
Δύο αληθινές ιστορίες που συνέβησαν περίπου στα τέλη της δεκαετίας του 50.
«1η: Ο μπάρμπα Αντρέας Ε. ήταν ένας καλοσυνάτος οικογενειάρχης με πολλά παιδιά, (που κατάφερε να τα μεγαλώσει με αξιοπρέπεια και να τα κάνει χρησιμους πολίτες), κάτοικος Καστέλου Χίου, που κουβαλούσε νερό από τη Βοήθεια με το κάρο του, που το έσερνε ένας γάδαρος, και το έφερνε και το πουλούσε στο Καστέλο αλλά και στο Συνοικισμό μας (Νοσοκομείου και Αγιού Σιδέρου!)
Χαιρόμασταν πολύ όταν έρχονταν και μαζεύονταν ο κόσμος γύρω να αγοράσει νερό, ιδίως όταν αργούσε η καταβρεχτουρα του Δήμου να έρθει και να γεμίσει τη κυκλική δεξαμενή με τις 5 βρύσες που βρίσκονταν στο χωμάτινο με κοκκινόχωμα τότε δρόμο, ανάμεσα στα σπίτια της κυρά Παρασκευής της "Βαλάνενας" (που άφησε χήρα ο άντρας της όταν έβαλε στοίχημα και έφαγε 5 αχινούς με τα αγκίλια τους) και τής "Πούλιενας", και του λέγαμε και ένα ποιηματάκι που το μάθαμε από τους μεγαλύτερους μας.
"Την πιό καλή δουλειά την κάνει ο "Μπουράς", που κουβαλά νερό μές στο Συνοικισμό!"
Εκεί λοιπόν που είχαν κάνει οι μανάδες μας γύρω - γύρω από το κάρο και ο νερουλάς πήγε στης Τσακούδενας το σπίτι 2 μπετόνια νερό, ο συγχωρεμένος πρίν χρόνια, Σταμάτης Λ. που ήταν μεγαλύτερο παιδί από εμάς έβαλε μια αναμένη γόπα τσιγάρου μέσα στο αυτί του γαδάρου.
Ο γάδαρος άρχισε να τρέχει σα τρελός μαζί φυσικά με το κάρο, κουνόντας το κεφάλι του και το αυτί του μήπως πέσει το τσιγάρο και έφθασε στη στροφή προς το Φόρο, εκεί που ήταν του Κοντού το σπίτι, απέναντι από του Γκάγκα, και η αριστερή ρόδα του κάρου έπεσε με δύναμη σε ένα διπλό στύλο της ΔΕΗ που είχε εκεί με αποτέλεσμα τα λυμένα μπετόνια και τενεκέδες να πέσουν από το κάρο, παρά τις προσπάθειες του μπάρμπα Αντρέα που έτρεξε να δει τι συνέβει και ο γάδαρός του αφήνιασε ξαφνικά...
2η: Ο Βασίλης ο Καμπούσης (το Καμπούσης γιατί ήταν από τον Κάμπο. Έτσι τον φωναζαμε γιατί δεν ξέραμε το επίθετο του!) ήταν... εποχούμενος - πάνω σε γάδαρο με 4 κοφίνια - μανάβης που έρχονταν και στη γειτονιά μας και είχε αρκετούς πελάτες...
Μια μέρα που βρισκονταν έξω από το σπίτι του "Παρασχού" (Γιωργού Ντινιακουδάκη) στον ίδιο δρόμο της προηγούμενης ιστορίας, είδε μια όμορφη γαϊδούρα του Παρασχού, που ήταν τσαμπάσης (δηλαδή πουλούσε και αγόραζε γαϊδούρια, άλογα και μουλάρια) και άρχισε να γκαρίζει ενώ ταυτόχρονα του... σηκώθηκε με αποτέλεσμα να μεγαλώνει συνεχώς και να κρέμεται προς τα κάτω!
Ο μανάβης που είχε πάει κάτι ντομάτες στου Γουλένη (ή Γουλιένη δεν θυμάμαι) του αχθοφόρου το σπίτι και από εκεί στης Ανουκούς, δεν πήρε χαμπάρι που κάποιος έξυπνος, που ζει ακόμα και γι αυτό δεν λέω το όνομά του αφού έχει παιδιά και εγγόνια, έφερε γράσο και... γρασάρισε τη... μαλαπέρδα του γαδάρου, με αποτέλεσμα όταν επέστρεψε ο Βασίλης ο μανάβης να απορεί όλο το δρόμο, πως ο γάδαρός του να μην μπορεί να την πάρει πάνω, ενώ είχαν απομακρυνθεί από την γαϊδούρα... (Δεν ξέρω σε πιά αρχή στηρίζεται αυτό το φαινόμενο;! Στου Αρχιμήδη - λόγω ονόματος - ή στου Νεύτωνα λόγω πεσίματος;!
Τελικά δεν ξέρω ποιοί ήταν πιό γαϊδούρια και στις δύο ιστορίες; Εμείς οι άνθρωποι ή τα γαϊδούρια;
Και ευτυχώς που τότε δεν ήταν κακούργημα! (Αλλά και τι ποινή μπορούσαν να του βάλουν, στη δεύτερη περίπτωση, που θα υποστήριζε ότι έκανε μασάζ στο μέγαμόριο του γαδάρου».






































