
Όλοι γνωρίζουμε, πως οι Μακαρισμοί είναι μιά διδασκαλία τού Χριστού στην επί του Όρους ομιλία...και αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο συγκεκριμένος μακαρισμός είναι ο τρίτος στη σειρά, και καταλήγει στο...ότι αυτών εστίν η βασιλεία τών ουρανών. Πέραν από την αλληγορική ασάφεια – ερμηνεία τών λόγων αυτών, θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω λογικά τη λέξη “πτωχός” ή φτωχός (πτ>φτ φαιν. Ανομοίωσης). Αρχίζοντας όμως από τη θεολογική ερμηνεία τού όρου, βλέπουμε πως η λ. πτωχός ερμηνεύεται ως ταπεινός και συντετριμμένος κατά τη διάνοια.
Ουσιαστικά, αυτός που έχει “φτωχό” μυαλό, ο ταπεινός, αυτός που καταφρονεί τον εαυτό του ακόμα και την περιουσία του. Και όχι μόνο, αλλά είναι και φοβισμένος μπροστά στο Θεό. Και συνακόλουθα αισθάνεται την ανάγκη για τη βοήθεια τού Θεού δηλ. την επαιτεί και τη ζητιανεύει. Εν κατακλείδι, φτωχός είναι ο φοβισμένος σύμφωνα με τη Βιβλική και εκκλησιαστική διδασκαλία. Ωστόσο, ένας φοβισμένος είναι αμφίβολο αν έχει (σύμφωνα με τον Γκαίτε) όχι μόνο την ικανότητα ερμηνείας τού αφηρημένου, αλλά και την “πλαστική εκλογίκευση τού φανταστικού”. Οπότε μπροστά στο φόβο παρακάμπτεται κάθε αμφιβολία, καθώς η ευπιστία του τον οδηγεί τυφλά στην παραδοχή “αξιών” προλήψεων και προκαταλήψεων, ακόμα και ηθικής υπεροχής...
2) Σύμφωνα με την φυσική και κοινωνική ερμηνεία τού όρου, πτωχός ή φτωχός είναι ο άπορος (α στερ. + πόρος*), ο ενδεής (ρ. ενδέω) δηλ. αυτός που μειονεκτεί σε κάτι, και εν προκειμένω στο μυαλό δηλ. στην εξυπνάδα. Ενδεής σημαίνει, εἶμαι ἐλλειπής ἔντινι· δηλ. μου λείπει κάτι, και όπως λέει ο λαός μας είμαι λειψός στα μυαλά! Ανεπαρκής, ελλιποβαρής· και λαϊκά “δε βαρεί” δηλ. “του λείπει κάτι”... Επίσης, ο πένης, δηλ. αυτός που στερείται τα αναγκαία για τη ζωή, και κατά τον Ησύχιο ἐνδεεί, δηλ. τού λείπουν τα χρειώδη (υποθέτω πως σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και το μυαλό).
Αλλά και σύμφωνα με το Ετυμολογικόν Μέγα, ἔνδεια ἐστι δέα ἐκ τοῦ δέω το, χρήζω = ἔχω ἀνάγκη. Η λέξη πτωχός, ετυμολογείται από το ρ. πτώσσω που ουσιαστικά σημαίνει δειλιάζω, φοβούμαι, ζαρώνω (πρβλ. τη λ. πτώξ = λαγός ο οποίος φοβάται, είναι δειλός και ζαρώνει).
Θα τελειώσω με μια αναφορά τού Ομήρου για τον φτωχό. Μας λέει λοιπόν στο
ρ227 τής Οδύσσειας “πτώσσων βούλεται αἰτίζων κατά δῆμον βόσκειν” δηλ. (ο φτωχός) ζαρωμένος και επαιτών στο δήμο θέλει να τρώει. Γι’ αυτό και ο φτωχός λέγεται ταπεινός και δαπεινός (τ>δ) δηλ. αυτός που κάθεται κάτω (δα + πούς[δα = γη, γα δωρ.]) πρβλ. δάπεδο, γήπεδο, επίπεδο (επί του πέδου δηλ. του εδάφους).
Τελειώνοντας, να σημειώσω, πως είναι υποχρέωσή μας να αντιληφθούμε, πως για τη διαστρέβλωση ακόμα και την παραχάραξη τών εννοιών τής γλώσσας μας, η ευθύνη μας είναι συνολική, μοναδική, και γι’ αυτό προσωπική στον καθένα ο οποίος υποχρεούται να αντιδράσει πάνω στο φαινόμενο αυτό, που όχι μόνο προσπαθεί, αλλά ελέγχει τις σχέσεις μας ακόμα και τη ζωή μας.
Και στην περίπτωσή μας είναι φανερό πως πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο γράμμα δηλ. τις λέξεις στις ιδέες, στο πνεύμα, πού αυτό μπορεί να μας οδηγήσει μέσω τής επιθυμίας, που όμως στηρίζεται στη διαστρέβλωση. Όσο και αν κανείς πιστεύει πως η α- νοησία και συνακόλουθα η πνευματική φτώχεια - δηλ. οι περιορισμένες γνώσεις – είναι ικανές να τον οδηγήσουν στο να ζη μακάρια σε μια κοινωνία η οποία είναι, αν όχι δομημένη, τουλάχιστον δοκιμασμένη στην φυσική αλλά και στην μεταφυσική εκμετάλλευση, τόσο αυτή θα κατρακυλά στην αφασία τής κοινωνικής αδιαφορίας και θα προσκολλάται σε έτυμες και σωτήριες συνταγές, που τις κινούν συνειδητά οι εκμεταλλευτές τών πτωχών τω πνεύματι, ακόμα και μέσα από γλωσσικές διαστρεβλώσεις και παρερμηνείες.
* άπορος, είναι το αντίθετο τού εύπορος (εὔ + πόρος) δηλ. πέρασμα & μάλιστα θαλάσσιο πέρασμα (πόρος ἁλός,) καθότι ο πλούτος “ερχόταν” από τη θάλασσα δηλ. από το πέρασμα (πόρος) τής θάλασσας. Έτσι, μπορεί να σκεφτεί κανείς, πως ο εύπορος έχει περάσματα, περνάει, αντίθετα ο άπορος (α στερ. + πόρος) δεν...περνάει.