
Ημέρες εξετάσεων και όλοι ευχόμαστε «καλή επιτυχία» στους εξεταζόμενους.
Όμως ας μη βιαστεί να πει κανείς πως θα μιλήσουμε για το σύστημα των εξετάσεων, τον τρόπο ή τις προοπτικές των επιτυχόντων…
Το θέμα που θα αναφερθούμε είναι όντως βατό.* Έχω όμως την εντύπωση, όχι όπως το εκτιμούν οι μαθητές όταν αναφέρονται σ’ αυτή τη λέξη.
Αρχίζοντας λοιπόν με το πλούσιο αρχ. ρήμα «βαίνω», τα παράγωγα τα ομόρριζα και τα σύνθετα, το ερμηνεύουμε ως προχωρώ (υψώνω το πόδι για να περπατήσω), βαδίζω αλλά και κατευθύνομαι. Από την ίδια ρίζα προέρχονται πολλές λέξεις με σχετική σημασία. Τέτοιες είναι: βάδην (αρχ. βάδος), βαδίζω, βήμα, βηματίζω, βηματισμός, βάδισμα, δια βάτης , ανα βάτης, επι βάτης, παρα βάτης, δια βήτης (διαβαίνω), διά βημα, εμβαδόν∙ έκταση που καταλαμβάνει ένας χώρος (ρ. εμβαίνω), βάση (λατ. basis αρχ. βάσις) βωμός, βάθρο (υπόβαθρο), αποβάθρα, βαθμός, αναβαθμός, βαθμίδα (αρχ. βαθμίς), βαθμιαίος ˂ βαθμός, βάσιμος = αυτός που μπορεί να δικαιολογηθεί, έχει βάση, βασίζω (δηλ. στηρίζω στη βάση, θεμελιώνω), βασικός αλλά και βατήρας (όργανο γυμναστικής), βακτηρία (μπαστούνι), βάκτρο = ράβδος, ρόπαλο (εκ του βάω →βαίνω →βιβάζω) . Σχετικό και το ρ. βατεύω (για αρσενικά ζώα βλ. επιβήτωρ [επι-βήτωρ]) δηλ. συνευρίσκομαι σεξουαλικά (σχετ. οχεύω* = επιβαίνω (επι-βαίνω [ανεβαίνω, πατώ επάνω]) βατεύω & οχέω = κρατώ, κατέχω). Από την ίδια ρίζα (βαίνω) και το επίθ. βέβηλος ∕ασεβής (α [στερ.] + σέβω) = αυτός που δεν σέβεται που καταπατεί τα ιερά και όσια (πρβλ. άβατος α[στερ.] + βατός), βηλός = κατώφλι.
Θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε και λέξεις που γίνονται σύνθετες με προθέσεις και βάση το ρ. βαίνω. Όπως: ανεβαίνω, κατεβαίνω, ανεβοκατεβαίνω, αποβαίνω, διαβαίνω (σχετ. και η παροιμ. αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει) επεμβαίνω, επιβαίνω, παρεμβαίνω, μεταβαίνω, προβαίνω, παραβαίνω, υπερβαίνω, υποβαίνω (εισχωρώ από κάτω).
*Ας σημειώσουμε, πως ο γνωστός μας βάτος (αρκόβατος [έρκος = φραγμός, περίφραξη]) αποτελεί άριστη περίφραξη απ’ όπου δεν μπορεί να περάσει κανείς. Επομένως, ο βάτος (αρχ. βατίς) δεν είναι βατός! δηλ. διαβατός (πρβλ. διαβατό αλλά και μπασιά δηλ. χώρος απ’ όπου μπορεί να μπει κανείς), είναι αδιάβατος (α-δια-βατός). Διαπιστώνουμε λοιπόν με χαρά, ακόμα μια φορά, πως, όντως ο τονισμός συμβάλλει στη διαφοροποίηση τής έννοιας των λέξεων και αποδεικνύει το βάθος και τον πλούτο τής γλώσσας μας.
**Να πούμε ακόμα, πως και η λ. οχετός (ο) έχει ρίζα το ρ. οχέω = μεταφέρω∙ όπως και το όχημα σχετ. οχηματαγωγό, αποχέτευση, παροχέτευση, διοχέτευση (όχησις = μεταβίβασις).
Για παραπάνω έρευνα:
Θεωρώ πως η ρίζα των παραπάνω λέξεων έχει ως βάση, αλλά και εκφράζει έννοιες σταθερότητας και πίεσης όπως βαδίζω, βάση, βήμα κλπ. Στις βασικές ρίζες μπορούμε να πούμε πως ανήκει και η ρίζα ΠΑ βλ. πάγιος, παγίδα, πάθημα, πατάω –ω, πάτος (δρόμος που πατιέται) κπα.


































