Στοχασμοί που αίρουν την καταστατική ηδονή και δικαιολογούν τη συνάφεια έρωτος και λόγου

Τετ, 14/11/2018 - 19:03

οἱ ἀγαθοί ἄνδρες οὐ χρημάτων
ἀλλά λόγου εἰσίν ἄξιοι”

(Αριστοτέλους Ρητορική Β,24)* 

 

Η σπουδαιότητα του θέματος είναι ο λόγος που επανέρχομαι σ’ αυτό αν και ο γράφων έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με ο ίδιο προσπαθώντας να διερευνήσει την ουσία του. Και τούτο μπορεί να συμβεί μέσω της γεννητικής δύναμης τού λόγου ως λογικής, η οποία (λογική) εμπεριέχει το σπέρμα του και εγγυμονεί τη σκέψη αφού προετοιμάζει την πνευματική γέννηση ή αν προτιμάτε αναγέννηση του...

Αν και το “Συμπόσιο” του Πλάτωνα έχει θέμα την αγάπη ή τον “Έρωτα” γενικά, σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι να το προσεγγίσει από την πλευρά αυτή, αλλά να κατευθύνει το μυαλό τού ανθρώπου πέραν του σαρκικού έρωτα και της σαρκικής ηδονής. Έτσι ο “Πλατωνικός έρως” δεν είναι έρωτας ανολοκλήρωτος ούτε μιά εφήμερη πράξη. Αντίθετα μάλιστα αυτός αποτελεί την γονιμοποίηση τού ιδανικού το οποίο εκφράζεται μέσα από ένα ωραίο σώμα και μιά ωραία ψυχή, και φτάνει στη συνουσίαση τού σωματικού με το ψυχικό και πνευματικό κάλλος. Η Πλατωνική συνάφεια έρωτος και πνεύματος, είναι ο “μετά φιλοσοφίας φυσικός ελληνικός έρως” ο οποίος στην περίπτωσή μας έχει την αρχή του ή μάλλον εμπνέεται άμεσα, από την ετυμολογική συνάφεια έρωτος και λόγου καθ’ ότι, λέγω, σημαίνει “πλαγιάζω ερωτικά” αλλά και “ομιλώ”. Είναι φανερό πως κάθε πράγμα αποκτά νόημα ή αν  θέλετε λειτουργεί στη νόηση από τη στιγμή που θα αποκτήσει ονομαστικό αντίκρυσμα (δηλ. θα του δώσουμε όνομα). Και επί του προκειμένου το λέγω και η λέξη είναι ο ερωτικός εναγκαλισμός που μέσω της ετυμολογίας** φτάνει στην ερωτική- λεκτική ουσία, αφού εν τέλει, αποβλέπει στην αθανασία.  Εδώ φαίνεται όχι μόνο ο πλούτος, αλλά και το προνόμιο τής ελληνικής γλώσσας ως ανεξάντλητη πηγή σκέψης. Η σκέψη αυτή μάς οδηγεί στην ανατρεπτική παρουσία τής ελληνικής γλώσσας όχι μόνο ως προς την “εκκίνηση”, αλλά κυρίως ως προς την κατανόηση τής ύπαρξης, ακόμα και του ιδίου τού ΕΙΝΑΙ.
Έτσι μέσω της μετεξέλιξης και της σύνθεσης δημιουργούμε το πιό ποιοτικό άλμα, που σε τελευταία ανάλυση είναι η επιθυμία τής αθανασίας. Είναι φανερό πως όταν η λέξη κατονομάζει*** κάτι, με αυτό τον τρόπο το διαιωνίζει και ουσιαστικά το απαθανατίζει. Αυτό γίνεται μέσω τού λέγω, τόσο ως ερωτικό  πλαγιάζω, όσο και ως λεκτικό, με αποτέλεσμα ένα διαρκές γίγνεσθαι. Έτσι δεν πρέπει να μας διαφεύγει, πως ο Έρως είναι αυτός που δίδει δημιουργική προοπτική στον λόγο. Ο έρως και οι λέξεις δεν συνιστούν μια “στάση” ή “ανάπαυλα” στο Είναι, αλλά λειτουργούν ως μία πρωτοποριακή και δημιουργική περισυλλογή στους κόλπους του. Η λειτουργία αυτή δεν είναι αναλώσιμη  αλλά συνεχής προσφορά στην ουσία των πραγμάτων τού κόσμου και του ανθρώπου. 

Στην περίπτωσή μας και σύμφωνα με τα παραπάνω το “λέγω” όπως και ο ελληνικός “έρως” εκφράζουν στο βάθος μέσω μιας ετυμολογικής όσο και λειτουργικής λογικής, το όραμα της αθανασίας μέσω της ερωτικής σημαντικής. Μιας αθανασίας που έχει σχέση με τον προνομιακό δεσμό τού έρωτος με την ελληνική γλώσσα, και την άνοδο τού Ανθρώπου στον ετυμολογικό εαυτό του, αυτόν της λογικής αθανασίας. Μιας αθανασίας ανατρεπτικής που μεταβάλει τον υλικό πολιτισμό σε πνευματικό ο οποίος απέχει από την αποκλειστική πρακτική τής συσσώρευσης πλούτου για τις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Η ποιοτική αυτή διαφορά που δημιουργεί ο ελληνικός έρως, όχι μόνο συντελεί αλλά ουσιαστικά αποτελεί την κορυφαία στιγμή τής ποιητικής και δυναμικής παγκόσμιας νομοτέλειας, η οποία συμβάλλει καθοριστικά στην  ποιοτική προαγωγή τού ανθρώπου αφού εκφράζει την ύπαρξή του έχοντας ως στόχο την “παραγωγή ανωτέρων ανθρώπων”. Η ανατροπή αυτή θα αρχίσει από το πεδίο της γλώσσας και συγκεκριμένα στο πεδίο της σημαντικής, ως θεμελιώδους όρου και προπομπού σ’ αυτό τής δημιουργίας αλλά και της ίδιας της ιστορίας.
Καταλήγοντας να επισημάνουμε πως αναμφίβολα η γλώσσα δεν είναι απλώς μια μορφή επικοινωνίας, σε σύγκριση με τα στοιχειώδη συστήματα επικοινωνίας των ζώων, αλλά προάγεται σε αφηρημένο σύστημα σημάνσεως. Δηλ. Δεν σηματοδοτεί απλώς, αλλά λειτουργώντας επαναστατικά, φτάνει στην ουσία των πραγμάτων μέσω της λογικής και της γλωσσικής λειτουργίας
, αφού εξαντλεί τις δυνατότητες του γλωσσικού φαινομένου, εφαρμόζοντας μέσω του διαλέγεσθαι έναν αυτοδύναμο προσδιορισμό τού Είναι εμβαθύνοντας στην ουσία τού λόγου. Αυτό γίνεται κατορθωτό ξεφεύγοντας από τη λειτουργική λογική  τού φημί (ισχυρίζομαι) και φτάνει στο λέγω που επιτρέπει τη διαλογική συζήτηση με τον άλλο, αφού αναγνωρίζει τη δύναμη τής διαλεκτικής, όχι ως “δήλωση” ούτε “εξαγγελία”, αλλά κριτική επεξεργασία για σκέψη. Και κάθε λογική σκέψη δεν λειτουργεί με βάση την εξαγγελία, αλλά προδιαγράφει την ιστορία μιάς λέξης αρχίζοντας από την αρχική σημασία της η οποία προσδιορίζεται από την ετυμολογία της, αν και δεν είναι πάντοτε ευκρινής και πολύ συχνά παραμένει άγνωστη. Δεν γνωρίζω αν ο η λ. Έρως είναι “αγνώστου ετύμου”, αυτό όμως που ανακαλύπτει κανείς μελετώντας ή και φιλοσοφώντας πάνω στο θέμα τού έρωτα, είναι η δυναμική τού λόγου, αρκεί να τολμήσει ερευνώντας τα βάθη τής ελληνικής. Και αυτό θα συμβεί αρχίζοντας από τον λόγο τής Αντιγόνης ο οποίος έστω και μέσω της “ετυμολογικής ακροβασίας” μπορεί να οδηγήσει στην αποφυγή της μονομέρειας. Ακριβώς γιατί είναι ανάγκη να κατανοηθεί ο λειτουργικός ρόλος των λέξεων μιας γλώσσας ως συνόλου.
Και η ελληνική ως γλώσσα τού Λόγου αλλά και πρωτότοκη κόρη του θεού Φάνητος****, στην ιστορική της λογική έκφανση, φανερώνει και ομολογεί την αλήθεια χωρίς να ψεύδεται, εφόσον ο άνθρωπος έχει την ικανότητα τού νοείν, την οποία εκφράζει μέσω του λέγειν.

 

* Δηλαδή ο λόγος είναι κριτήριο τού αγαθού (σπουδαίου) ανδρός. Όπου η λέξη “κριτήριο” σημαίνει τη δυνατότητα κρίσεως και την ικανότητα διακρίσεως.
** Ετυμολογία είναι η εύρεση τής αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης ερευνώντας την ιστορία της. Ωστόσο, η γλώσσα δεν λειτουργεί απλά ερμηνεύοντας τα πράγματα, αλλά προσδίδει την αυθεντική ερμηνεία μέσα από το πνεύμα τού δημιουργού.
*** αναφέρει ή αποκαλύπτει το όνομα κάποιου (ανθρώπου ή πράγματος).
**** Από το ρ. Φαίνω (φανερώνω) και το φως. Ο Φάνης κατά τους Ορφικούς- ήταν ο πρώτος θεός και Βασιλιάς του Σύμπαντος που γεννήθηκε πρώτος μεταξύ των τριών (Φάνης, Έρως, Μήτις). Μῆτις είναι η ικανότητα να σκέφτεσαι και να δίνεις συμβουλές (Βικιλεξικό). Να συμπληρώσουμε ακόμα πως η θεά Αθηνά εκτός από το προσωνύμιο Μήτις δηλ. σοφή
είναι η έχουσα φρόνηση (εφόσον γεννήθηκε από το κεφάλι τού Διός). Έχει δε περισσότερα από 300 επίθετα...

 

knafpl@hotmail.com

 

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη