
Πολλή φασαρία έγινε το τελευταίο διάστημα για τη «ρουκέτα» που εξεστόμισε σημαίνων παράγων της χιακής κοινωνίας! Η φράση αυτή («καλός Τούρκος είναι ο νεκρός Τούρκος») ειπώθηκε από άνθρωπο που έχει αρκετό μυαλό (και σίγουρα περισσότερο από το δικό μου). Ειπώθηκε όμως εν βρασμώ, τότε που οι Τούρκοι αλώνιζαν στον εθνικό εναέριο χώρο και ιδιαίτερα πάνω από τα Ψαρά και τις Οινούσσες, και βέβαια ανεξάρτητα του αν συμφωνεί κανείς ή όχι, χρειάζεται αρκετή συζήτηση.
Εμένα η εμπειρία μου λέει ότι υπάρχουν και καλοί Τούρκοι: Στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, βοήθησα κάποτε κάποιον Τούρκο συνάδελφο χειρουργό, ο οποίος έγινε Κοσμήτωρ στο Πανεπιστήμιο των Αδάνων αργότερα και έδειχνε την ευγνωμοσύνη του επί 20ετία και πλέον μετά την πρώτη γνωριμία μας.
Αλλά ας αφήσουμε τον Φίλιππο Λ. Χρυσοβελόνη να μας διηγηθεί την τύχη του Ζαννή Στεφάνοβικ Σκυλίτζη και την καλή καρδιά του Τούρκου προστάτη του. Αντιγράφω λοιπόν ως έχει (Φ. Χρυσοβελόνης, σελ. 105)[1].
Άθελά μου, έρχεται στο μυαλό μου η «περιπέτεια» ενός άλλου επώνυμου Χιώτη (Μεγάλου Ευεργέτη), του Ζωρζή Δρομοκαΐτη, ο οποίος και αυτός έχασε τον πατέρα του στη «Μεγάλη Σφαγή» (1822) και επωλήθη στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινουπόλεως σε ηλικία 12-15 ετών, ήτο όμως τυχερότερος του Σκυλίτζη. Τον βρήκε, τον αναγνώρισε και τον αγόρασε ο θεός του ο… Αγέλαστος. Τον ανέθρεψε σαν παιδί του (δεν είχε παιδιά) και ο Ζωρζής είχε την εξέλιξη που ήδη περιγράψαμε σε άλλο κείμενό μας[2].
Ο Ζαννής όμως αγοράστηκε από Τούρκο ο οποίος είχε και ένα ακόμα αγόρι (τον Μουσταφά) και παρ’όλα ταύτα τον ανέθρεψε σαν πραγματικό παιδί του και (άκουσον-άκουσον) του πήρε και δάσκαλο για να μην ξεχάσει τα Ελληνικά. Ίσως – λέω ίσως – στη Χίο τουλάχιστον που έχομε το Σκυλίτσειο Νοσοκομείο, αυτό πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία!!!
Και τώρα μια προσωπική εμπειρία για ένα ΚΑΛΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, τον Α.Π., που έζησε σε δύσκολες εποχές υπηρετώντας ανάμεσα σε «κακούς» ανθρώπους (Χούντα). [Ας είναι σαν μνημόσυνο για την ψυχή του].
Τέλος του 1969, αρχές του ’70. Μετά από πρόταση του δασκάλου μου, Καθηγητή της Χειρουργικής και Διευθυντή της Α΄ Χειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Νοσοκομείο «Βασιλεύς Παύλος» – «Λαϊκό» σήμερα), αείμνηστου Νικολάου Χρηστέα, ετοιμαζόμουν να ορκιστώ ως Πανεπιστημιακός, οπότε κτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο του Καθηγητού και ακούγεται η φωνή του να με αναζητάει: «Κύριε Τριπολίτη, τι έκανες και σε αναζητούν (η Χούντα) για ανάκριση;». Εμένα, με έζωσαν φίδια και με άσχημο προαίσθημα πηγαίνω Μπουμπουλίνας 17, όπου τα «Γραφεία» (ανακριτήρια-κρατητήρια κλπ.) της Χούντας…
Εκεί με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχε ένα τραπέζι (γραφείο) μια καρέκλα για τον ανακριτή και μια καρέκλα για τον ανακρινόμενο. Φανταστείτε, κλείνοντας τα μάτια σας, τη σκηνοθεσία Γαβρά: ένα κρύο δωμάτιο, χωρίς καμία διακόσμηση, με κάποιον ανακριτή με γυαλάκια πάνω στη μύτη του πίσω από ένα άδειο γραφείο. Το «ντεκόρ» συνεπληρούτο με έναν ηλεκτρικό γλόμπο που κρεμόταν πάνω από το γραφείο και φώτιζε λίγο το χώρο.
Ο ανακριτής μου, αφού ανακάθισε στην καρέκλα του και έφτιαξε τα γυαλάκια του πάνω στη μύτη του κοιτάζοντάς με πάνω από αυτά, με ρώτησε: «Είσαι ο Αναστάσιος Τριπολίτης του Ιωάννου και της Μαρίας;»… «Μάλιστα», απάντησα εγώ. «Και πού βρίσκεται σήμερα ο πατέρας σου;» ρωτάει ο ανακριτής. «Πέθανε προ επταετίας» απαντάω εγώ. Ο ανακριτής μου, αφού ξερόβηξε φτιάχνοντας τα γυαλιά του και μετακινούμενος στο κάθισμά του, ρωτάει πάλι: «Πότε γεννήθηκες;»… «2 Νοεμβρίου του ‘41» απαντάω εγώ. Οπότε ο ανακριτής μου… δεν κρατήθηκε και μουρμούρισε τόσο δυνατά ώστε να το ακούσω κι εγώ: «Βρε παιδάκι μου, ήσουν 3-4 ετών τότε που υπήρξε το ΕΑΜ, ο πατέρας σου έχει πεθάνει προ επταετίας, κι εγώ κάθομαι και σε ανακρίνω! Μήπως τρελαθήκαμε όλοι μας;» Και ξαναφτιάχνοντας τα γυαλιά του, για πολλοστή φορά, «αποφαίνεται»: «Άκου παιδί μου, μ’αυτά τα χαρτιά που έχω μπροστά μου δεν θα διοριστείς ποτέ σου!... Θα κάνεις λίγη υπομονή να τα φτιάξω και να διοριστείς σε λίγο καιρό». Πράγματι, σε 20-25 μέρες διορίστηκα σε θέση που σήμερα αντιστοιχεί σε βαθμό Επίκουρου Καθηγητή (με «δόξα» και χρήμα). Είναι να μην του ανάψω ένα κερί σήμερα που το σκέπτομαι και γράφω[3] το κείμενο;
[1] Φιλίππου Λ. Χρυσοβελόνη, «ΧΙΟΣ ΚΑΙ ΧΙΟΙ ΔΙΑΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ», Εκδόσεις Βακαλοπούλου, Αθήνα 1938, σελ. 84: Βιογραφία του Σκυλίτζη Ζαννή Στεφάνοβικ (1806-1886). «Πλούσιος τραπεζίτης… κλπ.». Το βιβλίο αυτό μου το χάρισε κυρία Τηνιακής καταγωγής που πηγαινοέρχεται τακτικά στην Τήνο και έχει το ίδιο «χόμπυ» με μένα (διαβάζει… μελετάει… γράφει…).
[2] Περί του Ζωρζή Δρομοκαΐτη έχομε αναφερθεί αλλαχού εκτενώς.
[3] Στοιχεία του ανακριτή μου στη διάθεση του αναγνώστη. Το κείμενο γράφτηκε 29/4/2016, Μεγ. Παρασκευή στη Γενεύη που βρίσκομαι, λίγο προτού πάμε στον Επιτάφιο!...































