
Ο Αίσωπος είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθογράφους. Λέγεται ότι γεννήθηκε στη Φρυγία τής Μ. Ασίας, κατά τον 6ο αι. π.Χ., ότι ήταν δούλος τού Σαμιώτη φιλοσόφου Ιάδμονος και ότι, όταν επέστρεψε μαζί με το αφεντικό του στην Ελλάδα, κάποια στιγμή απέκτησε την ελευθερία του. Λέγεται επίσης πως ήταν ανάπηρος και δύσμορφος αλλά είχε σπινθηροβόλο πνεύμα και αρεσκόταν να διηγείται μύθους, με σκοπό να διορθώνει τα ελαττώματα τών ανθρώπων. Προς επίτευξη τού σκοπού του και για να καταστήσει τούς μύθους του διδακτικούς, παραστατικούς και ενδιαφέροντες, μεταχειρίζεται:
α) Tην προσωποποιΐα, μέσω τής οποίας δίνει ανθρώπινες ιδιότητες σε φυτά, ζώα αλλά και σε άψυχα πράγματα, και
β) Tην αλληγορία, δια της οποίας άλλα λέγει και άλλα εννοεί.
Οι Μύθοι τού Αισώπου διαδόθηκαν ευρύτατα. Τους μιμήθηκαν και άλλοι Έλληνες, Ρωμαίοι αλλά και νεότεροι Ευρωπαίοι μυθογράφοι.
1. Λέαινα καὶ ἀλώπηξ
Λέαινα ὀνειδιζομένη ὑπὸ ἀλώπεκος ἐπὶ τῷ διὰ παντὸς ἕνα τίκτειν· «Ἕνα, ἔφη, ἀλλὰ λέοντα».
Ὅτι τὸ καλὸν οὐκ ἐν πλήθει δεῖ μετρεῖν, ἀλλὰ πρὸς ἀρετὴν ἀφορᾶν.
[Η αλεπού κορόιδευε τη λιονταρίνα ότι γεννά μονάχα ένα παιδί, ενώ η ίδια η αλεπού γεννά ένα τσούρμο αλεπουδάκια. Και η λιονταρίνα γύρισε και της είπε: ναι, ένα παιδί γεννώ, αλλά είναι λέοντας!
Δίδαγμα: tο καλό δεν βρίσκεται πάντα στην ποσότητα αλλά στην ποιότητα»].
2. Ἔριφος καὶ λύκος αὐλῶν
Ἔριφος ὑστερήσας ἀπὸ ποίμνης ὑπὸ λύκου κατεδιώκετο· ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ ἔριφος λέγει τῷ λύκῳ· «Πέπεισμαι, λύκε, ὅτι σὸν βρῶμά εἰμι· ἀλλ’ ἵνα μὴ ἀδόξως ἀποθάνω, αὔλησον, ὅπως ὀρχήσωμαι». Αὐλοῦντος δὲ τοῦ λύκου καὶ ὀρχουμένου τοῦ ἐρίφου, οἱ κύνες ἀκούσαντες καὶ ἐξελθόντες κατεδίωκον τὸν λύκον. Ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ λύκος λέγει τῷ ἐρίφῳ· «Ταῦτα ἐμοὶ καλῶς γίνεται· ἔδει γάρ με μακελλάριον ὄντα αὐλητὴν μὴ μιμεῖσθαι.»
Οὕτως οἱ παρὰ γνώμην τοῦ καιροῦ τι πράττοντες καὶ ὧν ἐν χερσὶν ἔχουσιν ὑστεροῦνται.
[Ένα κατσίκι ξεμάκρυνε από το κοπάδι του. Τότε άρχισε να το καταδιώκει ένας λύκος. Γυρίζει το κατσίκι και λέει στο λύκο: «το ξέρω καλά, λύκε, πως σε λίγο θα με έχεις φάει και θα βρίσκομαι μέσα στην κοιλιά σου. Αλλά, για να μην πεθάνω άδοξα, παίξε μου λίγο με τη φλογέρα σου, για να χορέψω για λίγο και να πάω στον άλλο κόσμο ευχαριστημένο και χαρούμενο!». Όση ώρα έπαιζε φλογέρα ο λύκος και χόρευε το κατσίκι, πήραν είδηση τα σκυλιά τι συνέβαινε, βγήκαν από τις καλύβες τους και άρχισαν να καταδιώκουν το λύκο. Γυρνά τότε ο λύκος και λέει στο κατσίκι: «καλά να πάθω! Τι ήθελα εγώ, που είμαι στο επάγγελμα χασάπης, να παριστάνω το μουσικό;».
Δίδαγμα: όποιος κάνει πράγματα παράκαιρα και έξω από τις αρμοδιότητές του, χάνει κι αυτά που είχε σίγουρα].
3. Βόες τρεῖς καὶ λέων
Ἐνέμοντο μετ’ ἀλλήλων τρεῖς ἀεὶ βόες. Λέων δὲ τούτους φαγεῖν θέλων διὰ τὴν αὐτῶν ὁμόνοιαν οὐκ ἠδύνατο· ὑπούλοις δὲ λόγοις διαβαλὼν ἐχώρισεν ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ τότε ἕνα ἕκαστον αὐτῶν μεμονωμένους εὑρὼν κατεθοινήσατο.
[Ὅτι], εἰ θέλεις μάλιστα ζῆν ἀκινδύνως, τοῖς μὲν ἐχθροῖς ἀπίστει, τοῖς δὲ φίλοις πίστευε καὶ συντήρει.
[Τρία βόδια πάντα έβοσκαν μαζί στο λιβάδι. Ένα λιοντάρι τα έβαλε στο μάτι και ήθελε να τα φάει. Αλλά δεν μπορούσε να τους επιτεθεί γιατί αυτά έβοσκαν συνέχεια όλα μαζί. Τότε «έβαλε λόγια» ανάμεσά τους, δηλαδή «έσπειρε ζιζάνια», δημιούργησε διχόνοια αναμεταξύ τους. Και σαν βρήκε το κάθε βόδι μονάχο του, τα κατασπάραξε όλα, ένα ένα.
Δίδαγμα: αν θέλεις να έχεις ασφάλεια και σιγουριά, μάθε να ξεχωρίζεις τον εχθρό από το φίλο. Και μένε αφοσιωμένος στους φίλους και κράτα τις φιλίες σου σταθερές!»].
4. Λύχνος
Μεθύων λύχνος ἐλαίῳ καὶ φέγγων ἐκαυχᾶτο ὡς ὑπὲρ ἥλιον πλέον λάμπει. Ἀνέμου δὲ πνοῆς συρισάσης, εὐθὺς ἐσβέσθη. Ἐκ δευτέρου δὲ ἅπτων τις εἶπεν αὐτῷ·
«Φαῖνει, λύχνε, καὶ σίγα· τῶν ἀστέρων τὸ φέγγος οὔποτε ἐκλείπει».
Ὅτι οὐ δεῖ τινα ἐν ταῖς δόξαις καὶ τοῖς λαμπροῖς τοῦ βίου τυφοῦσθαι· ὅσα γὰρ ἂν κτήσηταί τις, ξένα τυγχάνει.
[Ένα λυχνάρι μέθυσε από το λάδι που ρουφούσε για να φέγγει. Και κάποια στιγμή το λυχνάρι καυχήστηκε πως έχει λάμψη πιο μεγάλη κι από το φεγγοβόλημα τού ήλιου. Όμως, με το που φύσηξε λίγο ο άνεμος, σβήστηκε το λυχνάρι. Όταν κάποιος, λίγο αργότερα, ξανάναψε το λυχνάρι, του είπε: «λύχνε, φέγγε και σκάσε! Εσύ είσαι ένα τίποτα! Το μόνο φως που ποτέ δε σβήνει είναι το φως τού ήλιου και των αστεριών».
Δίδαγμα: να μη μεγαλοπιάνεται κανείς και να μη «σηκώνει μύτη», όταν η ζωή τού τα φέρνει βολικά και είναι ευτυχισμένος. Γιατί και τις ευτυχισμένες μας στιγμές άλλος μάς τις χαρίζει].
5. Γυνὴ καὶ ὄρνις
Γυνὴ τις χήρα ὄρνιν εἶχε καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ὠὸν αὐτῇ τίκτουσαν. Νομίσασα δὲ ὡς, εἰ πλείους τῇ ὄρνιθι κριθὰς παραβάλλοι, δὶς τέξεται τῆς ἡμέρας, τοῦτο πεποίηκεν. Ἡ δ’ ὄρνις τιμελὴς γενομένη οὐδ’ ἅπαξ τῆς ἡμέρας τεκεῖν ἠδύνατο.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ διὰ πλεονεξίαν τῶν πλειόνων ἐπιθυμοῦντες καὶ τὰ παρόντα ἀποβάλλουσι.
[Μια χήρα γυναίκα είχε μια όρνιθα. Αυτή καθημερινά γεννούσε ένα αυγό. Η γυναίκα πίστεψε πως, αν τάιζε την κότα με πιότερο κριθάρι, αυτή θα γεννούσε δυο αυγά κάθε μέρα. Έτσι λοιπόν άρχισε να την τρέφει με μπόλικο κριθάρι. Η κότα όμως πάχυνε υπέρμετρα. Και δε μπορούσε ούτε μια φορά τη μέρα να γεννήσει.
Δίδαγμα: όποιος γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα!].
6. Κώνωψ καὶ ταῦρος
Κώνωψ ἐπιστὰς κέρατι ταύρου καὶ πολὺν χρόνον ἐπικαθίσας, ἐπειδὴ ἀπαλλάττεσθαι ἔμελλεν, ἐπυνθάνετο τοῦ ταύρου εἰ ἤδη βούλεται αὐτὸν ἀπελθεῖν. Ὁ δὲ ὑποτυχὼν εἶπεν· «Ἀλλ’ οὔτε, ὅτε ἦλθες, ἔγνων, οὔτε, ἐὰν ἀπέλθῃς, γνώσομαι».
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ἀδύνατον, ὃς οὔτε παρὼν οὔτε ἀπὼν ἐπιβλαβὴς ἢ ὠφέλιμός ἐστι.
[Ένα κουνούπι πήγε και κάθισε πάνω στα κέρατα ενός ταύρου. Παρέμεινε εκεί πολλή ώρα. Σαν ήρθε η ώρα να φύγει, ρώτησε τον ταύρο αν θα ήθελε κι ο ίδιος να έφευγε από πάνω του. Κι ο ταύρος απάντησε: «ούτε σαν ήρθες το πήρα χαμπάρι ούτε και τώρα που φεύγεις θα πάρω είδηση».
Δίδαγμα: ενός ασήμαντου ανθρώπου ούτε η παρουσία ούτε η απουσία γίνεται αισθητή. Δηλαδή ένας αμελητέος άνθρωπος, είτε είναι παρών είτε είναι απών, ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει].
[Ένα κουνούπι ζωηρό εκάθισε μια μέρα/σ’ ενός βοδιού το κέρατο κι εσφύριζ’ εκεί πέρα,/κι είπε το βόδι με ψυχρόν Εγγλέζου χαρακτήρα:/“Και όταν ήλθες κι έφυγες χαμπάρι δεν σ’ επήρα”] Φασουλής Φιλόσοφος: Γεωργίου Σουρή.
7. Αἴξ καὶ αἰγοβοσκός
Αἰγοβοσκὸς τὰς αἶγας ἀνεκαλεῖτο πρὸς τὴν μάνδραν. Μία δὲ ἐξ αὐτῶν ὑπελείφθη, ἡδύ τι βοσκομένη. Ῥίψας δ’ ὁ ποιμὴν πέτραν τὸ κέρας αὐτῆς κατέαξεν εὐστοχήσας. Ἐδυσώπει δὲ τὴν αἶγα μὴ εἰπεῖν τοῦτο τῷ δεσπότῃ. Ἡ δὲ εἶπεν· «Κἂν ἐγὼ σιωπήσω, πῶς κρύψω; πρόδηλον γάρ ἐστι πᾶσι τὸ κέρας μου κεκλασμένον».
Ὅτι, τῆς αἰτίας προδήλου οὔσης, οὐ δυνατὸν ταύτην καλύψαι.
[Ένας γιδοβοσκός καλούσε τα κατσίκια από τη βοσκή προς τη μάντρα. Μια κατσίκα είχε μείνει πίσω. Είχε βρει κάποιο ωραίο φυτό και το έτρωγε. Ο βοσκός τής ρίχνει μια πέτρα, την πετυχαίνει, και της σπάζει το κέρατο. Τότε την παρακαλούσε να μην αναφέρει αυτό της το πάθημα στο αφεντικό. Αλλά η κατσίκα είπε: «κι αν ακόμα δεν μιλήσω, κάτι τέτοιο πώς μπορώ να το κρύψω; Είναι ολοφάνερο πως το κέρατό μου είναι σπασμένο».
Δίδαγμα: κάτι που είναι ολοφάνερο, δε γίνεται να μείνει κρυφό].
8. Ἀλώπηξ καὶ βότρυς
Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους, ἠβουλήθη αὐτῶν περιγενέσθαι καὶ οὐκ ἠδύνατο. Ἀπαλλαττομένη δὲ πρὸς ἑαυτὴν εἶπεν· «Ὄμφακές εἰσιν».
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τῶν πραγμάτων ἐφικέσθαι μὴ δυνάμενοι δι’ ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται.
[Μια πεινασμένη αλεπού, μόλις είδε κάποια τσαμπιά σταφυλιού να κρέμονται από μια κληματαριά, θέλησε να τα φάει, αλλά δεν μπορούσε να τα φτάσει. Τότε γύρισε προς τον εαυτό της και είπε: «δε βαριέσαι! Άγουρα είναι».
Το ίδιο συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: ό,τι δεν μπορούν να πετύχουν, φορτώνουν την ευθύνη αλλού, δηλαδή στις κακές συνθήκες που επικρατούν ή λένε πως αυτό που κυνήγησαν δεν άξιζε τον κόπο. Δηλαδή «όσα δε φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια»].
9. Δειλὸς κυνηγὸς καὶ δρυτόμος
Λέοντός τις κυνηγὸς ἴχνη ἐπεζήτει· δρυτόμον δὲ ἐρωτήσας εἰ εἶδεν ἴχνη λέοντος καὶ ποῦ κοιτάζει, ἔφη· «Καὶ αὐτὸν τὸν λέοντά σοι ἤδη δείξω». Ὁ δὲ ὠχριάσας ἐκ τοῦ φόβου καὶ τοὺς ὀδόντας συγκρούων εἶπεν· «Ἴχνη μόνα ζητῶ, οὐχὶ αὐτὸν τὸν λέοντα.»
[Ὅτι] τοὺς θρασεῖς καὶ δειλοὺς ὁ μῦθος ἐλέγχει, τοὺς τολμηροὺς ἐν τοῖς λόγοις καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἔργοις.
[Ένας κυνηγός έψαχνε στο δάσος τα ίχνη ενός λιονταριού. Συνάντησε έναν ξυλοκόπο και τον ρώτησε αν είδε πουθενά πατήματα λιονταριού ή αν ξέρει πού βρίσκεται η φωλιά τού λιονταριού. «Όχι μόνο τα πατήματα αλλά και το ίδιο το λιοντάρι εγώ μπορώ να σου δείξω» είπε ο ξυλοκόπος στον κυνηγό. Τότε ο κυνηγός έχασε το χρώμα του κι άρχισε να χτυπά τα δόντια του από το φόβο: «εγώ μόνο τα πατήματα ψάχνω, όχι το ίδιο το λιοντάρι».
Ο μύθος υπαινίσσεται τούς ψευτοπαλληκαράδες, που είναι «γενναίοι» μόνο στα λόγια κι όχι στην πράξη].
10. Πῆραι δύο
Προμηθεὺς πλάσας ποτὲ ἀνθρώπους δύο πήρας ἐξ αὐτῶν ἀπεκρέμασε, τὴν μὲν ἀλλοτρίων κακῶν, τὴν δὲ ἰδίων, καὶ τὴν μὲν τῶν ὀθνείων ἔμπροσθεν ἔταξε, τὴν δὲ ἑτέραν ὄπισθεν ἀπήρτησεν. Ἐξ οὗ δὴ συνέβη τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν ἀλλότρια κακὰ ἐξ ἀπόπτου κατοπτάζεσθαι, τὰ δὲ ἴδια μὴ προορᾶσθαι.
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα πολυπράγμονα, ὃς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ πράγμασι τυφλώττων τῶν μηδὲν προσηκόντων κήδεται.
[Ο Προμηθέας, όταν δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, στον κάθε άνθρωπο κρέμασε δυο σακκούλια (ταγάρια), το ένα μπροστά στην κοιλιά τους και το άλλο πίσω, στην πλάτη τους. Το πρώτο σακκούλι, το κρεμασμένο στην κοιλιά, περιέχει τα ελαττώματα τών αλλωνών. Ενώ το σακκούλι τής πλάτης περιέχει τα κουσούρια εκείνου που το κουβαλά. Γι’ αυτό το λόγο οι άνθρωποι βλέπουν μονάχα τών αλλωνών τα ελαττώματα, ενώ τα δικά τους δεν τα παρατηρούν.
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε κάποιος να πει σε άνθρωπο κουτσομπόλη, ο οποίος είναι τυφλός στα δικά του ελαττώματα αλλά ανοιχτομάτης στων αλλωνών τα κουσούρια].
11. Λέων καὶ ταῦρος
Λέων ταύρῳ παμμεγέθει ἐπιβουλεύων ἐβουλήθη δόλῳ αὐτοῦ περιγενέσθαι. Διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας ἐφ’ ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε, βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι. Ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς τε πολλοὺς καὶ ὀβελίσκους μεγάλους, τὸ δὲ πρόβατον οὐδαμοῦ, μηδὲν εἰπὼν ἀπηλλάττετο. Τοῦ δὲ λέοντος αἰτιωμένου αὐτὸν καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανομένου δι’ ἣν οὐδὲν δεινὸν παθὼν ἄλογος ἄπεισιν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐ μάτην τοῦτο ποιῶ· ὁρῶ γὰρ παρασκευὴν οὐχὶ ὡς εἰς πρόβατον, ἀλλ’ εἰς ταῦρον ἡτοιμασμένην».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πονηρῶν τέχναι οὐ λανθάνουσιν.
[Ένα λιοντάρι έβαλε στο μάτι έναν τεράστιο ταύρο. Σκέφτηκε λοιπόν να τον νικήσει μ’ ένα τέχνασμα. Του είπε: «έχω θυσιάσει ένα πρόβατο. Είσαι καλεσμένος στο σπίτι μου, έλα να το φάμε μαζί!». Το λιοντάρι είχε στο νου του, την ώρα που ο ταύρος θα ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, να έπεφτε πάνω του και να τον κατασπάραζε. Ο ταύρος πήγε στο σπίτι τού λιονταριού. Είδε παντού μεγάλα καζάνια, μεγάλες σούβλες, αλλά πρόβατο δεν είδε πουθενά! Ο ταύρος κάνει μεταβολή και φεύγει. Το λιοντάρι τον ρωτά: «στάσου! Πού πας; Γιατί φεύγεις χωρίς να πεις κουβέντα, ενώ δεν έχεις πάθει τίποτα;». Κι ο ταύρος απάντησε: «ξέρω τι κάνω. Βλέπω πως οι προετοιμασίες που έχεις κάνει εδώ είναι όχι για πρόβατο αλλά για ταύρο».
Το παραμύθι διδάσκει πως οι μυαλωμένοι άνθρωποι πρέπει να «μυρίζονται» έγκαιρα τούς κινδύνους που τους απειλούν και να προφυλάγονται απ’ αυτούς].
12. Λέων καὶ ὄνος καὶ ἀλώπηξ
Λέων καὶ ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν εἰς ἀλλήλους σπεισάμενοι ἐξῆλθον εἰς ἄγραν. Πολλὴν δὲ αὐτῶν συλλαβόντων, ὁ λέων προσέταξε τῷ ὄνῳ διελεῖν αὐτοῖς. Τοῦ δὲ τρεῖς μοίρας ἐξ ἴσου ποιήσαντος, καὶ ἐκλέξασθαι αὐτῷ παραινοῦντος, ὁ λέων ἀγανακτήσας ἁλλόμενος κατεθοινήσατο καὶ τῇ ἀλώπεκι μερίσαι προσέταξεν. Ἡ δε πάντα εἰς μίαν μερίδα συναθροίσασα καὶ μικρὰ ἑαυτῇ ὑπολιπομένη παρῄνει αὐτῷ ἑλέσθαι. Ἐρομένου δὲ αὐτὴν τοῦ λέοντος τίς αὐτὴν οὕτω διανέμειν ἐδίδαξεν, ἡ ἀλώπηξ εἶπεν· «Ἡ τοῦ ὄνου συμφορά».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι σωφρονισμὸς γίνεται τοῖς ἀνθρώποις τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα.
[Το λιοντάρι, ο γάιδαρος και η αλεπού κάνανε «συνεταιρισμό», και βγήκαν όλοι μαζί για κυνήγι. Πιάσανε πολύ κυνήγι κι έπρεπε να το μοιράσουν μεταξύ τους. Το λιοντάρι διέταξε το γάιδαρο να κάνει τη μοιρασιά. Ο γάιδαρος, με αίσθημα δικαιοσύνης, έβγαλε τρία ολόιδια μερδικά ώστε να μην αδικηθεί κανείς από τους τρεις τους. Και ο γάιδαρος στη συνέχεια λέει στο λιοντάρι: «ορίστε, διάλεξε εσύ πρώτος όποιο μερδικό από τα τρία θέλεις!». Το λιοντάρι τότε θύμωσε, όρμηξε πάνω στο γάιδαρο και τον κατασπάραξε. Ύστερα στρέφεται προς την αλεπού και τη διατάζει να κάνει εκείνη τη μοιρασιά: «αυτός δεν ήξερε να μοιράζει. Ελπίζω εσύ να φανείς πιο γνωστική και να κάμεις σωστή τη μοιρασιά!», της είπε. Η αλεπού, που πήρε καλά το μάθημά της ύστερα από το πάθημα τού γαϊδάρου, όλη τη λεία τού κυνηγιού την έκαμε ένα μερδικό, και, για λόγου της, κράτησε μια ελάχιστη μερίδα κρέατος. Απευθύνεται τότε στο λιοντάρι και του λέει: «ορίστε, πάρε τα όλα εσύ!». Και το λιοντάρι: «ποιος σού έμαθε τόσο όμορφα να κάνεις τις μοιρασιές;». – «Το πάθημα τού γαδάρου».
Δίδαγμα πρώτο: κανενός είδους συνεταιρισμός και «συμμαχία» δε μπορεί να γίνει μεταξύ άνισων.
Δίδαγμα δεύτερο: βάζει κανείς μυαλό από τα παθήματα τών διπλανών του].
13. Πίθηξ καὶ ἁλιεῖς
Πίθηξ ἔν τινι ὑψηλῷ δένδρῳ καθήμενος, ὡς ἐθεάσατο ἁλιεῖς ἐπί τινος ποταμοῦ σαγήνην βάλλοντας, παρετήρει τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα. Καὶ δὴ τούτων τὴν σαγήνην ἐασάντων, καὶ μικρὸν ὑποχωρησάντων τοῦ φαγεῖν, καταβὰς ἀπὸ τοῦ δένδρου, ἐπειρᾶτο μιμεῖσθαι αὐτούς· φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον τοῦτο. Ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων καὶ συλληφθεὶς ἐκινδύνευε πνιγῆναι. Ὁ δὲ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ ἁλιεύειν μὴ μαθὼν τούτῳ ἐπεχείρουν;».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ τῶν μηδὲν προσηκόντων ἐπιχείρησις οὐ μόνον ἀσύμφορος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβής ἐστι.
[Ένας πίθηκος καθόταν πάνω σ’ ένα ψηλό δέντρο. Από εκεί πάνω είδε κάποιους ψαράδες που έριχναν δίχτυα ψαρέματος μέσα στον ποταμό. Τους παρατηρούσε προσεχτικά. Μόλις οι ψαράδες τελείωσαν το ψάρεμα, άφησαν τα δίχτυα στο ποτάμι κι έφυγαν από εκείνο το μέρος για να πάνε να φάνε. Ο πίθηκος κατέβηκε από το δέντρο και, σαν μιμητικό ζώο που είναι, προσπάθησε να αντιγράψει τούς ψαράδες. Όμως μπλέχτηκε μέσα στα δίχτυα και κινδύνευε να πνιγεί. Τότε μονολόγησε: «καλά να πάθω! Τι δουλειά είχα εγώ να παριστάνω τον ψαρά, αφού είμαι πίθηκος και ξέρω μονάχα να σκαρφαλώνω στα δέντρα και να τρώγω μπανάνες;».
Δίδαγμα: μην καταπιάνεσαι με πράγματα που δεν κατέχεις! Διότι όχι μόνο δεν έχεις κέρδος αλλά σε περιμένουν και μεγάλες ζημιές].
14. Ἀνὴρ κομπαστής
Ἀνὴρ πένταθλος ἐπὶ ἀνανδρίᾳ ἑκάστοτε ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὀνειδιζόμενος, ἀποδημήσας ποτὲ καὶ μετὰ χρόνον ἐπανελθών, ἀλαζονευόμενος ἔλεγεν ὡς πολλὰ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀνδραγαθήσας, ἐν τῇ Ῥόδῳ τοιοῦτον ἥλατο πήδημα ὡς μηδένα τῶν Ὀλυμπιονικῶν ἐφικέσθαι· καὶ τούτου μάρτυρας ἔφασκε παρέξεσθαι τοὺς παρατετυχηκότας, ἂν ἄρα ποτὲ ἐπιδημήσωσι. Τῶν δὲ παρόντων τις ὑποτυχὼν ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’, ὦ οὗτος, εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι, οὐδὲν δεῖ σοι μαρτύρων· αὐτοῦ γὰρ καὶ Ῥόδος καὶ πήδημα».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ὧν πρόχειρος ἡ δι’ ἔργων πεῖρα, περὶ τούτων πᾶς λόγος περιττός ἐστι.
[Έναν άντρα, πρωταθλητή και «αριστούχο» στη δειλία, όλοι τον ήξεραν καλά και τον κοροΐδευαν μέσα στην πόλη για το φόβο και την ατολμία του. Αυτός κάποτε έφυγε από το μέρος του και πήγε στο εξωτερικό. Κάποτε ξαναγύρισε στην πατρίδα. Όταν λοιπόν γύρισε από την ξενιτιά, έλεγε «παχιά λόγια» στους συχωριανούς του και όλο παινούσε τον εαυτό του για τα μεγάλα αντραγαθήματά του εκεί στα ξένα. Τους εξιστορούσε πως, όταν έμενε στη Ρόδο, έκαμε ένα τόσο μεγάλο πήδημα που κανείς μέχρι τότε αθλητής δεν το είχε κάμει. Και μάλιστα καλούσε τούς συμπατριώτες του να ρωτήσουν σαν μάρτυρες, για την αξιοσύνη και παλληκαριά του, και τους ανθρώπους τών ξένων χωρών στις οποίες είχε ζήσει. Όμως ένας από τους παρευρισκόμενους γύρισε και του είπε: «Δικέ μου, όλα αυτά που μας παραμυθιάζεις, δεν χρειάζονται μάρτυρες. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα!».
Δίδαγμα: για ό,τι μπορεί να αποδειχτεί με έργα, δεν χρειάζεται κανένας λόγος. Δηλαδή, όταν τα έργα μιλάνε μόνα τους, δεν έχουν την ανάγκη τών λόγων].
Σημερινές παροιμίες: «Παντρέψτε με στην ξενιτιά, να ξέρω να παινιώμαι», «Ο γέρος κι ο ξενιτεμένος καυκιώνται», «Πότε θα γεράσω να περηφανεύγομαι!», «Επήγεν εις την Αραπιάν και δεν είδεν Αράπην».
15. Ἵππος καὶ ὄνος
Ἄνθρωπός τις εἶχεν ἵππον καὶ ὄνον. Ὁδευόντων δέ, ἐν τῇ ὁδῷ εἶπεν ὁ ὄνος τῷ ἵππῳ· «Ἆρον ἐκ τοῦ ἐμοῦ βάρους, εἰ θέλεις εἶναί με σῶν». Ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη· ὁ δὲ ὄνος πεσὼν ἐκ τοῦ κόπου ἐτελεύτησε. Τοῦ δὲ δεσπότου πάντα ἐπιθέντος αὐτῷ καὶ αὐτὴν τὴν τοῦ ὄνου δοράν, θρηνῶν ὁ ἵππος ἐβόα· «Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τί μοι συνέβη τῷ ταλαιπώρῳ; μὴ θελήσας γὰρ μικρὸν βάρος λαβεῖν, ἰδοὺ ἅπαντα βαστάζω, καὶ τὸ δέρμα».
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοῖς μικροῖς οἱ μεγάλοι συγκοινωνοῦντες οἱ ἀμφότεροι σωθήσονται ἐν βίῳ.
[Ένας άνθρωπος είχε στην ιδιοκτησία του ένα άλογο και ένα γαϊδούρι. Μια μέρα, καθώς περπατούσαν μαζί στο δρόμο το άλογο και το γαϊδούρι, φορτωμένα και τα δυο με φορτία, ο γάιδαρος λέει στο άλογο: «συνάδελφε, σε παρακαλώ, πάρε εσύ ένα μέρος από το φορτίο που σηκώνω στις πλάτες μου, γιατί το καταλαβαίνω πως δεν θα αντέξω. Σε λίγο θα σωριαστώ κάτω ξερός από την κούραση. Ξαλάφρωσέ με, σε παρακαλώ!». Το άλογο έκανε τον κουφό. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο γάιδαρος έπεσε κάτω ξερός και πέθανε από την κούραση. Στη συνέχεια, το αφεντικό φόρτωσε τα πάντα στις πλάτες τού αλόγου, μαζί και το πτώμα τού γαϊδάρου. Και το άλογο έμπηξε τις φωνές: «συφορά μου! Τι έπαθα! Δεν ήθελα να σηκώσω ελάχιστο βάρος, και τώρα σηκώνω ολόκληρο το βάρος!».
Δίδαγμα: όταν ο δυνατός συνεργάζεται με τον αδύνατο και επιδεικνύει αίσθημα αλληλεγγύης, τότε και οι δυο σώζονται].































