
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, όμως η ζωή μας κυλούσε ήσυχα, απολαμβάνοντας το αμέριστο ενδιαφέρον του πατέρα και τη ζεστή αγκαλιά της μάνας. Δεν μας έλειπε τίποτα, είχαμε πλούσια τα ελέη του Θεού. Είμαστε μικρά παιδιά, μπορούσαμε όμως να αντιληφθούμε την προσήλωση των γονιών μας και των συγχωριανών μας στις θρησκευτικές και τις κοινωνικές παραδόσεις.
Οι σχέσεις μας με τους γείτονές καλλιεργούσαν στις ψυχές μας τη διάθεση για συνύπαρξη και αλληλεγγύη. Χαραγμένες στο μυαλό μας μένουν οι τακτικές βεγγέρες με τα πειράγματα, τα αστεία, ακόμα και τα ανώδυνα κουτσομπολιά.
Θυμάμαι το δέος που ένιωθα όταν αναλάμβανα το χρέος να επισκεφτώ την εκκλησιά μας, του Άγιου Γιάννη, κοντά στο λιβάδι του χωριού, για να ανάψω το καντήλι. Φοβόμουνα λίγο στην αρχή όταν ξεκλείδωνα την πόρτα και διαπίστωνα την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο εσωτερικό. Έβλεπα τις εικόνες των Αγίων στο τέμπλο και αισθανόμουν ότι η ματιά τους με διαπερνούσε. Ακολουθούσε η διαδικασία για το άναμμα του καντηλιού. Συμπλήρωνα την ανάλογη ποσότητα λαδιού στο γυάλινο δοχείο και στη συνέχεια τοποθετούσα τον καλάθρωπα στο καντηλέρι, ώστε να τροφοδοτείται με λάδι και να αχνοφέγγει στον γύρω χώρο.
Την ίδια διαδικασία είχα μάθει από τη μάνα μου όταν άναβε το καντήλι μπροστά στα εικονίσματα που είχαμε στο υπνοδωμάτιό μας. Πριν να πέσουμε στο κρεβάτι απαραίτητη ήταν η προσευχή μας μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς και του Χριστού. Το φως του καντηλιού μας συντρόφευε ώσπου να κοιμηθούμε.
Επεξηγήσεις:
Καλάθρωπας = το άνθος από φυτό του καλοκαιριού. Αντικαθιστούσε το φυτίλι στο καντήλι.
Λιβάδι = Έτσι λέγαμε την πλατεία του χωριού. Εκεί γίνονταν τα γλέντια μετά από τους γάμους, αλλά γιορτάζαμε και τα έθιμα των Αποκριών. Πολλές φορές στήνονταν ολονύχτια γλέντια, τα λεγόμενα πανηγύρια.

































