Η συμβολή της Φιλοσοφίας στον τρόπο σκέψης

Τρί, 18/03/2025 - 19:23

Αν και έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα σχετικά με το τι είναι φιλοσοφία,  εν τούτοις  θεωρώ αναγκαίο να επισημάνουμε τί δεν είναι φιλοσοφία, και να πούμε πως φιλοσοφία δεν είναι ούτε δόγμα ούτε πίστη, αλλά τρόπος σκέψης που ερευνά προκειμένου να αντικειμενικοποιήσει όχι τα αυτονόητα ή αυταπόδεικτα, αλλά για να διακρίνει και να φωτίσει την αλήθεια μέσω της λογικής και τού ορθού λόγου. Ωστόσο, είναι ουσιαστικό να γίνεται διάκριση ανάμεσα στον ορθό λόγο και την πίστη. Εδώ όμως προκύπτει το ερώτημα· ο ορθός λόγος είναι ο κανόνας; ή η πίστη και η εξαίρεση σε σχέση με τον κανόνα… Φαίνεται πως εδώ υπάρχει μια αντίφαση με τον ορθό λόγο και το δεδομένο στη βάση τής ορθής πίστης. Η αντίφαση αυτή αρχίζει από το “προπατορικό αμάρτημα” το οποίο ουσιαστικά σχετίζεται με τη γνώση που όμως εμβάλλει τον άνθρωπο σε ένοχες σκέψεις, όταν αυτός σκέφτεται ελεύθερα και χωρίς απαγορευτικές δεσμεύσεις. Γίνεται δε εμφανές, πως ο άνθρωπος από τη φύση του δεν ήταν μακριά από τον σημερινό ορθολογισμό, αλλά και αυτόν της πρωτόγονης εποχής, όταν αυτός σκέπαζε τη γύμνια του με ένα δέρμα… Η σκέψη αυτή όμως δεν συμφωνεί καθόλου με τον “ορθό λόγο”, καθώς φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τής θρησκείας και της φιλοσοφίας. Γιατί, μπορεί να καταλάβει κανείς πως αυτό είναι ένα σημείο που δείχνει δραματικό, όσο και προσωπικό, μιά και σχετίζεται με την ιδέα τής ενοχής και της τιμωρίας. Συνεπώς, για να μπορέσει κανείς να αποσπάσει το νου του από τον άχαρο, δειλό αλλά και φιλάρεσκο χριστιανισμό, όπου η νύμφη τού Χριστού ήταν άσπιλη και αγνή, ίσως θα πρέπει να σκέφτεται τις μυρτιές και τα άνθη τής ειδωλολατρικής Αφροδίτης, για να αποφύγει να εμφανιστεί μπροστά στο θέαμα τού κριτή Θεού, αποφεύγοντας όμως να ζήσει τους επίγειους θησαυρούς, αλλά και την πλούσια και ευτυχισμένη απόλαυση μιας φυσικής ζωής μέσα από την ελευθερία τής σκέψης και του στοχασμού, αφού θα καταλήξει στην κριτική τού δόγματος και γενικά της θεολογίας. Βασικό στοιχείο – προϋπόθεση γι’ αυτό  είναι το “γνώθι σ’ αυτόν” όπως και το “ένδον σκάπτε”… Μπορούμε ακόμα, εκτός των στοιχείων που θεωρούνται δεδομένα ως χριστιανικές αλήθειες, να υποστηρίξουμε απόλυτα πως ο Χριστιανισμός είναι υπόθεση τής καρδιάς. Και αυτό σημαίνει πως μόνο η καρδιά και όχι η επιστήμη μπορεί να δώσει την ευτυχία· όπως και το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος μπορεί να το ερμηνεύσει η θρησκεία τής καρδιάς, που μπορεί να εκφράσει το ανέκφραστο, το μεταφυσικό και γι’ αυτό άγνωστο. Και ως προς αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται...    
Άξιο στοχασμού είναι, πως δεν πρέπει να λογαριάσει κανείς τον χριστιανισμό τού σύγχρονου κόσμου, τον χωρίς χαρακτήρα, τον πολυτελή και φιλολογικό, αλλά να μεταφερθεί στην εποχή τού Χριστού όπου η μνηστή του ήταν ακόμα αγνή και απόλυτη παρθένα, όταν ο άνθρωπος απολάμβανε τη χαρά των μυστηρίων και της υπερφυσικής αγάπης. Φαίνεται όμως, πως σήμερα αυτός που λέει την αλήθεια δεν “έχει το Θεό βοήθεια”· αντίθετα είναι ένας θρασύς, βλάσφημος και κακοαναθρεμμένος, ακόμα και “αμόρφωτος” ή ανήθικος. Η αλήθεια όμως είναι, πως στον καιρό μας αυτή έχει ταυτιστεί με την παραχάραξη· πράγμα που οδηγεί ακόμα και στην ανηθικότητα. Όμως αυτό που εκφράζεται ως κρίση ακόμα και άρνηση δεν είναι ανήθικο, αλλά επιβεβαίωση της ηθικότητας και της ελευθερίας στη σκέψη. Όσο η ηθικότητα τόσο και η αλήθεια για τον χριστιανισμό φαίνεται πως εξαντλείται ή και σταματάει στη βεβαιότητα τού τι είναι ηθική  και τι είναι ανήθικο. Και για την αλήθεια, αυτή εξαντλείται στη ρήση “εγώ ειμί η οδός η αλήθεια και η ζωή”· θέση όμως που σταματάει ή βάζει φραγμούς στην έρευνα, μια και αυτό αποκαλύπτεται και βεβαιώνεται μόνο από το υπέρτατο Ον. Φαίνεται όμως να μας διαφεύγει πως ο Θεός είναι Ον μη αισθητό και αποτελεί αντικείμενο της νόησης  με την έννοια τής σκέψης καθότι ο Θεός είναι ακατάληπτος. Ο Θεός λοιπόν σαν μεταφυσικό Ον αποτελεί αντικείμενο της νόησης, και η νόηση σαν αρχική και πρωτόγονη ουσία τού ανθρώπου, η οποία όμως δεν αποτελεί ή μάλλον δεν έχει σκοπό της να ερευνά την αντίληψη τού κόσμου για την ύπαρξη, ούτε βέβαια και τη σκοπιμότητα τής ύπαρξης αυτής, δεν συνιστά κριτήριο κάθε πραγματικότητας... κάθε υπαρκτής πραγματικότητας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως η νόηση είναι ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο Ον. Όπως εξαρτημένο και μη αυτόνομο Ον  είναι ό,τι έχει η νόηση. Ένας άνθρωπος χωρίς νόηση είναι ένας άνθρωπος χωρίς βούληση. Το Είναι με τη νόηση είναι μια υποκειμενική πραγματικότητα, ενώ για κάποιον άλλο είναι αντικείμενο ενός υποκειμενικού Είναι.
Τέλος, φαίνεται, πως η νόηση είναι μιά ουσία που υπάρχει γιατί υπάρχει ο ορθός λόγος· δηλαδή το λογικό που βεβαιώνει την ύπαρξη τού Είναι. Επομένως το Είναι δεν αποτελεί κάποια δογματική νομοτέλεια απολυταρχικών θεσμικών λειτουργιών, αλλά το Γίγνεσθαι απολυταρχικών ηγετών τής ανθρωπότητας. Στο σημείο αυτό να πούμε, πως όχι μόνο κάποια απολυταρχικά καθεστώτα στηρίζουν τη λογική τους στη βοήθεια τού Θεού, αλλά και Δημοκρατικά, παραβλέπουν την αλήθεια “επί του πεδίου” και στηρίζονται στην ηθική μέσω της αληθοφάνειας η οποία ουσιαστικά συμπλέει με την ταπεινότητα, την αγνότητα την παθητική υπακοή ακόμα και το ψεύδος. Φαίνεται όμως πως η σημερινή ηθική, ακόμα και οι αξίες στηρίζονται σε συμφέροντα και ανήθικες πρακτικές. Διαπιστώνουμε λοιπόν, αυτό που υπονοούν οι Σοφιστές, συνεκτιμώντας παράλληλα και τις απόψεις τού Σωκράτη – Πλάτωνα όπως και του Αριστοτέλη στα “Ηθικά Νικομάχεια” και φτάνοντας μέχρι τον Νίτσε, μπορεί να συμφωνήσει κανείς, ότι “δεν υπάρχουν ηθικά φαινόμενα , αλλά μιά ηθική ερμηνεία των φαινομένων”. Γιατί “πάντων χρημάτων# μέτρον άνθρωπος” (Πρωταγόρας).  Δηλαδή, εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται πως η ερμηνεία τών φαινομένων δεν είναι ηθική από καταγωγής· αφού η θρησκεία μάς συμβουλεύει όχι μόνο να μην κρίνουμε μόνοι τους εαυτούς μας, αλλά και να μην τους θεωρούμε ως πηγή αξιών, αφού όλα εξαρτώνται από την θεϊκή κρίση.
Καταλήγοντας να πούμε πως “η κριτική της ηθικής είναι ένας ανώτερος βαθμός ηθικής” (Νίτσε).
 

# από το ρήμα χράομαι -ώμαι = μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ κάτι που είναι χρήσιμο. Απ’ εδώ και τα χρήματα, όπως και ό,τι χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγής π.χ τα ακίνητα...

 

 

 

knafpl@hotmail.com         

 

 

 

 

 

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη