
Από τον ποιητή και πρώην Πρόεδρο του Ομηρείου και αντιδήμαρχο Πολιτισμού Αντώνη Λάρδα η παρακάτω κρίση του για το βιβλίο «Χίος, η ζωή στην Κατοχή»:
«Εδώ και πολλά χρόνια ο Δημήτρης Φρεζούλης αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα και από απλός παρατηρητής της καθημερινότητας να γίνει ο χρονικογράφος της. Έτσι ξεκίνησε και συνεχίζει ακούραστα να γράφει τα «Καθημερινά» τα οποία εκδίδονται πια σε βιβλία. Τα «Καθημερινά» δεν είναι μόνο όσα βλέπει κι ακούει από το παρατηρητήριό του αλλά ένα είδος ανταποκρίσεων στο μέλλον για όποιους θα ‘θελαν να μάθουν για τη ζωή των Χίων στη Χίο, μιας μεγάλης χρονικής περιόδου.
Αργότερα άρχισε να εκδίδει σε βιβλία τον βίο και την πολιτεία αξιόλογων κατά τη γνώμη του συμπολιτών μας. Ήταν η μεταφορά στο χαρτί της τηλεοπτικής εκπομπής του «Ανθρώπινες Διαδρομές».
Πριν 2-3 χρόνια είχε μια μοναδική απροσδόκητη έμπνευση που την υλοποίησε στο βιβλίο του «Τα σινεμά στη Χίο». Ξέρουμε ότι ο κινηματογράφος είναι βιομηχανία ακόμη κι ένα εργαλείο πολιτικής προπαγάνδας αλλά πάνω απ’ όλα είναι τέχνη που συγκινεί γοητεύει συναρπάζει και μ’ αυτή την τέχνη μεγάλωσαν γενιές και γενιές.
Πρόσφατα έδωσε ζωή σε μια ακόμη εύστοχη έμπνευσή του. Κυκλοφόρησε το πόνημα «Χίος η ζωή στην κατοχή». Η λέξη πόνημα, όπως ξέρουμε, προέρχεται από τη λέξη πόνος δηλαδή από την κούραση, τον ιδρώτα μιας πνευματικής εργασίας.
Τούτη τη φορά περπάτησε στα πικρά χρόνια της κατοχής κι αυτή η διαδρομή του μας έδωσε στην κυριολεξία μια βίβλο εκείνων των γεγονότων. Φυσικά έχουν γράψει κι άλλοι για εκείνη την ανείπωτη δυστυχία. Αλλά ο Δημήτρης συνέλεξε σαν μυρμήγκι ή σαν μέλισσα όλα τα σημαντικότερα στοιχεία κι έφτιαξε έναν ολοκληρωμένο πίνακα από ψηφίδες όπως τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής. Γι’ αυτό λέω είναι μια βίβλος της πείνας της δυστυχίας της συμπεριφοράς των Γερμανών, της ύπαρξης ρουφιάνων, των άλλων που με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά όχι δωρεάν, μετέφεραν μισοπεθαμένους από την πείνα στα μικρασιατικά παράλια κι εκείνων των θαρραλέων που έπαιξαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα για να ανυψώσουν το ηθικό του λαού και να βλάψουν τους κατακτητές. Επί πλέον αυτό που μ’ ευχαριστεί σ’ αυτό το βιβλίο είναι η ρέουσα γλώσσα η ρέουσα γραφή που έχει κατακτήσει ο Δημήτρης και κάνει το πόνημα ευχάριστο στην ανάγνωση, χωρίς φιοριτούρες, σημειώσεις και υποσημειώσεις που δυσκολεύουν τον αναγνώστη τέτοιων βιβλίων.
Με άλλα λόγια όταν ξεκινάς την ανάγνωση δεν την διακόπτεις με αναβολές. Τέλος, εγώ που συγκινούμαι από τις φωτογραφίες αν και δεν μπορώ να φωτογραφίσω ένα ακίνητο άγαλμα, άκουσα προσεκτικά όσα μου ψιθύρισαν αυτές που δεν στολίζουν το βιβλίο αλλά είναι δομικά υλικά του. Όλα αυτά αν τα προσθέσεις έχεις μπροστά σου μια αφιερωματική δουλειά που σου μεταφέρει άμεσα τον πόνο, το φόβο, την τραγωδία, τις λαχτάρες, τις μικρότητες, την αφοβιά και τέλος την ανακούφιση ενός λαού που για χρόνια τον καταπλάκωνε η σκλαβιά.
Ελπίζω κι εύχομαι ο Δημήτρης να 'χει κι άλλες εμπνεύσεις και πολύ κουράγιο ακόμα να φέρνει αξιόλογα γεγονότα στο φως που εμείς περνάμε από δίπλα τους αλλά δεν τα προσέχουμε».







































