Η φιλοσοφία ως μηχανισμός για την αναζήτηση της αλήθειας (2)

Τρί, 01/08/2017 - 14:27

Αν ερευνήσει κανείς για την εύρεση της αλήθειας θα διαπιστώσει πως η πρόσβαση σ’ αυτήν είναι αποτέλεσμα της γνώσης (μόνο ως τέτοιο μπορεί να νοηθεί) το οποίο θα υπερβαίνει τον κάθετο διαχωρισμό μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Επομένως η αναζήτησή της▪ θα βρίσκεται μέσω του κοινώς νοουμένου ως ορθού∙ και ουσιαστικά είναι λογικό να την χαρακτηρίσει κανείς ως δημιούργημα της νόησης.

Εκ προοιμίου θα πρέπει να επισημάνουμε, όπως έχουμε διαπιστώσει σε προηγούμενες σχετικές αναφορές μας, πως η γλώσσα αν και έχει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική δραστηριότητα του ανθρώπου, δεν αποτελεί οντολογικά έγκυρη απεικόνιση μεταφυσικών ουσιών, αλλά μεταφορική κατασκευή και ελεύθερη ονοματοδοσία κοινωνικών σχέσεων. Και όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις, ο φιλόσοφος ή αν θέλετε αυτός που φιλοσοφεί μπορεί να πλησιάσει την αλήθεια. Αντίθετα οι κοινοί άνθρωποι ζώειν ἐθέλουσι καθώς …κεκόρηνται ὃκωσπερ κτήνεα (δηλ. πνευματικά άξεστοι) σύμφωνα με τον Ηράκλειτο*. Ακόμα διότι, πολλοί από τους ανθρώπους ζουν μέσα σ’ ένα πνευματικό λήθαργο και αδυνατούν να αξιοποιήσουν τις πνευματικές δυνατότητες και την εμπειρία της ζωής.

Το πρόβλημα που είναι αναγκαίο να μας απασχολήσει, είναι η αναζήτηση τής αλήθειας και οι τρόποι που οδηγούν σε αυτήν. Και η έρευνα αυτή θα πρέπει να υπερβεί κατεστημένες αντιλήψεις όπως και κάθετους διαχωρισμούς που προβληματίζουν…καθώς αυτό δεν έχει απαντηθεί στην ουσία του ούτε από μεγάλα φιλοσοφικά πνεύματα. Εδώ ουσιαστικά πρόκειται για τον διαχωρισμό ή αν θέλετε στην «παραδοχή ύλης και πνεύματος».
Όντως, υπάρχει ο προβληματισμός αν κάποιος είναι αναγκαίο να διαχωρίσει κάθετα –όσον αφορά τον χειρισμό των φιλοσοφικών του αναζητήσεων- τον υλισμό και τον ιδεαλισμό. Για τον λόγο αυτό ίσως μια τέτοια απάντηση δεν είναι εύκολη και οπωσδήποτε δεν μπορεί να δοθεί τελεσίδικα. Επειδή ο άνθρωπος ως φύσει ζητητικός «είναι ανάγκη» να απορρίπτει ή και να εντάσσει την αθωότητα του γίγνεσθαι και της ύπαρξης σε στεγανά πλαίσια.

Αν και θεωρώ πως το φαινόμενο του ιδεαλισμού αφορά κυρίως προβλήματα υπερφυσικά, όπως του Θεού, της ψυχής καθώς και άλλων υπερβατικών θεωρήσεων, εν τούτοις, τα προβλήματα αυτά δεν αποτελούν ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα χωρίς τη συμβολή της υλικής θεώρησης των πραγμάτων. Στη βάση λοιπόν της θεώρησης αυτής θα πρέπει να κινηθεί κάθε προσπάθεια για έρευνα.
Αρχίζοντας από τους ιδεαλιστές, αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν ουσιαστικά την άγνωστη σφαίρα των προβλημάτων με τρόπο αυθαίρετο και υποκειμενικό που είναι συνήθως συναισθηματικής φύσεως που ουσιαστικά γίνεται για προσωπικούς λόγους και πιθανόν εξυπηρετεί τα υποκειμενικά τους συμφέροντα. Αντίθετα οι υλιστές προβληματίζονται μόνο βάσει της λογικής∙ καθώς ο προβληματισμός αυτός απορρέει από τις γνώσεις τους και την εξωτερική εμπειρία.
Αντιλαμβάνεται κανείς πως με αυτόν τον δυαδικό τρόπο η διερεύνηση των πραγμάτων ακόμα και των φαινομένων, είναι ανάλογη με το «πιστεύω» και τον τρόπο που αυτό καθορίζει. Έτσι, τη γνώση που αποκτά ο άνθρωπος την εξαρτά από την ικανότητά του να ερευνά το κάθε πρόβλημα που εξετάζει. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έρχεται να τα επιβεβαιώσει ή να τα απορρίψει η επιστήμη, που πολλές φορές και η ίδια παρουσιάζει καινούργιες λύσεις στην πορεία της έρευνας αυτής, αφού συμπληρώνει ή και ανατρέπει την παλιά γνώση.

Εδώ μπορεί να διαπιστώσει κανείς την επιφύλαξη ακόμη και της επιστήμης για παραδοχές που τουλάχιστον μέχρι στιγμής, διαφεύγουν από τις γνωσιολογικές της ικανότητες, ακόμα και κάποιες, που σήμερα μοιάζουν ξεπερασμένες. Όσον αφορά δε τον προβληματισμό ως προς τη διερεύνηση των φαινομένων, παρεμβαίνει ο υπερβατικός ιδεαλισμός που δίνει στη γνωστική συνείδησή μας μόνο τα νοούμενα ως πραγματικά και αντικειμενικά, χωρίς βέβαια να αρνιέται ούτε τον φυσικό ως κόσμο των φαινομένων. Είναι αναγκαίο όμως να γνωρίζουμε πως ο μεταφυσικός κόσμος μάς ωθεί στην έρευνα τού μυστηριακά ασύλληπτου. Έτσι μπορεί να φανταστεί ή και να διαπιστώσει κανείς πως ο άνθρωπος επιθυμεί έναν κόσμο ανώτερο, που θα βρίσκεται μακρύτερα από αυτόν της κατάφασης τον οποίο βιώνει καθημερινά. Άλλο όμως η ώθηση η διαπίστωση ακόμα και η φαντασία, και διαφορετικό η υπερβολική επιθυμία να προσκολλάται κανείς πάνω σ’ ένα είδωλο. Η λογική αυτή δημιουργεί προβλήματα∙ αφού δίνει την εντύπωση μιας μεσσιανικής προσδοκίας μακριά από τον κοσμικό χρόνο.
Στο σημείο αυτό θεωρώ αναγκαίο να σημειώσουμε πως στο επίπεδο της προφητείας και της μεταφυσικής κινούνταν και διάφορες μαρξιστικές θεωρίες** (όπως έχει αποδείξει τουλάχιστον η εφαρμογή τους) ως προς την πραγμάτωση των τελικών επιδιώξεων έστω και στη βάση της προοδευτικής επίτευξής τους.
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πως η ιδέα της προόδου έχει νόημα όταν αυτή βασίζεται επί πραγματικών δεδομένων ή αν προτιμάτε επί βιολογικών δεδομένων∙ και όχι στην μόνιμη αναμονή τής επερχόμενης βασιλείας όπου όλα θα είναι καλά λίαν***, αφού παραβλέπει πως η καθαρή γνώση στερείται ορμής****. Η άγνοια της λογικής αυτής πορείας ως προς το οντολογικό της μέρος, οδηγεί στην απόλυτη παραδοχή σε δογματικές θεωρίες που πραγματεύονται άγνωστα προβλήματα.

Οι θεράποντες της αλήθειας αλλά και οι αναζητητές της είναι φανερό πως είναι πολλοί. Όμως το πάθος για την αλήθεια συνδέεται άμεσα με την πίστη και το φαίνεσθαι. Και ειδικότερα στο πλαίσιο του θεολογικού λόγου αυτή μυθοποιείται, όπως συμβαίνει και στον πολιτικό λόγο (βλ. παραπάνω). Με τη διαφορά ότι στον πολιτικό λόγο η απόδειξη είναι εγγύς, ενώ ο θεολογικός λόγος οδηγεί σε μια διαρκή αναζήτηση που ίσως γοητεύει, αλλά στη ουσία του αποτελεί μια μόνιμη αναζήτηση, καθώς δεν απέχει από μιαν αιώνια δοξασία.

Εν προκειμένω (όσον αφορά τον θεολογικό λόγο) θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι τα προβλήματα μπορούν να λυθούν αυτομάτως, αφού εκεί θα αποδοθεί η αλήθεια με βάση τα διαπραχθέντα ἐν τῷ βίῳ. Πράγμα που ουσιαστικά «λύνει» κάθε πρόβλημα∙ αφού εκεί θα κριθεί ο καθένας κατά τα έργα του.

Και με βάση την θεολογία κάποιοι θα ζήσουν στον Παράδεισο όπου υπάρχει έλλειψη πόνων και οδυνών και άλλοι θα τιμωρηθούν. Αυτό όμως θα γίνει στη βάση μιας νοητής και ως προς τούτο αδιάγνωστης αλήθειας μπροστά σε ένα δικαστήριο που στη σύνθεσή του θα υπάρχει ένας κριτής δικαστής. Η παραδοχή όμως αυτή ουσιαστικά απέχει από την «αντικειμενική» πραγματικότητα καθώς σχετίζεται με την τέχνη ή και την αποδοχή του «φιλάληθες φαίνεσθαι», το οποίο είναι το ίδιο με το να θέλει κανείς «να δημιουργεί ωραία ψέματα».

Δυστυχώς βάσει της λογικής αυτής φαίνεται να χρησιμοποιούνται από την κοινωνία οι καθιερωμένες αλήθειες, αφού έχουν «δεσμευτικό» χαρακτήρα για όλους. Στη δημιουργία αυτή περιπλέκεται και η γλώσσα με την θέσπιση καινούργιων εννοιών, μετωνυμιών και εννοιολογικών αποχρώσεων που εν πολλοίς οδηγούν (ή και στοχεύουν) στην πλάνη της πλειοψηφίας η οποία πιστεύει; ή έχει την εντύπωση ότι επιθυμεί την αλήθεια στη βάση αυτού που έχει καθιερωθεί ως αλήθεια. Παραβλέποντας όμως, πως η αναζήτησή της είναι αγών μέγιστος και διαρκής.

 

Διευκρινιστικές σημειώσεις - προσθήκες

Η φράση του Δημ. Λιαντίνη «Μύθος είναι ο λόγος για να δουλεύουμε την αλήθεια» αναφέρεται ακριβώς στο μη δεδομένο της αλήθειας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο άνθρωπος αναζητώντας την αλήθεια είναι ανάγκη να οδηγείται ή και να προσκολλάται στο απρόσιτο της μεταφυσικής αναζήτησής της. Και η αναζήτηση αυτή θεωρώ πως προσεγγίζει την θεωρία του Πλάτωνος που μας λέει: «…τήν ἀλήθειαν ἐράν καί διώκειν» (βλ. Γοργίας 482a & Φίληβος 58d), βρίσκεται όμως σε αντίθεση από τον Αριστοτελικό ορισμό ότι: φιλοσοφία είναι η επιστήμη της αλήθειας.

* Η ερμηνεία του εδαφίου αυτού θεωρείται πλεονασμός, που ως αλήθεια μπορεί και να περιέχει το στοιχείο της απαισιόδοξης κοσμοθεώρησης ή και αυτοσυνειδησίας, όπως ο ίδιος υποδηλώνει με το περίφημο «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» δηλ. έψαξα βαθιά και ερεύνησα τον εαυτό μου. Πράγμα που δεν κάνουν οι πολλοί∙ και γι’ αυτό ο Ηράκλειτος θεωρούσε τους πολλούς κακούς… και για τον λόγο αυτό θεωρεί χρέος του να προβάλλει την υπεροχή του αριστοκρατικού ήθους, όταν μας λέει: «εἷς ἐμοί μύριοι, ἐάν ἂριστος ᾖ».

** βλ. την «εφαρμογή» της Μαρξιστικής θεωρίας ως προς την «ισότητα», την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο που ουσιαστικά διαστρεβλώνει τη δημοκρατία, και ουσιαστικά «αγνοεί» ότι αυτή πρέπει να προχωρεί μαζί με τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Στην αντίθετη περίπτωση η ζωή του ανθρώπου εξαρτάται από τον νόμο∙ καθ’ ότι αυτός ζη χάριν του νόμου. Παραβλέποντας πως ο άνθρωπος είναι αυτόνομη ύπαρξη και όχι νομική. Την αυτονομία αυτή την αποδεικνύουν με το να παραβλέπουν ακόμα και τους νόμους, αφού δεν αποφεύγουν ακόμα και την εξαπάτηση. Αρκεί να αποφύγουν τη βλάβη και τη ζημιά που προκαλείται από την απάτη.

*** Συνδέοντας κανείς την παρακμή της «Μαρξιστικής εφαρμογής» μπορεί εύκολα να εξηγήσει τους λόγους που οδηγηθήκαμε σ’ αυτήν. Μπορούμε δε να τη συνδέσουμε με τον λόγο του Ηρακλείτου που μας λέει: «Ἣλιος γάρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα∙ εἰ δέ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξερευνήσουσιν». Που ουσιαστικά σημαίνει τον αφανισμό της μεσσιανικής συνειδήσεως.

**** πρβλ. Πλάτωνος Φίληβος, 52b-c: «ἡδονάς ἀμίκτους, καθαράς» δηλ. χωρίς την παραμικρή ανάμιξη πόνου. Πράγμα ακατόρθωτο∙ γιατί με βάση τη λογική αυτή δημιουργούνται δούλοι ενός απρόσωπου οργανισμού.

Βοηθήματα – πηγές
Αριστοτέλους τα «Μετά τα φυσικά» εκδ. Γεωργιάδης βιβλιοθήκη των Ελλήνων Αθήνα 2002

Πλάτωνος Διάλογοι Γοργίας, Φίληβος εκδ. Πάπυρος
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γιάννη Ξανθάκου εκδ. Φ. Ψίχαλου Αθήνα 1971

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ (Περί φύσεως) Βιβλιοπωλείον ΚΛΕΙΩ Πάτραι 1991. Περί ανθρώπου ΔΗΜ. Ι. ΠΑΠΑΔΗΣ εκδ. «Σύγχρονη παιδεία Θεσ/νίκη 1995

ΤΙ ΕΙΠΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΜΑΡΞ εκδ. Γλάρος 1975

 

 knafpl@hotmail.com

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη