
Mπορεί η πανδημία να ανέτρεψε την καθημερινότητα και τις μετακινήσεις μας, όμως ευτυχώς δεν φρέναρε τα… μυαλά μας. Ή, αν θέλετε, τα μυαλά όσων ασχολούνται με το γράψιμο, παρά το ότι αυτός ο χρόνος αποχής από κάθε πολιτιστική και πνευματική δραστηριότητα, ήταν οδυνηρός για όλους.
Όμως η ποίηση είναι η ζωή και η ζωή συνεχίζεται μέσα από τις εμπνεύσεις όλων όσοι δεν το βάζουν κάτω και μοιράζονται μαζί μας την αισιοδοξία τους για το αύριο. Αλλά και καυτηριάζουν την αδικία που είναι δεδομένη σε πολλές περιπτώσεις της καθημερινότητάς μας.
Ένας από αυτούς τους δικούς μας ποιητές, ο παλιός συμμαθητής και αγαπητός φίλος, Μανώλης Γούτης, συνταξιούχος πλοίαρχος μεν αλλά με την άγκυρα του μυαλού του πάντα στο όκιο και όχι ριγμένη σε κάποιο λιμάνι ή αρόδου. Το ποιητικό βαπόρι του Γούτη ταξιδεύει εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε ανταριασμένα αλλά και σε ήρεμα νερά και σε θάλασσες γνωστές και άγνωστες. Ανεξάντλητη η ποιητική φλέβα του είναι ανακατεμένη με το αλμυρό και θαλασσινό νερό, αφού σ’ αυτό έχει ιδιαίτερη προτίμηση.
Όλοι οι ποιητές από κάποιους άλλους επηρεάζονται και είναι φανερό, σε πολλά ποιήματα, ότι ο Μάνος Γούτης επηρεάστηκε από το Νίκο Καββαδία, έχοντας όμως το δικό του τρόπο να παραθέτει τις λέξεις τη μία κοντά στην άλλη και να μας δίνει ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Και το σπουδαιότερο είναι στην ποίηση του Γούτη ότι είναι σοφόν το σαφές, χωρίς να αναρωτιόμαστε «τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο Γούτης τα λέει όλα καθαρά και ξάστερα και μας μεταφέρει σε αμαρτωλά λιμάνια, σε έρωτες ανομολόγητους, σε μεθυσμένες θάλασσες, σε λαβωμένες εποχές.
Οι στροφές των ποιημάτων του σε σκλαβώνουν, σε συγκινούν, σε ανατριχιάζουν, σε ανακουφίζουν. Κάθε γραμμή αποτυπώνεται στο μυαλό σου χάρη στην ελκυστική παράθεση των λέξεων. Και, πραγματικά, χαίρεσαι να διαβάζεις τα ποιήματα του Γούτη όχι αποκλειστικά μόνο μία φορά αλλά να επανέρχεσαι σ’ αυτά γιατί νιώθεις ότι βιώνεις κι εσύ όλα όσα αναφέρονται σ’ αυτά. Σε ξεκουράζουν και σε ταξιδεύουν εκεί που ποτέ εσύ ο ίδιος δεν μπόρεσες να πας…
«… με τα ραγισμένα μου κουπιά συνεχίζω το οδοιπορικό της πλεύσης. Ακροβάτης του χωροχρόνου στη γοητευτική περιπέτεια του πεπρωμένου…»
«Μπλέχτηκε η άγκυρα βαθιά μες του βυθού το μαγυασίλι. Και ξύπνησε η Γοργόνα απ’ το λήθαργό της, μέσα απ΄ το κοχύλι. Στη σκοτεινιά της γέφυρας, στου μπούσουλα τη θαμπολάμψη, του τιμονιέρη η μορφή, σαν τ’ Άγιου το εικόνισμα, τους τρέχει ένα δάκρυ»…
«Τα φώτα βουρκώσαν στο αμαρτωλό απόκρυφο λιμάνι, πρυμνοδετήσαν οι καημοί στις δέστρες της αναμονής. Η τσιμινιέρα έβγαλε καπνό σαν αναστεναγμό απ΄ το σκαρί που βαλαντώνει. Άφωνα πρόσωπα λοξοδρομούν στης νύχτας το πέπλο που ζυγώνει».
Η συλλογή διατίθεται δωρεάν.
Του Δημήτρη Φρεζούλη







































