Τι λέτε μιλούν οι… πεζούλες;

Γιάννης Τζούμας
Τετ, 29/03/2023 - 20:45

Έλα ντε, οι άνθρωποι μιλούν και η πλέον ουσιαστική λαλιά τους είναι η γραφή.

Κι΄ας προσπαθούν παντοίους τρόπους να μας κάνουν να… ξεχάσουμε το διάβασμα.

Ξέρετε όσο πιό αδιάβαστοι είμαστε, τόσο το μπιφτέκι που πλάθεται είναι πιο άνοστο, αλλά θα μας φάνε που θα μας φάνε, αυτό δεν πολύ νοιάζει τους… πλάστες.

Αλλά ας μην γραφώ και εγώ ακαταλαβίστικα, μπαίνοντας στο θέμα, που αφορά μια πρόκληση του Γιάννη Παληού… αραχτή στο γραφείο μου να με περιμένει, μέχρι που ήρθε η σειρά της.

Ε, ο Παληός δεν πρωτοτυπεί στις προκλήσεις, ένα βιβλίο μου άφησε, που ανοίγοντας το είδα να με κοιτά ο άλλος Γιάννης, ο Παϊδούσης.

Ένας δυναμικός Καμπούσης, ένας εργάτης που εγώ τουλάχιστον τον έχω συνδέσει με την Καμπούσικη ευθύτητα, τον καμάρωνα πάντα και τώρα τον ευχαριστώ γιατί μου χάρισε απίστευτη γνώση, γύρω από ένα αντικείμενο, που ειλικρινά δεν είχα ιδέα.

Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος; Μα ο… Κάμπος. Ναι το ιδιαίτερο αυτό οικοσύστημα, αυτή η απίστευτη κληρονομιά, που δυστυχώς χάνεται σήμερα εκ των πραγμάτων αφού Κάμπος και εσπεριδοειδή είναι έννοιες αλληλένδετες και ελλείψει των δεύτερων εξαλείφεται και το πρώτο.

Όμως ζωή και γνώση δεν είναι μόνο το σήμερα είναι και το χθές και αυτό μεταφέρεται μέσα από τον γραπτό λόγο και μάλιστα με ιδιαίτερη μαεστρία από τον Γιάννη Παϊδούση γιατί αυτό ακριβώς κάνει, το απλούστερο και δυσκολότερο όλων. Μεταφέρει αυθεντικά τις μνήμες του χωρίς περίτεχνες εκφράσεις ή φιλολογικές περιγραφές.

Απλά, διηγείται, θυμάται, γράφει και συναρπάζει, ανοίγεις το βιβλίο του και δεν ξεκολλάς παρά μόνο σαν το τελειώσεις. Και μόλις γίνει αυτό λες, ε, να έγινα και εγώ λίγο… Καμπούσης, άνοιξα το μυαλό μου, ρούφηξα τις μυρωδιές αυτής της ανεπανάληπτης περιοχής.

Ο Γιάννης σε κοιτάζει σκεπτικά από το εσώφυλλο του βιβλίου, που ο ίδιος σημειώνει ότι πέραν του Γιάννη Παληού, τον βοήθησαν να το γράψει με τις συμβουλές τους η Μαρία Ξύδα, η Μαργαρίτα Μαρτάκη και η δική μας Ευγενία Κώττη, μνημονεύει τους γονιούς του Νίκο και Μαρία Παϊδούση, αλλά και στους γείτονες του, στους οποίους οφείλει αυτές τις αναμνήσεις που μεταφέρει και ξεκαθαρίζει…

«Γεννήθηκα τον Απρίλιο του 1954 στη Χίο. Έζησα και μεγάλωσα μέσα στα περιβόλια του Κάμπου. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκα στο Δημοτικό του Κλούβα. Μετά φοίτησα στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο Αρρένων και αποφοίτησα το 1972 από το Πρακτικό τμήμα.

Το 1974 υπηρέτησα για τρία χρόνια στο Πολεμικό Ναυτικό. Από τότε, και μέχρι να με χτυπήσει το εγκεφαλικό το 2011 ασχολήθηκα κατά κύριο λόγο με γεωργικά αλλά και με πολλά άλλα βιοποριστικά επαγγέλματά. Το βιβλίο «Καμπούσικες ιστορίες της πεζούλας και άλλα Χιώτικα» είναι το δεύτερο συγγραφικό μου έργο.»

Διακρίνατε τίποτα… περιττό σ’ αυτή την περιγραφή; Έ, έτσι είναι όλο το βιβλίο. Προτρέποντας σας να το αναζητήσετε μεθώντας και εσείς από τους… λεμονανθούς, επιτρέψτε μου να σας κάνω κοινωνούς του οπισθόφυλλου.

«Έξω από τις αυλόπορτες του Κάμπου υπήρχε μία, ίσως και δυο, πέτρινη πεζούλα. Εκεί πατούσαν για ν’ ανεβαίνουν στα ζώα, εκεί ξεκουράζονταν οι περαστικοί, εκεί κάθονταν το βραδάκι οι Καμπούσοι να ξεκουραστούν και να μιλήσουν με τους γειτόνους. Ήταν κι οι ταχτικοί ολοήμεροι θαμώνες, οι γνωστοί ακαμάτες (οι «άρχοντες της δροσοπεζούλας», όπως τους έλεγαν), που κάθονταν εκεί όλη μέρα. Υπήρχαν και μεγαλύτερες πεζούλες, στις διασταυρώσεις, όπως αυτή έξω από το Ράλλικο στον Κοκκαλά (το «πολυξενείο» που λέμε), μάλλον για να γίνονται οι συγκεντρώσεις της γειτονιάς. Ήταν και οι πεζούλες έξω από τις εκκλησιές, για να παίρνουν μια ανάσα πριν μπουν στην εκκλησιά και να παίρνουν ένα καφέ ή ένα λουκούμι μετά την εορτή. Σ’ αυτές τις πεζούλες μικρός άκουγα τους παππούδες να λένε τις σοφές ιστορίες κι έμαθα τα καμπούσικα ήθη και έθιμα. Σήμερα λίγες μένουν, τις χαλάσαμε για να περνούν άνετα τα αυτοκίνητα. Συνεχίζοντας την παράδοση, εκεί βρισκόμαστε μερικά βράδια και λέμε στα εγγόνια μας τις σοφές ιστορίες και τις συνήθειες των Καμπούσων.»

Υ.Γ.:  Ναι αδέλφια, μιλούν οι... πεζούλες. Ο Γιάννης δεν διεκδικεί δάφνες… συγγραφέα, χωρίς όμως τη δική του συμβολή στη διατήρηση της μνήμης και στη μεταφορά της γνώσης δεν θα υπάρχει πιά στη ζωή μας η... δάφνη. Κι’ αν δεν έχει πιά να μασήσει από αυτή η Πυθία, απλά θα είμαστε νεκροί και δεν θα το ξέρουμε. Γιάννη Παϊδούση και πάλι σε ευχαριστώ.

Σχετικά Άρθρα