Μην τον είδατε τον Παναγή - Για ανθρώπους που καθίστανται άφαντοι

Επιμέλεια Λεωνίδας Πυργάρης
Τετ, 20/04/2022 - 06:33

«Η παροιμία έχει πραγματική βάση: Στη δεκαετία τού 1940, στα Μέγαρα Αττικής, κάποιος νεαρός, εμφανίσιμος και ταυτόχρονα απατεώνας, είχε αρραβωνιαστεί ταυτόχρονα δέκα κοπέλλες υποσχόμενος σε όλες γάμο, με σκοπό όμως την απόσπαση χρηματικών ποσών από «τα πεθερικά του».

Μάλιστα είχε ορίσει για όλες τις εξαπατηθείσες αρραβωνιαστικές ταυτόχρονη ημερομηνία γάμου. Ακολουθεί χρονογράφημα τού Ασημάκη Γιαλαμά, δημοσιευμένο τότε στην εφημερίδα "Βραδυνή", το οποίο αναφέρεται λεπτομερώς στη δράση τού εν λόγω απατεώνα, ο οποίος συν τω χρόνω έγινε… παροιμία» αναφέρει σε επιστολή του προς την Αλήθεια ο Λεωνίδας Πυργάρης, σημειώνοντας:

«Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνισή του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος. Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σε κάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές: -Πόσο θέλεις την οκά; -Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός. -Ωραία. Τις αγοράζω. Κι’ έδινε μια προκαταβολή.

Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ό,τι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!… Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη.

Και την αρραβωνιάστηκε. Πάνω από δέκα αρραβώνες έκανε ο Παναής μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι υποψήφιες νύφες όμως το αγνοούσαν. Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος». Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του:

Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά. -Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά. Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του. Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των.

Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα: -Πότε ο γάμος, Παναγή; Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη.

Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τ’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους. Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του: -Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο. Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής. Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο. Κοπέλλες απο τα Μέγαρα. Καμία δεν έμαθε που πήγε ο Παναγής. Και ήρθε η μεγάλη ημέρα.

Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα. Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε. Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν: -Μην τον είδατε τον Παναγή; Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι: -Μην είδατε τον Παναγή; Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν:

Μην είδατε τον Παναγή; Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι. Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε: Μην είδατε τον Παναγή»; 

Σχετικά Άρθρα