
- Ἔλαφος πηρωθεῖσα
 
Ἔλαφος πηρωθεῖσα τὸν ἕτερον τῶν ὀφθαλμῶν παρεγένετο εἴς τινα αἰγιαλὸν καὶ ἐνταῦθα ἐνέμετο, τὸν μὲν ὁλόκληρον πρὸς τὴν γῆν ἔχουσα καὶ τὴν τῶν κυνηγῶν ἔφοδον παρατηρουμένη, τὸν δὲ πεπηρωμένον πρὸς τὴν θάλασσαν· ἔνθεν γὰρ οὐδένα ὑφωρᾶτο κίνδυνον. Καὶ δή τινες παραπλέοντες ἐκεῖνον τὸν τόπον καὶ θεασάμενοι αὐτὴν κατηυστόχησαν. Καὶ ἐπειδὴ ἐλιποψύχει, εἶπε πρὸς αὑτήν· «Ἀλλ’ ἐγὼ ἀθλία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον φυλαττομένη πολὺ χαλεπωτέραν ἔσχον τὴν θάλασσαν ἐφ’ ἣν κατέφυγον».
Οὕτω πολλάκις παρὰ τὴν ἡμετέραν ὑπόληψιν τὰ μὲν χαλεπὰ τῶν πραγμάτων δοκοῦντα εἶναι ὠφέλιμα εὑρίσκεται, τὰ δὲ σωτήρια νομιζόμενα ἐπισφαλῆ.
[Ένα ελάφι τραυματίστηκε στο ένα μάτι του κι έχασε την όραση στο συγκεκριμένο μάτι. Έτσι μονόφθαλμο όπως ήταν, πλησίασε σε μια παραθαλάσσια περιοχή κι εκεί πέρα έβοσκε. Το γερό μάτι το είχε στραμμένο προς την ξηρά, επειδή φοβόταν μήπως τού επιτεθούν τίποτα κυνηγοί από το μέρος τής στεριάς. Ενώ το τυφλό μάτι το είχε στραμμένο προς την κατεύθυνση τής θάλασσας, γιατί πίστευε πως από εκεί δεν διέτρεχε κίνδυνο.
Κι όμως κάποιοι άνθρωποι, που με το καράβι τους έπλεαν κοντά στη στεριά, είδαν το ελάφι, το σημάδεψαν με το τόξο τους, και το πέτυχαν. Και το ελάφι, την ώρα που ξεψυχούσε, μονολόγησε: «αλίμονό μου το δύστυχο! Από τη στεριά περίμενα πως θα μέ ’βρει η συμφορά, κι από τη θάλασσα ήρθε ο χαμός μου, από κει δηλαδή που πίστεψα πως είναι η σωτηρία μου!».
Δίδαγμα: από αλλού πιστεύεις πως θα την πάθεις, κι από αλλού σού ’ρχεται. Δηλαδή καταστάσεις, πράγματα ή και πρόσωπα, που φαντάζουν εχθρικά και επιζήμια για μας, αποδεικνύονται ευεργετικά και σωτήρια. Κι άλλες πάλι καταστάσεις και συνθήκες και πρόσωπα, που φαίνονται φιλικά και ωφέλιμα, αποδεικνύονται καταστροφικά και ολέθρια].
27. Δάμαλις καὶ βοῦς
Δάμαλις βοῦν ὁρῶσα ἐργαζόμενον ἐταλάνιζεν αὐτὸν ἐπὶ τῷ κόπῳ. Ἐπειδὴ δὲ ἑορτὴ κατέλαβε, τὸν βοῦν ἀπολύσαντες, τὴν δάμαλιν ἐκράτησαν τοῦ σφάξαι. Ἰδὼν δὲ ὁ βοῦς ἐμειδίασε καὶ πρὸς αὐτὴν εἶπεν· «Ὦ δάμαλις, διὰ τοῦτο ἤργεις διότι ἔμελλες ἀρτίως τυθῆναι».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τὸν ἀργοῦντα κίνδυνος μένει.
[Μια δαμάλα (αγελαδίτσα) έβλεπε έναν ταύρο (μπουγά) που δούλευε σκληρά και τον έλεγε «καημένο» και «κακομοίρη». – «Εσύ τραβάς αλέτρι στα οργώματα τών χωραφιών ή το κάρο για τις μεταφορές. Ενώ εγώ είμαι ξάπλα, όλη τη μέρα, τρώγω και παχαίνω. Τελικά είσαι μεγάλο κορόιδο!».
Ήρθε όμως ο καιρός μιας θρησκευτικής γιορτής. Τότε, τα αφεντικά απελευθέρωσαν τον ταύρο και τον άφησαν να αναπαυθεί. Ενώ την τεμπέλα αγελαδίτσα την πήγαν για σφάξιμο. Όταν ο ταύρος είδε αυτή τη σκηνή, είπε: «αγελαδίτσα, κατάλαβες τώρα για ποιο λόγο τα αφεντικά σε είχαν ξάπλα όλη τη μέρα και σε καλοτάιζαν; Γιατί σε προόριζαν για μπριζολάκια!».
Δίδαγμα: ο ακαμάτης και αργόσχολος βρίσκεται αντιμέτωπος με κινδύνους. «Αργία μήτηρ πάσης κακίας»].
28. Γυνή μάγος
Γυνὴ μάγος ἐπῳδὰς καὶ θείων καταθέσεις μηνυμάτων ἐπαγγελλομένη διετέλει πολλὰ τελοῦσα καὶ ἐκ τούτων οὐ μικρὰ βιοποριστοῦσα. Ἐπὶ τούτοις ἐγγραφόμενοί τινες αὐτὴν ὡς καινοτομοῦσαν περὶ τὰ θεῖα, εἰς δίκην ἀπήγαγον καὶ κατηγορήσαντες κατεδίκασαν αὐτὴν ἐπὶ θανάτῳ. Θεασάμενος δέ τις αὐτὴν ἀπαγομένην ἐκ τῶν δικαστηρίων ἔφη· «Ὦ αὕτη, ἡ τὰς δαιμόνων ὀργὰς ἀποτρέπειν ἐπαγγελλομένη, πῶς οὐδὲ ἀνθρώπους πεῖσαι ἠδυνήθης;»
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς γυναῖκα πλάνον, ἥτις τὰ μείζονα κατεπαγγελλομένη τοῖς μετρίοις ἀδύνατος ἐλέγχεται.
[Μια γυναίκα μάγισσα υποσχόταν πως γνωρίζει πολλά μαγικά λόγια και τρόπους για να σταματά την οργή τών πνευμάτων. Διέδιδε πως προστατεύει τούς ανθρώπους από τα πονηρά πνεύματα. Έτσι, με τις τελετές που έκανε και τις απατεωνιές της, είχε γίνει πάμπλουτη. Κάποιοι τής έκαναν μήνυση κατηγορώντας την ότι φέρνει αλλαγές στη θρησκεία, την πήγαν στο δικαστήριο, και την καταδίκασαν σε θάνατο.
Όταν την έπαιρναν από το δικαστήριο και την οδηγούσαν για εκτέλεση, κάποιος τής είπε: «Εσύ δεν ισχυρίζεσαι πως μπορείς, με τα μαγικά σου μέσα, να προστατέψεις τον καθένα από τα δαιμόνια; Τώρα πώς δεν μπόρεσες να πείσεις, με ανθρώπινα λόγια, απλούς ανθρώπους και να αθωωθείς;».
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε να πει κάποιος στον οποιοδήποτε τσαρλατάνο, που παριστάνει τον μάντη και τον αστρολόγο αλλά αποδεικνύεται εντελώς ανίσχυρος για τα πιο απλά].
29. Δέλφαξ και πρόβατα
Ἔν τινι ποίμνῃ προβάτων δέλφαξ εἰσελθὼν ἐνέμετο. Καὶ δή ποτε τοῦ ποιμένος συλλαμβάνοντος αὐτόν, ἐκεκράγει τε καὶ ἀντέτεινε. Τῶν δὲ προβάτων αἰτιωμένων αὐτὸν ἐπὶ τῷ βοᾶν καὶ λεγόντων· «Ἡμᾶς μὲν συνεχῶς συλλαμβάνει καὶ οὐ κράζομεν» ἔφη πρὸς ταῦτα· «Ἀλλ’ οὐχ ὅμοιά γε τῇ ὑμετέρᾳ ἡ ἐμὴ σύλληψις· ὑμᾶς γὰρ ἢ διὰ τὰ ἔρια ἀγρεύει ἢ διὰ τὸ γάλα, ἐμὲ δὲ διὰ τὰ κρέα».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι εἰκότως ἐκεῖνοι ἀνοιμώζουσιν οἷς ὁ κίνδυνος οὐ περὶ χρημάτων ἐστίν, ἀλλὰ περὶ σωτηρίας.
[Σ’ ένα κοπάδι προβάτων είχε τρυπώσει κι ένα γουρούνι κι έβοσκε κι αυτό μαζί με τα πρόβατα. Μια μέρα ο βοσκός συνέλαβε το γουρούνι. Το γουρούνι έμπηξε τις φωνές και αντιστεκόταν με κάθε τρόπο. Τα πρόβατα παραξενεύτηκαν από τις αντιδράσεις τού γουρουνιού και του είπαν: «Εμάς τα πρόβατα, σε καθημερινή βάση, το αφεντικό μας μάς πιάνει και δεν βγάζομε μιλιά». – «Άλλο εσείς και άλλο εγώ! Εσάς σάς συλλαμβάνει για το μαλλί σας και για το γάλα σας. Όμως εμένα μ’ έπιασε για το κρέας μου!».
Το παραμύθι υπονοεί ότι δικαιολογημένα θρηνούν και οδύρονται όσοι νοιώθουν πως απειλείται η ίδια η ζωή τους και όχι μονάχα κάποια περιουσιακά τους στοιχεία].
30. Διογένης ὁδοιπορῶν
Διογένης ὁ κύων ὁδοιπορῶν, ὡς ἐγένετο κατά τινα ποταμὸν πλημμυροῦντα, εἱστήκει πρὸς τῇ βαλβίδι ἀμηχανῶν. Εἷς δέ τις τῶν διαβιβάζειν εἰθισμένων θεασάμενος αὐτὸν διαποροῦντα, προσελθὼν καὶ ἀράμενος αὐτόν, σὺν φιλοφροσύνῃ διεπέρασεν αὐτόν. Ὁ δὲ εἱστήκει τὴν αὐτοῦ πενίαν μεμφόμενος, δι’ ἣν ἀμείψασθαι τὸν εὐεργέτην οὐ δύναται. Ἔτι δὲ αὐτοῦ ταῦτα διανοουμένου, ἐκεῖνος θεασάμενος ἕτερον ὁδοιπόρον διελθεῖν μὴ δυνάμενον, προσδραμὼν καὶ αὐτὸν διεπέρασε. Καὶ ὁ Διογένης προσελθὼν αὐτῷ εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκέτι σοι χάριν ἔχω ἐπὶ τῷ γεγονότι· ὁρῶ γὰρ ὅτι οὐ κρίσει, ἀλλὰ νόσῳ αὐτὸ ποιεῖς».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι <οἱ> μετὰ τῶν σπουδαίων καὶ τοὺς ἀνεπιτηδείους εὐεργετοῦντες οὐκ εὐεργεσίας δόξαν, ἀλογιστίας δὲ μᾶλλον ὀφλισκάνουσι.
[Ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος, ταξίδευε πεζός. Φτάνει κοντά σε κάποιον ποταμό, που τα νερά του ήταν φουσκωμένα εκείνη την ώρα. Στάθηκε στο σημείο τού περάσματος, μη ξέροντας τι να κάνει. Εκεί βρισκόταν και κάποιος άνθρωπος που είχε τη συνήθεια να περνά στην απέναντι όχθη τού ποταμού όλο τον κόσμο. Αυτός λοιπόν ο «καλός Σαμαρείτης», σαν είδε τον Διογένη – που ήταν γέρος και ανήμπορος – να δυσκολεύεται να περάσει απέναντι, τον πλησίασε, τον σήκωσε στους ώμους του, και, με όλη του την καρδιά, τον πέρασε στην αντίπερα όχθη.
Ο Διογένης καταϋποχρεώθηκε με τη φιλοτιμία εκείνου τού ανθρώπου. Ήθελε οπωσδήποτε να τον ανταμείψει για την ψυχική του ευγένεια. Αλλά, έλα που δεν είχε φράγκο στη τσέπη, όπως πάντα! – «Ανάθεμα τη φτώχεια μου και τη μόνιμη απενταρία μου! Να, τώρα έπρεπε να είχα κάποια χρήματα στην τσέπη μου, να αντάμειβα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο!». Την ώρα που έκανε αυτές τις σκέψεις, βλέπει ο Διογένης έναν άλλο οδοιπόρο στις όχθες τού ποταμού, που κι εκείνος αδυνατούσε να περάσει στην απέναντι όχθη. Ο «καλός Σαμαρείτης» πάλι τον πλησίασε κι αυτόν, τον φορτώθηκε στους ώμους και τον πέρασε απέναντι.
Τότε ο Διογένης πλησίασε τον «καλό Σαμαρείτη» και του είπε: «Εγώ λοιπόν καμμιά χάρη δεν σου χρωστώ που πριν από λίγη ώρα με κουβάλησες απέναντι. Βλέπω πως την πράξη αυτή την κάνεις σε όλους ανεξαιρέτως, είτε βρίσκονται σε ανάγκη είτε όχι. Και φέρεσαι έτσι όχι από κρίση αλλά επειδή έχεις «κάλο στον εγκέφαλο».
Το παραμύθι υπονοεί ότι όσοι ευεργετούν και γενικά «δίνουν την ψυχή τους» ανεξαιρέτως σε όλους, δηλαδή και σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη και σε όσους δεν έχουν τέτοια ανάγκη, αυτοί δεν θεωρούνται ευεργέτες αλλά βλαμμένοι στα μυαλά και κορόιδα].
31. Ἀετὸς τοξευθείς
Ὑπεράνωθεν πέτρας ἀετὸς ἐκαθέζετο λαγωοὺς θηρεῦσαι ζητῶν. Τοῦτον δέ τις ἔβαλε τοξεύσας, καὶ τὸ μὲν βέλος ἔσω εἰσῆλθεν· ἡ δὲ γλυφὶς σὺν τοῖς πτεροῖς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἱστήκει. Ὁ δὲ ἰδὼν ἔφη· «Καὶ τοῦτό μοι ἑτέρα λύπη, τὸ τοῖς ἐμοῖς πτεροῖς ἀποθνῄσκειν».
Ὅτι τὸ κέντρον τῆς λύπης δεινότερόν ἐστιν, ὅταν τις ἐκ τῶν οἰκείων κινδυνεύσῃ.
[Πάνω σ’ έναν ψηλό βράχο καθόταν ένας αετός. Έψαχνε να κυνηγήσει λαγούς. Εκεί που καθόταν ο αετός αμέριμνος, τον βλέπει ένας κυνηγός, τον σημαδεύει με το τόξο και του ρίχνει ένα βέλος. Το βέλος μπήκε βαθειά στο σώμα τού αετού. Αλλά η γλυφίδα τού βέλους, μαζί με τα φτερά της, πήγε και στάθηκε μπροστά στα μάτια τού αετού. Κι ο αετός, βλέποντας αυτή την εικόνα, λέει: «Κι αυτό είναι μια δεύτερη λύπη: πεθαίνω από τα ίδια τα φτερά μου!».
Ο μύθος υποδηλώνει ότι ο πόνος και η λύπη είναι δυνατότερα, όταν κάποιος προδίδεται από τους ίδιους τούς συγγενείς του].
32. Αἰθίοψ
Αἰθίοπά τις ὠνήσατο τοιοῦτον αὐτῷ τὸ χρῶμα εἶναι δοκῶν ἀμελείᾳ τοῦ πρότερον ἔχοντος. Καὶ παραλαβὼν οἴκαδε, πάντα μὲν αὐτῷ προσῆγε τὰ ῥύμματα, πᾶσι δὲ λούτροις ἐπειρᾶτο καθαίρειν. Καὶ τὸ μὲν χρῶμα μεταβάλλειν οὐκ εἶχε, νοσεῖν δὲ τῷ πονεῖν παρεσκεύασεν.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι μένουσιν αἱ φύσεις ὡς προῆλθον τὴν ἀρχήν.
[Κάποιος αγόρασε έναν Αράπη (Νέγρο ως δούλο). Νόμισε ο αγοραστής πως ο Αράπης ήταν μαύρος επειδή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του δεν τον έπλενε. Δηλαδή πίστευε ο νέος ιδιοκτήτης τού Αράπη πως το μαύρο χρώμα τού δέρματος οφειλόταν στην απλυσιά και στην ακαθαρσία.
Πήρε λοιπόν τον Αράπη στο σπίτι του, τον έπλυνε με όλα τα απορρυπαντικά, και γενικά προσπάθησε να τον καθαρίσει με κάθε είδους πλύσιμο. Όμως δεν μπόρεσε να του αλλάξει χρώμα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να τον αρρωστήσει, με τα πολλά πλυσίματα.
Ο μύθος υποδηλώνει ότι η φύση τού ανθρώπου δεν αλλάζει με κανενός είδους αγωγή. Δηλαδή, «τον Αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς»].
33. Κύων κωδωνοφορῶν
Λάθρᾳ κύων ἔδακνε. Τούτῳ δὲ ὁ δεσπότης κώδωνα ἐκρέμασεν, ὥστε πρόδηλον εἶναι τοῖς πᾶσι. Οὗτος δὲ τὸν κώδωνα σείων ἐν τῇ ἀγορᾷ ἠλαζονεύετο. Γραῦς δὲ κύων εἶπεν αὐτῷ· «Τί φαντάζῃ; οὐ δι’ ἀρετὴν τοῦτον φορεῖς, ἀλλὰ δι’ ἔλεγχον τῆς κεκρυμμένης σου κακίας».
Ὅτι οἱ τῶν ἀλαζόνων κενόδοξοι τρόποι πρόδηλοί εἰσι δηλοῦντες τὴν ἀφανῆ κακίαν.
[Ένας σκύλος είχε την κακιά συνήθεια να δαγκώνει τον κόσμο στα ύπουλα, δηλαδή εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Το αφεντικό τού σκύλου τού κρέμασε στο λαιμό ένα κουδούνι, ώστε ο κόσμος να τον ακούνε και να φυλάγονται απ’ αυτόν. Ο σκύλος όμως το κρεμασμένο κουδούνι το θεώρησε «παράσημο», και μάλιστα έκοβε βόλτες μέσα στους δρόμους και το επιδείκνυε.
Μια γρια σκύλα τού λέει: «βρε, γιατί έχεις τέτοια ιδέα για τον εαυτό σου; Το κουδούνι σού το κρεμάσανε όχι επειδή είσαι υπόδειγμα συμπεριφοράς αλλά επειδή είσαι μεγάλη λέρα! Φορείς το κουδούνι για να προστατεύονται οι άλλοι από την κακία σου!».
Το ίδιο συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: αντί να εξαφανιστούν από προσώπου γης για τις παλιανθρωπιές που έχουν κάμει, κυκλοφορούν μέσα στην κοινωνία και καμαρώνουν κιόλας!].
34. Διογένης καί φαλακρός
Διογένης ὁ κυνικὸς φιλόσοφος λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ εἶπεν· «Ἐγὼ μὲν οὐ λοιδορῶ· μὴ γένοιτο· ἐπαινῶ δὲ τὰς τρίχας ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν».
[Μια φορά ο Διογένης, ο κυνικός φιλόσοφος, άκουγε κατηγορίες και βρισιές από κάποιον φαλακρό. Και τού είπε: «Δεν σε κατηγορώ. Μακριά από μένα τέτοιες συμπεριφορές. Αντίθετα επαινώ τις τρίχες τού κεφαλιού σου που πήραν δρόμο από ένα τέτοιο κεφάλι».
Δίδαγμα: ο συνετός άνθρωπος δεν συνερίζεται με ανόητους. Τους προσπερνά και τους αγνοεί].
35. Κώνωψ καί λέων
Κώνωψ πρὸς λέοντα ἐλθὼν εἶπεν· «Οὔτε φοβοῦμαί σε, οὔτε δυνατώτερός μου εἶ· εἰ δὲ μή, τί σοί ἐστιν ἡ δύναμις; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη ποιεῖ. Ἐγὼ δὲ λίαν ὑπάρχω σου ἰσχυρότερος. Εἰ δὲ θέλεις, ἔλθωμεν καὶ εἰς πόλεμον». Καὶ σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο, δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥίνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα. Καὶ ὁ λέων τοῖς ἰδίοις ὄνυξι κατέλυεν ἑαυτόν, ἕως ἀπηύδησεν. Ὁ δὲ κώνωψ νικήσας τὸν λέοντα, σαλπίσας καὶ ἐπινίκιον ᾄσας, ἔπτατο· καὶ ἀράχνης δεσμῷ ἐμπλακεὶς ἐσθιόμενος ἀπωδύρετο πῶς μεγίστοις πολεμῶν ὑπό εὐτελοῦς ζῴου, τῆς ἀράχνης, ἀπώλετο.
[Ένα κουνούπι πλησίασε ένα λιοντάρι και του είπε: «Δεν σε φοβούμαι, γιατί δεν είσαι δυνατώτερός μου! Πες μου ποια είναι η δύναμή σου; Επειδή γρατσουνίζεις με τα νύχια σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου; Κάτι τέτοιο το κάνουν και οι γυναίκες, όταν μαλώνουν με τους άντρες τους. Κι αυτές, με τα νύχια τους, ξεσκίζουν τα μούτρα τών αντρών τους. Εγώ πάντως αισθάνομαι πολύ πιο δυνατός από σένα. Κι άμα θέλεις, πάμε σε πόλεμο, για να δοκιμάσεις!».
Το κουνούπι σάλπισε την έναρξη τού πολέμου. Ορμά στο πρόσωπο τού λιονταριού κι αρχίζει να τσιμπά τη μουσούδα τού λιονταριού, την περιοχή γύρω από τη μύτη του. Το λιοντάρι απηύδησε από την ενόχληση τού κουνουπιού, και, για να απαλλαγεί από τη φαγούρα τών τσιμπημάτων, άρχισε να ξύνει, με τα νύχια του, τα μούτρα του.
Τελικά το κουνούπι βγήκε ο νικητής. Σάλπισε τον επινίκιο θρίαμβό του και πέταξε μακριά. Όμως σε λίγο έμπλεξε στα δίχτυα μιας αράχνης. Το κουνούπι, την ώρα που το κατασπάραζε η αράχνη, άρχισε τα κλάματα και τους θρήνους. Και είπε: «εγώ, που μπόρεσα να νικήσω ένα λιοντάρι, τώρα νικιέμαι από μια αράχνη!».
Δίδαγμα πρώτο: ακόμα και ο θεωρούμενος ως πανίσχυρος έχει τα τρωτά σημεία του. Ο καθένας βρίσκει το δάσκαλό του.
Δίδαγμα δεύτερο: ακόμα και ο θεωρούμενος ως αδύναμος διαθέτει τα πανίσχυρα όπλα του.
Άρα: μην υποτιμάς ποτέ κανέναν αντίπαλο και παίρνε τους όλους στα σοβαρά. Γιατί δεν ξέρεις από πού θα σού ’ρθει].
36. Λέοντος βασιλεία
Λέων τις ἐβασίλευσεν οὐχὶ θυμώδης, οὐδὲ ὠμός, οὐδὲ βίαιος, ἀλλὰ πρᾷος καὶ δίκαιος, ὥσπερ ἄνθρωπος. Ἐπὶ δὲ τῆς αὐτοῦ βασιλείας συναθροισμὸς ἐγένετο πάντων τῶν ζώων δοῦναι δίκας καὶ λαβεῖν πρὸς ἄλληλα, ὁ λύκος μὲν προβάτῳ, πάρδαλις δὲ αἰγάγρῳ, ἐλάφῳ δὲ τίγρις, κύων δὲ λαγωῷ. Ὁ πτὼξ δὲ ἔφη· «Πολλὰ ηὐχόμην ἰδεῖν τὴν ἡμέραν ταύτην, ἵνα τοῖς βιαίοις φοβερὰ τὰ εὐτελῆ φανῶσιν».
Ὅτι δικαιοσύνης ἐν πόλει οὔσης καὶ δικαίως πάντων δικαζόντων, καὶ οἱ εὐτελεῖς ἀταράχως βιοῦσιν.
[Κάποτε βασιλιάς όλων τών ζώων ήταν το λιοντάρι. Το συγκεκριμένο λιοντάρι δεν είχε καθόλου οργή και θυμό ούτε ήταν αιμοβόρο και σκληρό, αλλά είχε πραότητα και δικαιοσύνη, σα να ήταν ένας ιδανικός άνθρωπος. Στην εποχή τής βασιλείας εκείνου τού λιονταριού, έκαναν σύναξη όλα τα ζώα. Και κάνανε μηνύσεις όσα ζώα ένοιωθαν αδικημένα, και δίκασαν και καταδίκασαν όσα ζώα τα είχαν αδικήσει. Έτσι το πρόβατο τιμώρησε το λύκο, ο αίγαγρος τη λεοπάρδαλη, το ελάφι την τίγρη, ο λαγός τον σκύλο. Και ο λαγός είπε: «Πόσο πολύ περίμενα να δω αυτή τη μέρα, που οι δυνατοί θα έτρεμαν τους αδύνατους!».
Συμπέρασμα: όταν σε ένα κράτος κυριαρχεί η δικαιοσύνη και δεν ισχύει το δίκαιο τού ισχυρού, τότε και οι αδύναμοι αισθάνονται ασφάλεια και ζουν σε συνθήκες ψυχικής ασφάλειας και γαλήνης].
37. Ἐλάτη καὶ βάτος
Ἤριζον πρὸς ἀλλήλας ἐλάτη καὶ βάτος. Ἡ δὲ ἐλάτη ἑαυτὴν ἐπαινοῦσα ἔφη ὅτι «καλή εἰμι καὶ εὐμήκης καὶ ὑψηλὴ καὶ χρησιμεύω εἰς ναῶν στέγη καὶ εἰς πλοῖα· καὶ πῶς ἐμοὶ συγκρίνῃ;» Ἡ δὲ βάτος εἶπεν· «Εἰ μνησθῇς τῶν πελέκεων καὶ τῶν πριόνων τῶν σε κοπτόντων, βάτος γενέσθαι καὶ σὺ μᾶλλον θελήσεις».
Ὅτι οὐ δεῖ ἐν βίῳ ὄντας ἐπαίρεσθαι ἐν τῇ δόξῃ· τῶν γὰρ εὐτελῶν ἀκίνδυνός ἐστιν ὁ βίος.
[Μάλωναν αναμεταξύ τους το έλατο και η βατιά. Το έλατο περηφανευόταν και παινούσε τον εαυτό του: «καμαρώστε με πόσο όμορφο δέντρο είμαι! Είμαι ψηλό και λυγερό. Εμένα χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να κάμουν στέγες ναών και για να φτιάξουν καράβια! Μπορείς εσύ, η βατιά, να συγκριθείς μαζί μου;».
Και η βατιά απάντησε: «αν βάλεις στο νου σου τα πελέκια και τα πριόνια που σε πετσοκόβουν, μάλλον κι εσύ θα προτιμούσες να ήσουν βατιά σαν κι εμένα!».
Συμπέρασμα: ας μην μεγαλοπιάνεται κι ας μην περηφανεύεται κανείς ούτε για τη φήμη του ούτε για την ομορφιά του ούτε για τα πλούτη του. Όλα αυτά αφενός είναι εφήμερα και βραχύβια και αφετέρου, όσοι δεν τα έχουν όλα αυτά, περνάνε πιο ξέγνοιαστη και αμέριμνη ζωή. Δηλαδή τα παραπανίσια προσόντα (ομορφιά, ευφυΐα, σπουδές, πλούτος, δόξα, φήμη) κάποιες φορές αποδεικνύονται καταστροφικά για την τύχη τού ανθρώπου].
38. Λέων γηράσας καὶ ἀλώπηξ
Λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι’ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι’ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο νοσεῖν· καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν ζῷα συλλαμβάνων κατήσθιε. Πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων, ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο, καὶ στᾶσα ἄπωθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ πῶς ἔχοι. Τοῦ δὲ εἰπόντος· «Κακῶς» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι’ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός».
Οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν.
[Ένα λιοντάρι γέρασε. Και δε μπορούσε πια μόνο του να εξασφαλίζει την τροφή του μέσω τού κυνηγιού. Έκατσε τότε και σκέφτηκε έναν πονηρό τρόπο για την επιβίωσή του. Ξάπλωσε μέσα σε μια σπηλιά κι εκεί μέσα προσποιόταν τον ασθενή. Έτσι όσα ζώα τού έκαναν επίσκεψη, τα συλλάμβανε και τα έτρωγε. Πάρα πολλά άγρια ζώα είχε εξοντώσει μ’ αυτό το τέχνασμα.
Όμως μια αλεπού κατάλαβε την πονηριά του. Πλησίασε στην περιοχή τού λιονταριού αλλά κρατήθηκε μακριά από τη σπηλιά. Και το ρωτούσε πώς περνά και τι κάνει. Το λιοντάρι τής είπε: «έχω τα μαύρα χάλια μου! Έχω γερατειά και είμαι πια κατάκοιτο και ετοιμοθάνατο! Εσύ, κυρά αλεπού, για ποιο λόγο δεν μπαίνεις μέσα στη σπηλιά μου αλλά κάθεσαι απέξω;». – «Θα σου έκανα επίσκεψη, μα βλέπω πολλές πατημασιές ζώων που μπήκαν και καμμιά πατημασιά ζώου που να βγήκε».
Ανάλογα και οι μυαλωμένοι άνθρωποι έχουν χρέος να σταθμίζουν τις καταστάσεις και να αποφεύγουν τις κακοτοπιές].
39. Ἔλαφος καὶ ἄμπελος
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ὑπ’ ἀμπέλῳ ἐκρύβη. Παρελθόντων δ’ ὀλίγον ἐκείνων, ἡ ἔλαφος τελέως ἤδη λαθεῖν δόξασα, τῶν τῆς ἀμπέλου φύλλων ἐσθίειν ἤρξατο. Τούτων δὲ σειομένων, οἱ κυνηγοὶ ἐπιστραφέντες καί, ὅπερ ἦν ἀληθές, νομίσαντες τῶν ζῴων ὑπὸ τοῖς φύλλοις τι κρύπτεσθαι, βέλεσιν ἀνεῖλον τὴν ἔλαφον. Ἡ δὲ θνῄσκουσα τοιαῦτ’ ἔλεγε· «Δίκαια πέπονθα· οὐ γὰρ ἔδει τὴν σώσασάν με λυμαίνεσθαι».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ ἀδικοῦντες τοὺς εὐεργέτας ὑπὸ θεοῦ κολάζονται.
[Κάποιοι κυνηγοί καταδίωκαν ένα ελάφι. Το ελάφι ζήτησε καταφύγιο μέσα σ’ ένα αμπέλι. Οι κυνηγοί δεν το είδαν και προσπέρασαν. Το ελάφι πίστεψε πως διέφυγε τελείως τον κίνδυνο και άρχισε να μασουλίζει τα φύλλα τού αμπελιού. Καθώς έτρωγε τα φύλλα τής κληματαριάς, αυτά κουνιούνταν. Τότε κάποιος κυνηγός παρατήρησε αυτό το κούνημα τού κλήματος και ειδοποίησε και τους άλλους κυνηγούς να γυρίσουν πίσω. Έτσι οι κυνηγοί επέστρεψαν στο αμπέλι και διαπίστωσαν πως πίσω από τα αμπελόφυλλα κάτι κουνιόταν. Σημάδεψαν με το τόξο και σκότωσαν το ελάφι.
Και το ελάφι πεθαίνοντας είπε: «καλά να πάθω! Δεν έπρεπε να φάω το κλήμα που ήταν η σωτηρία μου».
Δίδαγμα πρώτο: όποιοι αδικούν τούς ευεργέτες τους, το βρίσκουν απ’ το Θεό.
Δίδαγμα δεύτερο: σε μια έκτακτη και κρίσιμη περίσταση (πόλεμο, σεισμό, πλημμύρα κ.ά.π.), ουδέποτε χαλαρώνουμε ούτε εφησυχάζουμε, αν επισήμως δεν σημάνει «λήξη συναγερμού»].
40. Ἔριφος ἐπὶ δώματος ἑστὼς καὶ λύκος
Ἔριφος ἐπί τινος δώματος ἑστώς, ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν, ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν. Ὁ δὲ λύκος ἔφη· «Ὦ οὗτος, οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ’ ὁ τόπος».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι πολλάκις καὶ ὁ τόπος καὶ ὁ καιρὸς δίδωσι τὸ θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων.
[Ένα κατσίκι σκαρφάλωσε πάνω στη στέγη ενός σπιτιού επειδή είδε να κυκλοφορεί ένας λύκος εκεί κοντά. Πάνω από τη στέγη που βρισκόταν άρχισε να περιγελά και να κοροϊδεύει το λύκο. Ο λύκος ωστόσο απάντησε περιφρονητικά: «τώρα πουλάς μαγκιά όχι εσύ αλλά ο τόπος στον οποίο βρίσκεσαι!».
Ο μύθος διδάσκει ότι συχνά ο τόπος, η χρονική συγκυρία ή κάποιες άλλες ιδιαίτερες συνθήκες αναβαθμίζουν τη θέση κάποιων ανίσχυρων, με αποτέλεσμα αυτοί οι «νάνοι» να ορθώνουν ανάστημα και να «πουλάνε μούρη» στους πραγματικά ισχυρούς].































