Τιμή και δόξα στους πρόσφυγες του ‘22! Το παρόν κείμενο σκοπεύει να παρουσιάσει την τεράστια συμβολή των Μικρασιατών ψαράδων, με καταγωγή από την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ στην ελληνική αλιεία και οικονομία.
Όταν ξεκινούν τα μελτέμια να δροσίζουν τον ακάματο μαστιχοκαλλιεργητή του Χιώτικου νότου ζυγώνουν οι μέρες μνήμης της Μικρασίας. Γιατί η Μυροβόλος Χίος σεμνύνεται να έχει στους κόλπους της έναν προσφυγικό συνοικισμό που κάποτε πολλαπλασίασε τους ιχθείς και χόρτασαν τα πλήθη των πενήτων, όπως ακριβώς στο θαύμα των Ευαγγελιστών.
Αν το ένα προνόμιο της Χίου είναι η μαστίχα, το άλλο είναι η γειτονία της με την γη της Ιωνίας. Για τον Ηλία Βενέζη, αυτά τα βουνά, αυτά τα ρημονήσια και οι βράχοι είναι οι ρίζες, η κοιτίδα, η παράδοση του Ελληνισμού. Εκεί οι πατέρες μας είχαν μορφώσει ένα ύφος «παλικαρίσιας» ζωής. Αυτά τα νερά είναι η καταγωγική κοιτίδα της ξακουστής Χιώτικης ναυτιλίας, εκείνο τον καιρό, τον 19ο αιώνα, ακόμα περιορισμένης στο κοντραμπάντο και το λαθραίο ψευτοεμπόριο: «πήγαιναν δυο-τρεις οκάδες ζάχαρη και καφέ, φέρναν ζωντανά…» Και όταν το ρεύμα της Ιστορίας έφερε το κύμα των ξεριζωμένων, κυνηγημένων ανθρώπων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου «τότε οι αρμοί που ήταν έτοιμοι δέσαν τους ανθρώπους απ’ τις δύο όχθες σ’ ένα σύνολο οργανικό, τα αίματα ανακατεύτηκαν με τρόπο γόνιμο-η γη, οι άνθρωποι, η τέχνη, όλα πήραν αέρα αναγεννητικό» γράφει ο Αϊβαλιώτης λογοτέχνης.
Ένα ορόσημο για την ελληνική ψαροσύνη ήταν η μικρασιατική καταστροφή: Σημαίνει το πέρασμα των ψαράδων από τον αλιευτικό μεσαίωνα στην μοντέρνα εποχή. Για πολλούς αιώνες πριν η πλούσια κληρονομιά της Ελληνορωμαϊκής περιόδου σε αλιευτικές τεχνικές και βιβλιογραφία είχε επισκοτισθεί. Όπως δείχνουν τα αρχεία των μονών του Αγίου Όρους, το ψάρεμα με την κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σημείωσε καθυστέρηση. Ακόμα και μετά την εθνική απελευθέρωση διατήρησε την πρωτόγονη μορφή αναιμικής βιοτεχνίας με πενιχρή απόδοση. Ξένοι περιηγητές που επισκέπτονται τα νησιά του Αρχιπελάγους μένουν έκπληκτοι απ’ την εντυπωσιακή έλλειψη ψαριών στο διαιτολόγιο των νησιωτών. Αρκετοί θα θεωρήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου «ολιγοτροφική» σε αντίθεση με τις τουρκικές ακτές που οι ντόπιοι τούς λένε πως είναι πλούσιες. Στη Χίο του 19ου αιώνα ο Hubert Pernot μνημονεύει σε μια πολύμηνη διαμονή του μόνο μια φορά κατανάλωση ιχθυηρών.
Παρόλη την κακοδαιμονία, που προερχόταν απ’ την εγκατάλειψη των παραλιακών οικισμών λόγω πειρατείας, το ψάρεμα επιβίωνε σε κάποιες κλειστές θάλασσες, όπως στον κόλπο Καλλονής, στην Μυτιλήνη, αλλά και στην λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Αλλά εκεί ακριβώς που η θάλασσα φαινόταν να δίνει πλούσια τα αγαθά της, ερχόταν μια αρχαία μάστιγα να κάνει τη ζωή ανυπόφορη για τους ψαράδες: Ήταν η ελονοσία. Απόσπασμα του Πλοηγού Ελληνικών Θαλασσών του 1945 περιγράφει «ιχθυοτροφεία, λιμνοθάλασσες και ελώδεις εκτάσεις, από των οποίων ελώδεις πυρετοί καθιστούν ολόκληρον την γύρω των περιοχήν εξαιρετικά ανθυγιεινήν, κατά Αύγουστον και ιδιαιτέρως τον Σεπτέμβριον…Παρά τους καλαμώνας των εκεί ελωδών εκτάσεων το άπειρον πλήθος των υπεριπταμένων κωνώπων καθιστά σχεδόν αδύνατον την εκεί παραμονήν». Είναι σπουδαίο να γνωρίζουμε ότι μέχρι το 1920, η μέση κατανάλωση αλιευμάτων ανερχόταν σε 10 κιλά το χρόνο, ανά άτομο. Πολύ χαμηλή! Και μη ξεχνάμε ότι δεν συνοδεύονταν τουλάχιστον από σημαντική κατανάλωση άλλων ζωικών πρωτεϊνών. Ο δυτικός Η. Pernot έπρεπε να αναμένει, προκειμένου να τραφεί με κρέας, την σύλληψη μικρόπουλων από ξοβεργάρηδες.
Τι ήταν το ψάρεμα πριν τον ερχομό των ψαράδων από απέναντι; Ήταν θέμα ζωτικής σημασίας για τον Έλληνα ακτήμονα, τον Έλληνα που δεν διέθετε γη, να σκέφτεται τον γιαλό σαν πόρο που θα μπορούσε να τον ανακουφίσει απ’ το φάσμα της λιμοκτονίας, έστω και προσωρινά. Όταν πρωτοήλθα στο Πυργί των Μαστιχοχωρίων, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η έμφαση που δίνανε στην λέξη «ποτέ!» όταν ρωτούσα αν το Πυργί είχε ψαράδες. Το Πυργί, σαν αρχαίο χωριό της βαθιάς Ελλάδας, συνέχισε να διατηρεί την πλατωνική παράδοση της ψαροσύνης ως μιας, μη ελευθέριας, βάναυσης απασχόλησης για απόρους. Η μαρτυρία της αείμνηστης πληροφορήτριάς μου Ειρήνης Κούγιαβλου εδώ είναι εναργής: Σε αντίθεση με το κυνήγι που οι αριστοκρατικές οικογένειες του Πυργίου μπορούσαν να ασκούν ως μια δραστηριότητα κύρους, ισχύος και ευγένειας, το ψάρεμα εξασκούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ανθρώπους ταπεινής καταγωγής. Μου αναφέρει δύο περιπτώσεις: Έναν που ακρωτηριάστηκε από δυναμίτη, όταν πήγε να βγάλει ψάρια για το τραπέζι αρραβώνων συγγενή του κι έναν μειωμένου καταλογισμού και με τάση για επαιτεία: «Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο γιαλό, για να ρίχνει τις πετονιές για κάνα μουγκρί, να ξεκολλούσε καμιά πεταλίδα, κάνα αχινό…»
Ο Τάσος Ζάππας, ο αγνοημένος μνήμων των «Ψαράδων»(1972) υποστηρίζει μια παρόμοια προσέγγιση: «Στις αρχές του αιώνα στον Ευβοϊκό, οι λιγοστοί ψαράδες του τόπου δεν είχανε μεγάλη ψαράδικη πείρα, μήτε σπουδαία σιρμαγιά. Ήταν εκείνο τον καιρό, πολύ καθυστερημένη η ψαράδικη τέχνη. Επόμενο να χρειαζόταν πολύ ιδροκόπι για να βγει το καρβέλι κι ας είχε πλούτος τούτος ο κόρφος» Το σύνολο των ψαράδων στην Ηπειρωτική Ελλάδα μιλούσε την αρβανίτικη διάλεκτο όπως μνημειώνει στους διαλόγους των «χταποδάδων» ο Ευβοιώτης λογοτέχνης σε κείμενό του στο περιοδικό αλιεία (1970) Στο «αλιευτικό χρονικό του Ευβοϊκού» (1968) ο Ζάππας σκιαγραφεί την σιωπηρή επανάσταση που σημειώθηκε με την είσοδο των ψαράδων από την Αγία Παρασκευή. Δεν φέρανε μόνο νέα εργαλεία αλλά ένα καινούργιο φαντασιακό για τη θάλασσα: Ως τότε όλοι ψάρευαν στα «κατάγιαλα», δίπλα στην ακτή. Στον πρώτο διωγμό που υπέστη το χωριό της Αγίας Παρασκευής, το 1916-18, οι ανεμοτρατάρηδες Νίκος Ποδαράς και Ευάγγελος Κούτουκας φέρνουν την πρωτοποριακή ανεμότρατα. Οι Τσεσμελίδες, για δεκαετίες στάθηκαν, αναγνωρίζει ο συγγραφέας, οι πιο φημισμένοι ανεμοτρατάρηδες με τη μακριά τους παράδοση και πείρα. Όπως και στη Χίο, έτσι και στην Ερέτρια εγκαθίστανται οικογένειες που ανέλαβαν τα δύσκολα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή να ταΐσουν με τις άφθονες ψαριές τους τα πεινασμένα στόματα των προσφύγων. Ο Ζάππας μνημειώνει την συμβολή των ανεμοτρατάδικων οικογενειών της Ερέτριας Ορφανού, Μανίκα, Ξυλά, Γιαγκουδάκη, Υψηλάντη, Καριόλακα, Οικονόμου. Κάποια επώνυμα τα αναγνωρίζουμε και ως Χιώτικα! Τα καΐκια δούλευαν πάντα ζυγά. Εκείνες οι ανεμότρατες έριχναν την τράτα τους στο βυθό και τις δύο άκρες του συρματόσκοινου τις έδεναν στην πρύμνη-από μια σε κάθε καΐκι.
Μαζί με τις ανεμότρατες έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους και τα γρι-γρι. Η ίδια η λέξη, παραφθορά ίσως από το «γυρί-γυρί», τον κύκλο των διχτυών, εννοιολογεί μια σειρά τεχνικών οι οποίες κοινό έχουν ένακυκλικό δίχτυ που καλάρεται γρήγορα από ένα μεγάλο καΐκι (ψαροπούλα) με γερή μηχανή. Η εμφάνιση του γρι-γρι έλυσε και το σοβαρό πρόβλημα εξεύρεσης δολώματος για τα παραγαδιάρικα που λυνόταν δυστυχώς πριν το 1922 μόνο με χρήση δυναμίτη. Από τότε ξεκινά η συνεργασία των παράκτιων ψαράδων με τη μέση αλιεία: Oι ψαράδες θα περιμένουν έκτοτε την πρώτη καλάδα του γρι-γρι για να προμηθευτούν ένα κασάκι γαύρο ή σαρδέλα για να δολώσουν τα μέτζα / σκαθαρωτά παραγάδια τους και να τα ρίξουν νωρίς το πρωί.
Οι Μικρασιάτες ψαράδες, με τον προσανατολισμό τους στην ανοιχτή θάλασσα εκσυγχρόνισαν τα παλιά αλιευτικά ήθη τα οποία κατέληγαν σε βίαιες αυτοδικίες, θύμα των οποίων υπήρξε ο πατέρας του σπουδαίου θαλασσογράφου. «Οι παλιοί μικροψαράδες με τα δίχτυα κάνανε το λάθος να πιστεύουνε, γράφει ο Ζάππας, πως οι ψαρομεριές, τα «καρτέρια», αποτελούνε χτήμα τους, λες και το είχανε με συμβόλαιο στην κατοχή τους, όπου κανείς άλλος διχτάς δεν είχε δικαίωμα να πάγει να ρίξει δίχτυα. Αν κάποιος παράβαινε τον αυθαίρετο νόμο της νομιζόμενης ιδιοκτησίας τους, που μονάχοι τους τον είχαν σοφιστεί, πήγαιναν και του ρίχναν μπροστά, κολλητά, άλλο δίχτυ να τού το φράξουν. Τον ξένο ψαρά τον τρομοκρατούσαν με πράξεις βίας, με ξυλοδαρμό, με εμβολισμό και με ποινές ακόμα βαρύτερες και κολάσιμες.»
Η Μικρασιατική καταστροφή (1922) υπήρξε σταθμός για την ελληνική αλιεία. Σημαντικός αριθμός ομογενών αλιευτικών πληθυσμών που μέχρι τότε κατοικούσαν στα παράλια του κόλπου της Ερυθραίας, ρίφθηκε στις ελληνικές ακτές. Ο πληθυσμός αυτός, δραστήριος, δημιουργικός και εργατικός, εισήγαγε μια σειρά από τεχνικές και νοοτροπίες που άλλαξαν τον τρόπο που οι ψαράδες έβλεπαν την θάλασσα. Οι αλλαγές περιλάμβαναν και την ψυχοσύνθεση: O ψαράς μέχρι τότε ήταν ο παράκτιος ψαράς. Σπάνια ανοιγόταν στο πέλαγος. Δεν είχε επαγγελματική περηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Τα παραπάνω αντανακλούσαν ανθεκτικές πολιτισμικές πεποιθήσεις, ήδη παρούσες στα Ομηρικά έπη. Η ελληνική λογοτεχνία, στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέχιζε να καλλιεργεί το στερεότυπο του βασανισμένου ψαρά. Ο Λάμπρος Πορφύρας στο ποίημα του «Φωνές της θάλασσας» μας καλεί να πιούμε το κρασί μας μαζί με «σκυφτούς ψαράδες, μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια» ενώ ο Γιάννης Περγιαλίτης στις «Γραμμές στην αμμουδιά» μας μιλά για «τον γέρο-ψαρά, που με το ξεροβόρι ή με το λιοπύρι, ως το μεσημέρι πάνω στις ξέρες, ώρες σκυμμένος, ασάλευτος, εψάρευε, και ξεπαγιασμένος, ξυλιασμένος ή μουσκεμένος στον τίμιο ιδρώτα του γύριζε τις απόκεντρες γειτονιές του νησιού για να οικονομήσει το καθημερινό ψαράκι της ψαροφαμίλιας του.
Με την εμφάνιση των Μικρασιατών στον χάρτη της ελλαδικής αλιείας το στερεότυπο αναδιοργανώνεται. Ο απομονωμένος και παρίας ψαράς αντικαθίσταται από την εξωστρεφή κοινότητα ψαράδων όπου εντός της ενθαρρύνονται η πρωτοβουλία, η παραγωγή καινοτομιών, η καλλιέργεια μιας αισιόδοξης κουλτούρας. Η περηφάνια του ψαρά, τόσο διθυραμβική στο δημοφιλές άσμα για τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, εδράζεται στην επιτυχία αυτής της επαγγελματικής ομάδας να ταΐσει με τα ψάρια της χιλιάδες πρόσφυγες την κρίσιμη περίοδο των πρώτων χρόνων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, η αφθονία των ψαριών ήταν παροιμιώδης και οι ψαράδες τροφοδοτούσαν τον κόσμο με τα πιο εκλεκτά ψάρια σε ποσότητες που ουδέποτε είχαν εμφανιστεί στο παρελθόν. Τα καινούργια εργαλεία που έφεραν οι Μικρασιάτες εκμεταλλεύτηκαν παρθένους αλιευτικούς θύλακες αλλά και είδη ψαριών τα οποία αν και ενδημούσαν στην ελληνική επικράτεια, εντούτοις δεν είχε καταστεί δυνατόν να αλιευτούν σε σοβαρές ποσότητες λόγω ακατάλληλων τεχνικών. Γρήγορα τα νέα διαδόθηκαν και στους ντόπιους και τους έδωσαν τη δυνατότητα να κερδίσουν πιο άνετα το ψωμί τους.
Αρκετοί ψαράδες του Σαρωνικού έθρεψαν τις οικογένειές τους μετά το 1922 με καινότροπα θαυματουργά εργαλεία που έφεραν οι Τσεσμελίδες ψαράδες. Μια ωραία περιγραφή ενός τέτοιου εργαλείου, της ζόκας, τη χρωστάμε σε κείμενο του Σαματούρα, έναν πρώιμο sportman της ερασιτεχνικής αλιείας: «Τα άλλα εργαλεία ήταν γι’ αυτόν μόνο για πλάκα. Όταν τέλειωνε με το αρμάτωμα της ζόκας του πήγαινε με την τραγίνα (καλαμαριέρα) να πιάσει δόλωμα, χταπόδια μεγάλα και μικρά στο Ρηχό. Κάθονταν και τα ξεπέτσιαζε μαστορικά για να δολώνει τις ζόκες του μ’ αυτά. Μετά έπαιρνε τα εργαλεία του, σήκωνε το λατίνι και αρμένιζε για τα γνωστά του σημάδια. Όταν κοντοζύγωνε έκανε τον σταυρό του γυρίζοντας τα μάτια του κατά τον ουρανό. Άναψε το τσιγάρο του και με λίγες κουπιές έφτασε γιομάτος ελπίδες στα σημάδια του. Πάτωσε τη ζόκα του μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας. Σκαντζάρει τραβώντας λίγες κουπιές. Την ξαναπατώνει και κάνοντας τον σταυρό του παρακαλάει τον Άη- Νικόλα να κάνει κουμάντο. Το θαύμα δεν άργησε να γίνει. Μόλις η ζόκα του με τους 4 κλέφτες άγγιξε το βυθό, όρμισαν τα ψάρια να τη φάνε. Τραντάχτηκε ολάκερος απ’ τα τσιμπήματα. Άρχισε να λεβάρει τα μπόσικα στην αρχή κι ύστερα την ασήκωτη πια ζόκα του. Όταν καμιά φορά ξενέρισε τη ζόκα, άπλωσε τη φαρδύστομη και βαθυσάκουλη απόχη του και κουκούλωσε μ’ αυτήν το τσαμπί με τις σφυρίδες που ήταν καρφωμένες στη ζόκα και στους κλέφτες της. Ξαγκίστρωσε μάνι μάνι τα ψάρια και τα’ ριξε στα πανιόλα της πλώρης. Ίσιωσε τα στραβωμένα αγκίστρια, τα νετάρισε και τα ξαναδόλωσε με χταπόδι, προσεκτικά και όλα τούτα με ταχύτητα αστραπής». Ο παραπάνω πρόσφυγας κατάφερε και βιοπορίστηκε με την πολύτεκνη φαμελιά του από την μικρασιάτικη ζό(γ)κα.
Οι μικρασιάτες έφεραν επίσης στην Ελλάδα την καλαμαριέρα (καυτερό ή τραγίνα), ένα μικρό μολυβένιο αδράχτι το οποίο στο κάτω μέρος φέρει ένα στεφάνι από μυτερές βελόνες, συνήθως από στραβωμένα τσαπαρίσια αγκίστρια,στραμμένες προς τα πάνω. Γύρω απ’ τον κορμό της καλαμαριέρας συνήθιζαν να τυλίγουν λευκό πανί. Οι ψαράδες που εξορμούσαν κατά τις φεγγαρόφωτες νύχτες του φθινοπώρου άφηναν την καλαμαριέρα να φτάσει μέχρι το βυθό κι έπειτα τραβούσαν κι άφηναν εναλλάξ το νήμα μέχρι τη στιγμή που το αυξημένο βάρος στο νήμα σήμαινε ότι έχει προσκολληθεί καλαμάρι. Με το απότομο τράβηγμα του ψαρά, τα βελόνια διαπερνούσαν και συγκρατούσαν το καλαμάρι και ο ψαράς το ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι το 1930 υπήρχε τέτοια πλησμονή κεφαλόποδων που σύμφωνα με τις μαρτυρίες προκαλούσαν την απελπισία των καθετατζήδων. Οι σουπιές και τα καλαμάρια που καιροφυλακτούσαν λίγα μέτρα απ’ τον πυθμένα δεν άφηναν να πατώσουν οι καθετές και αρπάζοντας τα δολώματα κόβανε και τις πετονιές! Οι λίγοι που κάτεχαν αυτό το άγνωστο εργαλείο εκτός από το γέμισμα μέσα σε λίγη ώρα του πανεριού τους με μισόκιλα καλαμάρια εισέπρατταν και τις ευχαριστίες επειδή καθάριζαν τον βυθό απ’ τα θρασύτατα κεφαλόποδα.
Μια επίσης σημαντική καινοτομία των προσφύγων ψαράδων ήταν η εισαγωγή στις λιμνοθάλασσες της Ελλάδας μιας παγίδας με δίχτυα που ονομάζουν οι ψαράδες «Νταλιάνι». Μνημονεύεται ότι προκειμένου για τον Αμβρακικό κόλπο, τον συγκεκριμένο τρόπο ψαρέματος έφερε ένας ψαράς πρόσφυγας, απ’ την Μικρά Ασία ονομαζόμενος Κόκκης και τον δίδαξε στους ψαράδες της Πρέβεζας. Αλλά ακόμα και στο ερασιτεχνικό ψάρεμα απ’ την ακτή φαίνεται πως σημαντικό μέρος των τεχνικών που χρησιμοποιούνται σήμερα εφευρέθηκε ή τελειοποιήθηκε από μικρασιάτες αστούς, πρώιμους sportmen: Σε πρόσφατη μαρτυρία (Καράτσαλος, 2005) αναφέρεται ότι «το παραδοσιακό ψάρεμα με δόλωμα σαρδέλα και μαλάγρωμα διαδόθηκε πρώτα στην Πάτρα και μετά σ’ όλη τη Δυτική Ελλάδα από γεροντάκια, μικρασιατικής καταγωγής»
Οι Τσεσμελίδες εκτός από αποτελεσματικοί ψαράδες διέθεταν ναυπηγική τεχνογνωσία. Τα σκάφη τους, τα τσερνίκια, οξύπλωρα και οξύπρυμνα σκαριά αλλά και κουρίτες, αναγνωρίζονταν για την ασφαλή ναυσιπλοΐα από αλιευτικό Δήμο και ένα σοφιστή σαν τον ποιητή Σεφέρη ο οποίος σημειώνει σε ημερολόγιο:
«Το πρωί Κολύμπι. Ένας ψαράς πέρασε και πρότεινε ψάρια. Το πλεούμενο του, κουρίτα.» Ο ποιητής που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στις ακρογιαλιές της Σμύρνης παρατηρεί: «Δεν τα ξέρουν εδώ αυτά τα σκαριά. Όσους ρώτησα, μ’ αποκρίθηκαν: ‘‘Kάτι σαν γόνδολα’’. Τον ρώτησα κι αυτόν: -Πώς το λες το καΐκι σου; -“Κουρίτα’’, μ’ αποκρίθηκε. Κατάλαβα πως ήταν Μικρασιάτης. Του έκανα κι άλλες ερωτήσεις, ξέροντας τι θα μ’ απαντήσει. Ευχαριστημένος που μ’ απαντούσε αυτό που περίμενα: -Ταξιδεύει με πανί; -Πώς, πετάει! Μ’ αυτό ήρθα από τη Σμύρνη, από το Εγγλεζονήσι... -Χωρίς καρένα, βάζεις σαβούρα; -Σ’ αυτά δε βάζουν σαβούρα. Με το πανί, το πλευρό τους κάνει καρένα.. Και μόνο απ’ τη Σμύρνη εδώ; Αυτό στα ’13 πήγε στην Αίγυπτο με τέσσερεις-πέντε άλλες. Είναι το μόνο που γύρισε. Τα πήγαιναν στο Νείλο και τα πουλούσαν- δες τα στραβόξυλά του…
Κοίταξα. Χάρηκα το καλό φτιάξιμο, το ωραίο παλιό ξύλο. Στην πλώρη και στην πρύμη τα σκαλίσματα μου έφεραν παλιές εικόνες. Το είδα αυτό το πλεούμενο με τόση χαρά.»
Ο Νομπελίστας λογοτέχνης δεν είχε άδικο. Παλαιότατη παράδοση είχαν οι Πρόσφυγες εκτός από την ψαροσύνη και στη ναυπηγική. Οι Ερυθραίοι θεωρούνται εφευρέτες της διήρους, ενός τύπου πλοίου ανάμεσα στην πεντηκοντόρο και την τριήρη Η θάλασσα όμως με τα ψάρια της υπήρξε ανέκαθεν μία από τις δύο κύριες πηγές ευζωίας των κατοίκων της Αγίας Παρασκευής –η άλλη ήταν η σταφιδοκαλλιέργεια. Αποτελούσε τον περίγυρο μιας αγροτικής κοινωνίας που ζούσε σε ένα τόπο «ωσάν να ήτο νησί». Το χωριό της Αγίας Παρασκευής του Τσεσμέ (Κιόστε), σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την πόλη, ήταν ακμαιότατο παραλιακό ναυτοχώρι, με ξεχωριστή δράση, καθώς ήταν το μόνο χωριό στα παράλια της Μικρασίας που διέθετε συγκροτημένο αλιευτικό στόλο. Το μέρος αποτελούσε έναν εξαιρετικά αποδοτικό ψαρότοπο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’80, σύμφωνα με τον Ιωάννη Κάλιτς, υποβρύχιο κυνηγό από την Πόλη. Γινόταν εξαγωγή στο λιαστό χταπόδι. Σύμφωνα με τα αρχεία πριν από τον διωγμό, μόνο η Βουλγαρία απορροφούσε 500 τόνους. Οι Μικρασιάτες είχαν έναν ιδιαίτερο τρόπο ψαρέματος για τους τόνους τα ρίκια και τις παλαμίδες, κοντολογής για τα μεταναστευτικά αφρόψαρα. Κάποιος που βρισκόταν στο λόφο αμέσως μόλις διέκρινε το ριπίδισμα της θάλασσας που έκαναν τα κοπάδια των ψαριών έκανε σινιάλο στη βάρκα που ήταν στα ανοιχτά και αυτοί έσπρωχναν το κοπάδι στο Ταλιάνι. Το (ν)ταλιάνι της Αγίας Παρασκευής ήταν ένας χώρος μέσα στη θάλασσα με κλείσιμο την παραλία και περιτριγυρισμένος με δίχτυ, καρφωμένο με πασσάλους στο βυθό. Άφηναν ένα άνοιγμα όπου έμπαινε το κοπάδι και στη συνέχεια έκλειναν την πόρτα. Μεταξύ του κόλπου του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ετήσια αλιεία τόνου ήταν περίπου 500.000 οκάδες. Είναι γεγονός ότι την γαστρονομική κουλτούρα κατανάλωσης αλιπάστων την καλλιέργησαν και τη διέδωσαν οι Μικρασιάτες (επικοινωνία με αείμνηστη Τσεσμελιά): «-Τρώγαν πολλά παστά, κολιούς, σαρδέλες, λακέρδα για μεζεδάκια για το ούζο οι άνδρες. Μαγειρεύανε πολλά χταπόδια. Η μητέρα μου τα διατηρούσε στη γυάλα με ξύδι. Οι ψαρόσουπές τους ήταν ανεπανάληπτες.» Η Γ.Λ, 85 χρονών, από πιο χαμηλή εισοδηματικά τάξη θυμάται: «-Τρώγαμε ψάρια βεβαίως. Επί το πλείστον ψιλά ψάρια γιατί ήταν φτωχοί άνθρωποι οι γονείς μου. Ιδιαίτερα σμαρίδες. Τις κάνανε πλακί και μαρινάτες, βάζανε και δεντρολίβανο μέσα..» Τα παράκτια καΐκια συνέχιζαν να εργάζονται και το χειμώνα με μπαρμπουνόδιχτα καθώς ο διαμελισμός των ακτών και οι κλειστοί κόλποι επέτρεπαν στα υπήνεμα μέρη την αλιεία ιδιαίτερα στον κόλπο των Λίτζιων όπου τα μπαρμπούνια ήταν άφθονα. Οι τρατάρηδες πάλι, έλειπαν πολλούς μήνες. Οι καπετάνιοι έκαναν συμφωνίες τα πληρώματα να είναι εξάμηνα. Έφευγαν για να ψαρέψουν σε Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο, Σμύρνη και αλλού. Την βιωματική σχέση που είχαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής με την ψαροσύνη διέσωσαν λαογράφοι που μνημονεύουν το τραγούδι με το οποίο συνόδευαν τασχολιαρόπαιδα το σβύσιμο με υγρό σφουγγάρι της μαύρης πλάκας όταν μάθαιναν να γράφουν:
«Στέγνωσε πλακίτσα μου να μη σε ρίξω στο γιαλό
Και σε φαν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Ανέβα, κατέβα, ριξ’ ένα κουμάρι αίμα
Να κοκκινίσ’ η θάλασσα,
Να φοβηθούν τα ψάρια και τα καλαμάρια
Για να στεγνώξ’ η πλάκα μου να ξαναγράψω πάλι..»
H κοινωνική ιστορία των Αγιοπαρασκευούσων, με τη διασπορά σε όλο το Αιγαίο φανερώνει ένα Αρχιπέλαγος με πολυσύνθετο, πληθωρικό πρόσωπο. Είναι μια θάλασσα που αγαπάμε επειδή κρύβει απρόοπτα, όπως γράφει κι ο μάστορας του παραγαδιού, ο συγκαιρινός θαλασσινός συγγραφέας Μιχάλης Μαντάς. Η Μεσόγειος είναι η θάλασσα της ελιάς και των αμπελιών αλλά τέτοια έχει και το τούρκικο τουριστικό θέρετρο Cesme και η δυτικοποιημένη Ismir και το χωριό Bejar, της επαρχίας Mallakaster από όπου κατάγονται αρκετοί Αλβανοί εργάτες που συναντώ στις φυτείες Μαστιχόδεντρων. Αυτό που τελικά ενώνει, είτε πρόκειται για τους βαλκάνιους πεταχταρητζίδες της Κώμης, είτε για τα Σμυρνιωτάκια που κάνουν spinning είτε για τον εγγονό του Μικρασιάτη που βγήκε για κολπάδα μπροστά στον Αφανή ναύτη είναι η αγαλλίαση της τροφοσυλλογής από τη Μάνα-Θάλασσα.