη ελληνική εταιρεία που έδρευε στα νότια προάστεια. Σε αυτόν τον διαγωνισμό πήραν μέρος πολλές εταιρείες από όλο τον κόσμο και τελικά, ως μειοδότες, επιλεγήκαμε οι δύο ελληνικές.

Με αυτή την ευκαιρία είχα επαφές με τον διευθυντή της SCA, ο οποίος μου ζήτησε μια προσωπική εξυπηρέτηση, να βοηθήσω τον γαμπρό και την κόρη του, που ήταν γιατροί στη Σαουδική Αραβία, και ήθελαν να επισκεφθούν την Ελλάδα. Πράγματι πήγα, τους πήρα από το αεροδρόμιο και τους βοήθησα όσο καιρό έμειναν στην Αθήνα. Ο διευθυντής το θεώρησε υποχρέωση και σε ανταπόδοση μου πρότεινε να με πάει στο Σινά. Ο ίδιος, φυσικά, γνώριζε πόσο σημαντική ήταν η Μονή Σινά για όλους και ειδικά για μας τους Έλληνες, όμως εγώ αρνήθηκα την πρόσκλησή του αφενός γιατί τότε ήμουν πολύ απασχολημένος και αφετέρου νόμιζα ότι ήταν απλώς ένα μοναστήρι, αγνοώντας τη μοναδικότητα και τη σημασία της. Το ίδιο συνέβη και όταν η ενορία μας οργάνωσε εκδρομή στο Σινά και δεν πήγα.

Τον τελευταίο καιρό, που το θέμα της Μονής της Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, πολλές εφημερίδες έκαναν αναφορές και αφιερώματα στο ιστορικό μοναστήρι, μεταξύ των οποίων και η Καθημερινή, που προσέφερε δωρεάν στην κυριακάτικη έκδοσή της, το βιβλίο της Σοφίας Ν. Σφυρόερα, Σινά, το θεοβάδιστο Όρος.

Μελετώντας, λοιπόν, κατάλαβα, δυστυχώς αργά, γιατί ο Αιγύπτιος διευθυντής της SCA θεωρούσε σημαντική την επίσκεψη στο Σινά. Εμείς στα χρόνια του σχολείου δεν μάθαμε τίποτα για το Σινά, το δεύτερο λίκνο του Χριστιανισμού μετά την Κωνσταντινούπολη. Η διδασκαλία των φιλολόγων δεν έφτασε ποτέ μέχρι εκεί και για μας η Μονή ήταν ένα άγνωστο κεφάλαιο.

 

Χερσόνησος του Σινά-Μονή Αγίας Αικατερίνης

Ανάμεσα σε δύο ηπείρους, την Ασία και την Αφρική και τρεις θάλασσες, τη Μεσόγειο, την Ερυθρά και τον Κόλπο της Άκαμπα βρίσκεται η τριγωνική γρανιτώδης χερσόνησος του Σινά, έκτασης 60.000 τετρ. χλμ., περίπου το μισό της Ελλάδας.

Λόγω της θέσης της, λειτούργησε από την αρχαιότητα ως ένα στρατηγικό σταυροδρόμι πολλών λαών και πολιτισμών, αλλά κυρίως το σημείο όπου ο Θεός διάλεξε για να δώσει στην ανθρωπότητα τον Νόμο Του.

Παρεμπιπτόντως, να πω εδώ ότι διαβάζοντας για το νόημα των γεγονότων της Νομοδοσίας και όλης της Παλαιάς Διαθήκης, που φωτίζεται και ερμηνεύεται με την Καινή Διαθήκη, με απασχολούσε από παλιά, πώς εφαρμόζονται όλα αυτά στους ανθρώπους που δεν γνώρισαν τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του. Ρώτησα σχετικά την τεχνητή νοημοσύνη και μου απάντησε ότι το θέμα είναι ανοικτό. Θυμήθηκα το αστείο που κυκλοφορεί, ότι μετά από μερικά χρόνια θα τη ρωτάμε «τι σημαίνει Θεός και πού βρίσκεται;» και θα μας απαντάει «Μιλάς ήδη μαζί του».

Σε αυτή, λοιπόν, την κατάξερη, ερημική και αμμώδη γη, η οποία δεν προσφέρεται για μόνιμη κατοίκηση παρά για τη διαβίωση κυρίως νομάδων, μαρτυρείται η ύπαρξη μοναστικών κοινοτήτων ήδη από τον 3ο αιώνα, αναδεικνύοντας το όρος Σινά ως τον αρχαιότερο τόπο οργανωμένου μοναχισμού της χριστιανοσύνης. Εκεί οικοδομείται και ο πύργος της Αγίας Ελένης, κατά το προσκύνημά της στους Αγίους Τόπους το 326.

Τον 6ο αιώνα, που ο Ιουστινιανός ανήλθε στον θρόνο του Βυζαντίου, ανοικοδομεί την Ιερά Μονή Σινά προς τιμήν της Θεοτόκου, με απόρθητο τείχος και μεγαλοπρεπή ναό σε ρυθμό Βασιλικής. Εντός των τειχών της περιέκλεισε δύο σημαντικούς τόπους της Παλαιάς Διαθήκης: την Άφλεκτη Βάτο και το πηγάδι του Μωυσέως, καθώς και τον πύργο της αγίας Ελένης. Οι Σιναΐτες Πατέρες από τότε ώς σήμερα μνημονεύουν χωρίς διακοπή, επί 1500 χρόνια, στις καθημερινές ακολουθίες: «Υπέρ των μακαρίων και αοιδίμων κτιτόρων της αγίας Μονής ταύτης Ιουστινιανού και Θεοδώρας των αυτοκρατόρων...».

Κατά τον 7ο αιώνα η χερσόνησος του Σινά περιέρχεται στην αραβική επικράτεια και οι χριστιανοί της περιοχής εξισλαμίζονται μαζικά. Η έδρα της Επισκοπής μεταφέρεται από τη Φαράν στη Μονή, με δικαιοδοσία σε όλη τη χερσόνησο του Σινά, ενώ σύντομα ανάγεται σε Αρχιεπισκοπή.

Το Μοναστήρι θεωρείται ιερός τόπος τόσο για τους Χριστιανούς όσο και για τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους. Το 623 μ.Χ., ο Μωάμεθ παραχώρησε στη Μονή προσωπική Διαθήκη (Ahdname), επικυρωμένη με το αποτύπωμα της ίδιας της παλάμης του, με την οποία διατρανώνει την εύνοιά του προς τους μοναχούς, ζητά από τους μουσουλμάνους να τους υπερασπίζονται και να τους αφήνουν απερίσπαστους στα μοναχικά τους καθήκοντα, προστατεύει τη Μονή και την περιουσία της από οποιαδήποτε ζημία και απαγορεύει την είσπραξη φόρων από αυτή. Τον αχτιναμέ σεβάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο σχεδόν όλοι οι επερχόμενοι κατακτητές και το γεγονός της συνυπάρξεως του σιναϊτικού μοναχισμού και των Μουσουλμάνων επί 14 αιώνες, αποδεικνύει τον έμπρακτο σεβασμό του μουσουλμανικού κόσμου προς τις εντολές του Προφήτη του.

Tην περίοδο των Σταυροφοριών, η μονή αποτέλεσε πεδίο συνεργασίας και προστασίας τόσο από Βυζαντινούς αυτοκράτορες όσο και από τους ηγεμόνες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών ήταν ιδιαίτερα τεταμένες.

Κα­τά τη νικηφόρο εκστρατεία του στην Αίγυπτο (1798–1804) ο Ναπολέων Βοναπάρτης, συνεχίζοντας την παράδοση, έθεσε και αυτός τη Μονή του Σινά υπό την προστασία του. Με το «Ασφαλιστήριο Έγγραφό» του, το οποίο φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής, ανεγνώρισε και ανανέωσε όλα τα προνόμιά της, ενώ παράλληλα συνεισέφερε καίρια στην επιδιόρθωση του βόρειου τμήματος του τείχους, μετά από μια καταρρακτώδη βροχή το 1798 και τον ανεξέλεγ­κτο χείμαρρο που προκάλεσε. Αυτή η επισκευή αποτελεί σημείο καμπής για τη Μονή, καθώς τα τείχη προστάτευαν τους ανεκτίμητους θησαυρούς της από πιθανές ληστρικές επιδρομές.

Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, η χερσόνησος του Σινά βρίσκεται στη διοικητική επικράτεια της σύγχρονης Αιγύπτου.

Σήμερα, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Θεοβαδίστου Όρους Σινά είναι ο Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ραϊθώ κ. Δαμιανός.

Αγία Αικατερίνη

Έζησε και μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Γεννήθηκε από ευγενείς γονείς γύρω στα 286 μ.Χ., στα τέλη των διωγμών των ειδωλολατρών βασιλέων κατά των χριστιανών. Προικισμένη με σπάνια ευφυΐα, στα δεκαοκτώ της χρόνια είχε εκπαιδευθεί σε όλες τις επιστήμες της εποχής: φιλοσοφία, ρητορική, ποίηση, μουσική, φυσική, μαθηματικά, αστρονομία, ιατρική, ενώ κατείχε σε βάθος και τη χριστιανική διδασκαλία. Άφθαστη στην ομορφιά, ευγενέστατη στην καταγωγή και ασυναγώνιστη στα πλούτη, υπήρξε νύφη περιζήτητη για τους πλέον επιφανείς άρχοντες.

Το 304 μ.Χ., στη διάρκεια λαμπρής ειδωλολατρικής γιορτής, κατά την οποία όλοι οι πολίτες διατάχθηκαν να προσφέρουν θυσίες στους θεούς,η Αικατερίνα αρνήθηκε με παρρησία ενώπιον του Αυγούστου Μαξιμίνου, κηρύσσοντας Θεό τον Ιησού Χριστό. Ο άρχοντας της αντιπαρέταξε πενήντα διακεκριμένους ρήτορες και τους ανέθεσε να την αποστομώσουν. Αντ᾽ αυτού όμως, πίστεψαν και αυτοί στον Χριστό, από τα επιχειρήματα που αντλούσε η Αικατερίνα από τους ίδιους τους Έλληνες σοφούς, και θανατώθηκαν πάραυτα διά πυρός από τον έξαλλο βασιλιά. Τις επόμενες ημέρες η σύζυγός του και ο πρωτοκλασσάτος στρατηλάτης του με πλείστους στρατιώτες ακολουθούν το παράδειγμά τους, στην ομολογία πίστεως και στον μαρτυρικό θάνατο.

Τέλος, μετά από φοβερά βασανιστήρια, η Αικατερίνα θανατώνεται με ξίφος. Σύμφωνα με την παράδοση, άγγελοι που προσήλθαν, παρέλαβαν το σκήνωμά της και το εναπέθεσαν στην υψηλότερη κορυφή της χερσονήσου του Σινά, που ακόμη και σήμερα αποκαλείται από τους Άραβες Κορυφή της Αγίας Αικατερίνης (Gebel Katrin). Το λείψανο της μάρτυρος φυλασσόταν από τους μοναχούς εκεί για τρεις περίπου αιώνες, μέχρις ότου μεταφέρθηκε στο καθολικό της νεοανεγερθείσης κατά τον 6ο αιώνα ιουστινιάνειας μονής.

Γύρω στα 1025, ο ηγούμενος του Σινά Άγιος Συμεών ο Πεντάγλωσσος μετέφερε λείψανα της Αγίας στη Rouen της Γαλλίας και στην Trèves της Γερμανίας. Η φήμη και η τιμή της διαδόθηκαν πλέον σε όλη την Ευρώπη και η Μονή του Σινά απολάμβανε τον σεβασμό όλων των χριστιανών, και μάλιστα των βασιλέων και ηγεμόνων, όπως φανερώνουν περίτρανα τα πολύτιμα αφιερώματά τους.

Βεδουΐνοι

Οι Βεδουΐνοι της φυλής Γκεμπελία (δηλαδή Ορεινή), σύμφωνα με τη ζωντανή παράδοσή τους, κατάγονται από Ρωμιούς χριστιανούς που έφθασαν στο Σινά την περίοδο ανεγέρσεως της Μονής. Οι σημερινοί Bεδουΐνοι είναι ακριβώς οι εξισλαμισθέντες απόγονοι αυτών και οι δεσμοί τους με τη Μονή διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Η επί 15 αιώνες τώρα συνύπαρξη αυτή, εξισορροπώντας και εξουδετερώνοντας τα προβλήματα που προκύπτουν από τη διαφορά θρησκείας, νοοτροπίας και πολιτισμού, αποτελεί παγκόσμιο παράδειγμα προς μίμηση ειρήνης και αδελφοσύνης. Οι Σιναΐτες μοναχοί ανά τους αιώνες έρχονται αρωγοί σε αυτά τα τέκνα της ερήμου ποικιλοτρόπως. Τους παρέχουν απασχόληση σε εργασίες, στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη, τρόφιμα, ρουχισμό, οικοδομικά υλικά και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Από την άλλη πλευρά, η συμμετοχή των Βεδουΐνων είναι ουσιαστική ακόμη και σήμερα στη φύλαξη της κεντρικής πύλης και όλης της Μονής, στην παρασκευή του καθημερινού γεύματος, στις αναστηλωτικές εργασίες και σε πολλά διακονήματα. Επίσης, αξίζει να μνημονεύσουμε τη μεγάλη πυρκαγιά του 1971, η οποία θα είχε ολέθριες συνέπειες αν και εκείνοι δεν προσέτρεχαν να βοηθήσουν στην κατάσβεσή της.

 

Κειμήλια

Η Βιβλιοθήκη της Μονής έχει συνεχή ζωή, ενώ είναι μία από τις αρχαιότερες και σπουδαιότερες Βιβλιοθήκες του κόσμου σε παπύρους, χειρόγραφα, έντυπα και έγγραφα σε πολλές γλώσσες. Μεταξύ των ελληνικών χειρογράφων διακρίνεται ο περίφημος «Σιναϊτικός Κώδιξ» του 4ου αιώνα και τα εκατό περίπου χειρόγραφα γραμμένα σε μεγαλογράμματη γραφή (7ος-11ος αι.). Τη συλλογή των ελληνικών χειρογράφων διακρίνει τέτοια ποικιλία γραφών, ώστε είναι δυνατόν μόνον με τα σιναϊτικά χειρόγραφα να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή και εξέλιξη της ελληνικής γραφής από τον 4ο αιώνα μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας και αργότερα.

Μεταξύ των κειμηλίων της Μονής, ξεχωρίζει οπωσδήποτε η συλλογή των φορητών εικόνων, η πλουσιότερη αριθμητικά και σημαντικότερη παγκοσμίως. Το Σινά είναι ένας από τους ελάχιστους τόπους όπου σώζονται εικόνες του 6ου και 7ου αιώνα, μέσα στις οποίες και οι παλαιότερες απεικονίσεις του Χριστού και της Θεοτόκου.

Το 2003 η Διεθνής κοινότητα διά της UNESCO ενέταξε την Ιερά Μονή Σινά με όλα τα κινητά και ακίνητα μνημεία της, καθώς και την ευρύτερη περιοχή της, στον κατάλογο μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

 

Κεραυνός εν αιθρία

Πρόσφατα η Ιερά Μονή Σινά βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας λόγω της απόφασης του δικαστηρίου της Αιγύπτου, η οποία αναφέρεται σε αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής. Συγκεκριμένα:

  • Η Μονή και τα ακίνητά της, συνολικά 71 στην Αίγυπτο και σε άλλες χώρες, χαρακτηρίζονται δημόσια περιουσία της Αιγύπτου.
  • Οι μοναχοί δικαιούνται μόνο τη χρήση, δηλαδή μπορούν να υπηρετούν, χωρίς να έχουν πλέον ιδιοκτησιακά δικαιώματα.
  • Τα μη εγγεγραμμένα ή απομονωμένα μετόχια θεωρούνται ότι είναι απόσπαστα στοιχεία του κρατικού εθνικού πλούτου.
  • Το κράτος διατηρεί την αρμοδιότητα συντηρήσεως (π.χ. αρχαιολογικών, αρχιτεκτονικών χώρων) χωρίς να παρεμποδίζει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της.

Αυτή η απόφαση ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων καθώς, σε πρώτη ανάγνωση, θεωρήθηκε ότι ανοίγει την πόρτα για να περάσει ο πλήρης έλεγχος της Μονής στα χέρια του αιγυπτιακού κράτους. Το φως της δημοσιότητας, μάλιστα, είδε σενάριο που αναφερόταν σε μετατροπή της Ιεράς Μονής σε μουσείο, γεγονός που έκανε πολλούς να μιλούν ακόμα και για κλείσιμό της μετά από 15 αιώνες λειτουργίας. Σκέφτεται κανείς μήπως στο πίσω μέρος του μυαλού τους είναι η τουριστική αξιοποίηση της περιοχής, μιας και ο τουρισμός, ειδικά για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι σπουδαίος παράγων οικονομικής και όχι μόνο ανάπτυξης.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές έγινε γνωστή η τελευταία εξέλιξη στο θέμα: Το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας προχωράει στη σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Όρους Σινά», με βάση νομοσχέδιο που φέρνει στη Βουλή. Τι σημαίνει αυτό; Πως με τη νομοθετική ρύθμιση η Μονή Σινά πλέον θα έχει νομική υπόσταση στη χώρα μας, κάτι που δεν υπήρχε πριν.

Αυτό που μπορούμε, μεταξύ άλλων, να κάνουμε εμείς είναι αφενός να διατηρήσουμε τις καλές σχέσεις με την Αίγυπτο και αφετέρου να αφυπνίσουμε την παγκόσμια κοινότητα, τονίζοντας ότι η Μονή της Αγίας Αικατερίνης αποτελεί σύμβολο της διαρκούς σύνδεσης και της ειρηνικής συνύπαρξης Χριστιανισμού, Ιουδαϊσμού και Ισλάμ και επίσης φυλάσσει όχι μόνο την ορθόδοξη πίστη αλλά και την πολιτιστική μνήμη.

Τελειώνω με μία φράση του Σεβασμ. Μητροπολίτη Σιγκαπούρης και Νοτίου Ασίας κ. Κωνσταντίνου, σε πρόσφατη ανάρτησή του για το θέμα μας, που νομίζω ότι αξίζει να τη διαβάσετε ολόκληρη: «Η παράδοση δεν είναι φορτίο. Είναι πυξίδα. Και χωρίς πυξίδα, η έρημος δεν έχει έξοδο».

 

Πηγές: https://www.sinaimonastery.com, Σοφία Ν. Σφυρόερα, ΣΙΝΑ, ΤΟ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟ ΟΡΟΣ, Μητροπολίτης Σιγκαπούρης και Νοτίου Ασίας κ. Κωνσταντίνος, Στο Σινά, η Αγία Αικατερίνη ανασαίνει ελληνικά, https://www.huffingtonpost.gr/author/ Konstantinos-tsilis

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες απόψεις: Του Βύρωνα Τομάζου