
61. Ἀλώπηξ καὶ κύων
Ἀλώπηξ εἰς ἀγέλην προβάτων εἰσελθοῦσα, θηλαζόντων τῶν ἀρνίων ἓν ἀναλαβομένη, προσεποιεῖτο καταφιλεῖν. Ἐρωτηθεῖσα δὲ ὑπὸ κυνὸς τί τοῦτο ποιεῖ· «Τιθηνοῦμαι αὐτό, ἔφη, καὶ προσπαίζω». Καὶ ὁ κύων ἔφη· «Καὶ νῦν, ἐὰν μὴ ἀφῇς τὸ ἀρνίον ἀφ’ ἑαυτῆς, τὰ κυνῶν σοι προσοίσω».
Πρὸς ἄνδρα ῥᾳδιουργὸν καὶ μῶρον κλέπτην ὁ λόγος εὔκαιρος.
[Μια αλεπού μπήκε μέσα σ’ ένα κοπάδι προβάτων. Άρπαξε ένα μικρό αρνί, απ’ αυτά που ακόμα θηλάζουν τις μάννες τους, και προσποιόταν πως το φιλά και το χαϊδεύει.
Το τσοπανόσκυλο, που την είδε, της λέει: «τι κάνεις εκεί;». - «Το νταντεύω και αστειεύομαι». - «Άσε το κάτω γρήγορα, γιατί θα σού δείξω αμέσως πώς νταντεύουν τα σκυλιά!».
Αυτός ο μύθος ταιριάζει για αδίστακτους κακοποιούς και ηλίθιους κλέφτες.
Παροιμία: «Έχουσι γνώσιν οι φύλακες!»].
62. Ἀλκύων
Ἀλκύων ὄρνεόν ἐστι φιλέρημον διὰ παντὸς ἐν θαλάττῃ διαιτώμενον. Ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι. Καὶ δή ποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι ἀκρωτήριον καὶ θεασαμένη πέτραν ἐπὶ θαλάττῃ ἐνταῦθα ἐνεοττοποιεῖτο. Ἐξελθούσης δὲ αὐτῆς ποτε ἐπὶ νομήν, συνέβη τὴν θάλασσαν ὑπὸ λαβροῦ πνεύματος κυματωθεῖσαν ἐξαρθῆναι μέχρι τῆς καλιᾶς καὶ ταύτην ἐπικλύσασαν τοὺς νεοττοὺς διαφθεῖραι. Καὶ ἡ ἀλκύων ἐπανελθοῦσα, ὡς ἔγνω τὸ γεγονός, εἶπεν· «Ἀλλ’ ἔγωγε δειλαία, ἥτις τὴν γῆν ὡς ἐπίβουλον φυλαττομένη, ἐπὶ ταύτην κατέφυγον, ἣ πολλῷ μοι γέγονεν ἀπιστοτέρα».
Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι τοὺς ἐχθροὺς φυλαττόμενοι λανθάνουσιν πολλῷ χαλεπωτέροις τῶν ἐχθρῶν φίλοις ἐμπίπτοντες.
[Η αλκυόνη είναι ένα πουλί μονήρες, που αγαπά τη μοναξιά, και τρέφεται αποκλειστικά με ό,τι βρίσκει στη θάλασσα. Λέγεται γι’ αυτήν πως, επειδή φυλάγεται απ’ τους ανθρώπους μήπως και την κυνηγήσουν, φτιάχνει τη φωλιά της και γεννά τ’ αυγά της σε παραθαλάσσιους σκοπέλους. Κάποτε λοιπόν, όταν ήταν ετοιμόγεννη, έφτασε σε κάποιο ακρωτήριο. Εκεί είδε έναν βράχο μέσα στη θάλασσα, και πάνω σ’ αυτόν έκαμε τη φωλιά της και γέννησε τα μικρά της.
Μια φορά η αλκυόνη βγήκε σε αναζήτηση τροφής. Έτυχε τότε να φυσά καυτός αέρας που έκαμε τη θάλασσα να σηκώσει ψηλό κύμα. Το φουσκωμένο κύμα έφτασε μέχρι τη φωλιά, ξέσπασε πάνω της, και σκότωσε τούς νεοσσούς.
Όταν γύρισε η αλκυόνη κι είδε τι είχε γίνει, είπε: «αλίμονό μου η δύστυχη! Φυλαγόμουν απ’ τη στεριά, που τη θεωρούσα εχθρό μου, και την έπαθα απ’ τη θάλασσα, που τη θεωρούσα φίλη μου. Τελικά η θάλασσα αποδείχτηκε ο χαμός μου!».
Το ίδιο συμβαίνει και σ’ εμάς: μερικές φορές προφυλαγόμαστε από ανθρώπους, που τους θεωρούμε σίγουρους εχθρούς μας, και τελικά «την πατάμε» από ανθρώπους που τους θεωρούσαμε σίγουρους φίλους μας.
[Παροιμίες: «Απ’ αλλού εφογούμεστεν, κι απ’ αλλού μάς ήρτεν!», «Αν πεθάνω από συνάχι, η πανούκλα μούντζες νά ’χει», «Σαν πεθάνω με το βήχα, τύφλες νά ’χει το χτικιό»].
[Σχετικό το ποίημα τού Κ. Π. Καβάφη «Τελειωμένα»: Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,/με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,/λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε/για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο/τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μάς απειλεί./Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο,/ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα/(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά)./Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,/εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,/κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μάς συνεπαίρνει].
63. Ἀλώπηξ ἐξογκωθεῖσα τὴν γαστέρα
Ἀλώπηξ λιμώττουσα, ὥς ἐθεάσατο ἔν τινι δρυὸς κοιλώματι ἄρτους καὶ κρέα ὑπό τινων ποιμένων καταλελειμμένα, ταῦτα εἰσελθοῦσα κατέφαγεν. Ἐξογκωθεῖσα δὲ τὴν γαστέρα, ἐπειδὴ οὐκ ἠδύνατο ἐξελθεῖν, ἐστέναζε καὶ ὠδύρετο. Ἑτέρα δὲ ἀλώπηξ τῇδε παριοῦσα, ὡς ἤκουσεν αὐτῆς τὸν στεναγμόν, προσελθοῦσα ἐπυνθάνετο τὴν αἰτίαν. Μαθοῦσα δὲ τὰ γεγενημένα ἔφη πρὸς αὐτήν· «Ἀλλὰ μένε τέως σὺ ἐνταῦθα, ἕως ἂν τοιαύτη γένῃ ὁποία οὖσα εἰσῆλθες, καὶ οὕτω ῥᾳδίως ἐξελεύσῃ».
Ὁ λόγος δῆλοι ὅτι τὰ χαλεπὰ τῶν πραγμάτων ὁ χρόνος διαλύει.
[Μια αλεπού πεινασμένη βρήκε στην κουφάλα ενός δέντρου ψωμιά και κρέατα. Αυτά τα είχαν αφήσει εκεί κάποιοι τσοπάνηδες. Η αλεπού λοιπόν μπήκε μέσα στην κουφάλα τού δέντρου και τά ’φαγε όλα. Πρήστηκε η κοιλιά της και δε μπορούσε να βγει απ’ την κουφάλα. Και στέναζε και οδυρόταν.
Μια άλλη αλεπού, που πέρναγε από εκεί κοντά, άκουσε τούς αναστεναγμούς και τα κλάματά της, πήγε, την είδε και ρώτησε τι συμβαίνει. Σαν έμαθε τι ακριβώς είχε συμβεί, η δεύτερη αλεπού γύρισε κι είπε στην πρώτη: «Μείνε εκεί που βρίσκεσαι μέχρι να χωνέψεις τα φαγιά που έφαγες και αδυνατίσεις! Μόνο έτσι θα μπορέσεις να βγεις!».
Ο μύθος διδάσκει ότι για τα κάθε είδους προβλήματα ο χρόνος δίνει τη λύση.
Παροιμίες: «Και τα θολώτερα νερά κι' αυτά κατασταλάσσουν», «Ο χρόνος είν’ γιατρός». «Χρόνος δ’ ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει (Ο χρόνος σβήνει τα πάντα και τα οδηγεί στη λήθη) (Μένανδρος 545). Ισπανική: El tiempo lo cura todo (Ο καιρός είναι γιατρός)./El tiempo restaura las heridas (Ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές). Γερμανικές: Die Zeit ist der beste Arzt (Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός)./Die Zeit heilt alle Wunden (Ο χρόνος γιατρεύει κάθε πληγή). Η αντίθετη γερμανική: Die Zeit heilt keine Wunde, man gewöhnt sich nur an den Schmerz! (Ο χρόνος δεν θεραπεύει καμία πληγή, απλώς ο πόνος συνηθίζεται)].
64. Ἀλώπεκες ἐπὶ τῷ Μαιάνδρῳ
Ποτὲ ἀλώπεκες ἐπὶ τὸν Μαίανδρον ποταμὸν συνηθροίσθησαν, πιεῖν ἐξ αὐτοῦ θέλουσαι. Διὰ δὲ τὸ ῥοιζηδὸν φέρεσθαι τὸ ὕδωρ, ἀλλήλας προτρεπόμεναι οὐκ ἐτόλμων εἰσελθεῖν. Μιᾶς δὲ αὐτῶν διεξιούσης, ἐπὶ τῷ εὐτελίζειν τὰς λοιπὰς καὶ δειλίαν καταγελώσης, ἑαυτὴν ὡς γενναιοτέραν προκρίνασα θαρσαλέως εἰς τὸ ὕδωρ ἐπήδησεν. Τοῦ δὲ ῥεύματος ταύτην εἰς μέσον κατασύραντος, καὶ τῶν λοιπῶν παρὰ τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ ἑστηκυιῶν, πρὸς αὐτὴν εἰπουσῶν· «Μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς, ἀλλὰ στραφεῖσα ὑπόδειξον τὴν εἴσοδον δι’ ἧς ἀκινδύνως δυνησόμεθα πιεῖν,» ἐκείνη ἀπαγομένη ἔλεγεν· «Ἀπόκρισιν ἔχω εἰς Μίλητον, καὶ ταύτην ἐκεῖσε ἀποκομίσαι βούλομαι· ἐν δὲ τῷ ἐπανιέναι με ὑποδείξω ὑμῖν».
Πρὸς τοὺς κατὰ ἀλαζονείαν ἑαυτοῖς κίνδυνον ἐπιφέροντας.
[Κάποτε, στις όχθες τού ποταμού Μαιάνδρου (ποταμός τής ΝΔ Τουρκίας, ο Μεντερές, στου οποίου τις εκβολές χτίστηκαν η Μίλητος και η Πριήνη), μαζεύτηκε ένα κοπάδι από αλεπούδες. Είχαν σκοπό να πιούν νερό. Αλλά ο ποταμός κυλούσε με μεγάλη ορμή, γι’ αυτό και δεν τολμούσαν να σκύψουν και να πιούν. Μάλιστα αναμεταξύ τους απέτρεπαν η μια την άλλη από ένα τέτοιο παρακινδυνευμένο εγχείρημα.
Μονάχα μια απ’ όλες ήθελε να «το παίξει» γενναία κι ατρόμητη και να εξευτελίσει όλες τις άλλες ως δειλές. Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας η ίδια πως ήταν η πιο γενναία απ’ όλες, έκαμε την αποκοτιά και πήδησε μέσα στο ποτάμι. Το ορμητικό ρεύμα τού ποταμού άρχισε να την παρασέρνει και να την ταξιδεύει μακρυά.
Όταν την είδαν οι άλλες αλεπούδες, εκείνες που στέκονταν στις όχθες, της είπαν: «Μη μας λησμονείς! Να γυρίσεις πίσω και να μας πεις από πού να πλησιάσουμε για να πιούμε κι εμείς άφοβα νερό!!».
Κι εκείνη, καθώς το ρεύμα τού νερού την πήγαινε στον αγύριστο, λέει: «Την απάντηση την έχω στη Μίλητο. Πάω εκεί να την παραλάβω. Και θα γυρίσω να τη φέρω και σ’ εσάς!».
Ο μύθος υπαινίσσεται ανόητους ψευτοπαλληκαράδες, οι οποίοι, άνευ λόγου, εκθέτουν εαυτούς σε θανάσιμους κινδύνους, καθαρά για λόγους επίδειξης και ψευτομαγκιάς. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, πολλοί, νεαροί κυρίως, επιδίδονται σε επικίνδυνους αγώνες ταχύτητας με μοτοσικλέτες, «φλερτάροντας με το θάνατο». Άλλοι πάλι, ακόμα και απερίσκεπτοι ενήλικες, ακολουθούν κάποια επικίνδυνα σπορ που, συχνά, τους στοιχίζουν και την ίδια τους τη ζωή.
Παροιμίες: «Κάμνει τον καμπόσο», «Τζάμπα μάγκας». Κυπριακή παροιμία: «Κάμνουν τούς Μηλιώτες» (υπαινιγμός στην τιμωρία που υπέστησαν οι αρχαίοι Μήλιοι, το 416 π. Χ., όταν εκείνοι αποστάτησαν από την αθηναϊκή ηγεμονία)].
65. Ἀλώπηξ καὶ δρυτόμος
Ἀλώπηξ κυνηγοὺς φεύγουσα, ὡς ἐθεάσατό τινα δρυτόμον, τοῦτον ἱκέτευσε κατακρύψαι αὐτήν. Ὁ δὲ αὐτῇ παρῄνεσεν εἰς τὴν ἑαυτοῦ καλύβην εἰσελθοῦσαν κρυβῆναι. Μετ’ οὐ πολὺ δὲ παραγενομένων τῶν κυνηγῶν καὶ τοῦ δρυτόμου πυνθανομένων εἰ τεθέαται ἀλώπεκα τῇδε παριοῦσαν, ἐκεῖνος τῇ μὲν φωνῇ ἠρνεῖτο ἑωρακέναι, τῇ δὲ χειρὶ νεύων ἐσήμαινεν ὅπου κατεκρύπτετο. Τῶν δὲ οὐχ οἷς ἔνευε προσσχόντων, οἷς δὲ ἔλεγε πιστευσάντων, ἡ ἀλώπηξ ἰδοῦσα αὐτοὺς ἀπαλλαγέντας ἐξελθοῦσα ἀπροσφωνητὶ ἐπορεύετο. Μεμφομένου δὲ αὐτὴν τοῦ δρυτόμου, εἴγε διασωθεῖσα ὑπ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ οὐδὲ διὰ φωνῆς αὐτῷ ἐμαρτύρησεν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε ηὐχαρίστησα ἄν σοι, εἰ τοῖς λόγοις ὅμοια τὰ ἔργα τῆς χειρὸς καὶ τοὺς τρόπους εἶχες».
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους τοὺς χρηστὰ μὲν σαφῶς ἐπαγγελλομένους, δι’ ἔργων δὲ φαῦλα δρῶντας.
[Κάποιοι κυνηγοί καταδίωκαν μια αλεπού μέσα στο δάσος. Αυτή, σαν είδε έναν ξυλοκόπο (υλοτόμο), τον παρακάλεσε να την κρύψει. Ο ξυλοκόπος τής είπε: «μπες μέσα στην καλύβα μου και κρύψου! Εκεί θα είσαι ασφαλής».
Η αλεπού πράγματι κρύφτηκε στην καλύβα τού ξυλοκόπου. Σε λίγο έφτασαν σ’ εκείνο το μέρος οι κυνηγοί που την καταδίωκαν, και ρωτούν τον ξυλοκόπο: «Μήπως είδες μια αλεπού να τριγυρνά εδώ κοντά;». – «Α πα πα! Καμμιά αλεπού δεν υπάρχει εδώ κοντά!» είπε ο ξυλοκόπος. Την ώρα όμως που έλεγε αυτά τα λόγια, τα έργα του ήταν άλλα: με τα χέρια του έκανε νόημα κι έδειχνε: «εκεί που σάς δείχνω κρύβεται η αλεπού!».
Παρ’ όλα αυτά οι κυνηγοί «δεν έπαιρναν πολλές στροφές» και δεν κατάλαβαν τα νοήματα που έκαμνε με τα χέρια του ο ξυλοκόπος, μόνο βασίστηκαν στα λόγια του. Έτσι απομακρύνθηκαν από το μέρος εκείνο.
Εν τω μεταξύ η αλεπού, σαν πήρε χαμπάρι πως οι κυνηγοί απομακρύνθηκαν, βγήκε κι η ίδια δειλά δειλά απ’ την κρυψώνα της, κι έφευγε, χωρίς να πει λέξη στον ξυλοκόπο.
Ο ξυλοκόπος γυρνά και της λέει: «Ωραία είσαι συ! Καλή γουρούνα είσαι! Φεύγεις και δε λες ούτε ένα ‘ευχαριστώ’ σε μένα που σού ’σωσα τη ζωή! Φεύγεις, χοιράλα, κι ούτε καν με χαιρετάς!».
Και η αλεπού απάντησε: «Θα σ’ ευχαριστούσα και οπωσδήποτε θα σου είχα μεγάλη υποχρέωση, αν και τα χέρια σου συμφωνούσαν με τα λόγια σου!».
Αυτόν το μύθο θα μπορούσε να εξιστορήσει κάποιος σε ανθρώπους διπρόσωπους και ύπουλους, οι οποίοι είναι φίλοι μας στα λόγια αλλά στην πράξη «μάς ανοίγουν το λάκκο».
Παροιμίες: «Από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος», «Μπροστοπίσινος!», «Άθρωπος με δυο μούρες!», «Άθρωπος διμούτσουνος», «Από μπρος ‘ώρα καλή’, κι από πίσω ‘τύφλα νάχεις’», «Από μπρος παπαδίζει, κι από πίσω γαδουρίζει», «Το δαγκανιάρικο σκυλί δε γαυγίζει», «Του λαγού λέγει ‘φύγε’ και του σκυλιού λέγει ‘πιάσ’ τονε’»].
66. Ἀνὴρ κακοπράγμων
Ἀνὴρ κακοπράγμων συνορισάμενος πρός τινα ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον, ὡς ἐνέστη ἡ προθεσμία, λαβὼν στρουθίον εἰς τὴν χεῖρα καὶ τοῦτο τῷ ἱματίῳ σκεπάσας, ἧκεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ στὰς ἀντικρὺς ἐπηρώτα πότερόν τι ἔμπνουν ἔχει μετὰ χεῖρας ἢ ἄψυχον, βουλόμενος, ἐὰν μὲν ἄψυχον εἴπῃ, ζωὸν τὸ στρουθίον ἐπιδεῖξαι, ἐὰν δὲ ἔμπνουν, ἀποπνίξας προενεγκεῖν. Καὶ ὁ θεὸς συνεὶς αὐτοῦ τὴν κακότεχνον γνώμην εἶπεν· «Ἀλλ’ ὦ οὗτος, πέπαυσο· ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο ὃ ἔχεις ἢ νεκρὸν εἶναι ἢ ἔμψυχον».
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τὸ θεῖον ἀπαρεγχείρητόν ἐστι.
[Ένας άνθρωπος σκατόψυχος, δηλαδή ψυχικά διεφθαρμένος και με συνεχή διάθεση προς το κακό, έβαλε στοίχημα με κάποιον ότι θ’ αποδείξει πως το μαντείο τών Δελφών λέει ψέματα και δίνει άκυρους χρησμούς.
Πήγε λοιπόν στο μαντείο. Κι όταν ήρθε η σειρά του να λάβει χρησμό, μπήκε μέσα στο ιερό, στάθηκε απέναντι στο θεό και ρώτησε: «Αυτό που κρατώ μέσα στο χέρι μου είναι ζωντανό ή πεθαμένο;». Μέσα στη φούχτα τού χεριού του κρατούσε ένα πουλί, έναν σπουργίτη. Και το χέρι του το είχε καλυμμένο μ’ ένα ρούχο. Σκόπευε ο διεστραμμένος, αν το μαντείο τού απαντούσε «ζωντανό», να τό ’πνιγε το πουλί, σφίγγοντάς το με τα δάχτυλά του. Αν πάλι το μαντείο τού απαντούσε «άψυχο», θα το παρουσίαζε ζωντανό. Δηλαδή πρόθεσή του ήταν να εμπαίξει και να κοροϊδέψει το θεό.
Ο θεός βέβαια, που κατάλαβε τη σκατοψυχιά του, τού απάντησε: «πάψε να δοκιμάζεις τη Θεία Δύναμη! Αν αυτό που κρατάς στη φούχτα σου θα παραμείνει ζωντανό ή θα πεθάνει, εξαρτάται από σένα!».
Δίδαγμα: κανένας άνθρωπος δε μπορεί το Θεό να τον κάμει τού χεριού του. Ο Θεός είναι άμεμπτος και ανεπίληπτος.
Παροιμίες: «Όποιος φτύσει στον ουρανό, το πρόσωπό του φτύνει», «Άμα φτυείς τ’ αψήλου, πάνω σου θα πέσει καμμιά», «Ο περιπαίζων περιπαίζεται», «Οι κατ’ άνεμον πτύοντες τα ίδια εαυτών πρόσωπα πτύουσι». «Ο Θεός ου μυκτηρίζεται» (Παύλου, Επιστολή προς Γαλάτας 6.7)].
67. Ἀνὴρ μεσοπόλιος καὶ ἑταῖραι
Ἀνὴρ μεσοπόλιος δύο ἐρωμένας εἶχεν, ὧν ἡ μὲν νέα ὑπῆρχεν, ἡ δὲ πρεσβῦτις. Καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν, διετέλει, εἴ ποτε πρὸς αὐτὴν παρεγένετο, τὰς μελαίνας αὐτοῦ τρίχας περιαιρουμένη. Ἡ δὲ νεωτέρα ὑποστελλομένη γέροντα ἐραστὴν ἔχειν τὰς πολιὰς αὐτοῦ ἀπέσπα. Οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ὑπὸ ἀμφοτέρων ἐν μέρει τιλλομένῳ φαλακρὸν γενέσθαι.
Οὕτω πανταχοῦ τὸ ἀνώμαλον ἐπιβλαβές ἐστι.
[Ένας άντρας μέσης ηλικίας είχε δυο ερωμένες. Η μια απ’ αυτές ήταν νέα κι όμορφη, η άλλη πάλι πιο ηλικιωμένη κάπως. Κάθε φορά που αυτός πήγαινε στην ηλικιωμένη φιλενάδα του, εκείνη ντρεπόταν να πηγαίνει μ’ έναν άντρα κατά πολύ νεότερό της. Και γι’ αυτό τού μαδούσε τις μαύρες τρίχες του. Όταν πάλι πήγαινε στη νέα φιλενάδα του, εκείνη ντρεπόταν να πηγαίνει με άντρα μεσήλικα και με άσπρες τρίχες. Και γι’ αυτό τού μαδούσε τις άσπρες τρίχες. Έτσι λοιπόν, μαδώντας του η μια τις άσπρες τρίχες και η άλλη τις μαύρες, ο άνθρωπος στο τέλος κατάντησε φαλακρός.
Δίδαγμα: οι φρόνιμοι άνθρωποι ουδέποτε υπερβαίνουν τα όρια, και στα ζητήματα τής ερωτικής ζωής. Αρκετοί ηλικιωμένοι άντρες, ζητώντας αυτοεπιβεβαίωση, συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με γυναίκες κατά πολύ νεότερές τους, με αποτέλεσμα να αυτοεξευτελίζονται. Ο φρόνιμος και συνετός άνθρωπος όταν μεγαλώνει, αποδέχεται το γήρας του ως απολύτως φυσιολογική συνθήκη τής ζωής και δεν παλιμπαιδίζει γενόμενος γελοίος. Όλα πρέπει να γίνονται στην ώρα τους!
Παροιμίες: «Την γρηάν ερωτήσαν ‘Πότε ήβγες φαντίνα;’. – ‘Σαν ηύρα τον καιρόν’». «Ο Θεός να σε φυλάγει απέ γεροντοσεβντά!», «Οπού παίτζει με κοπέλια, δεν του λείπουν καμπανέλια» (Όποιος γέρος ερωτοτροπεί με νέες γυναίκες, ας είναι έτοιμος για διασυρμό), «Ο Θεός να σε φυλάγει από έρωτα γριγιάς, γιατί σού κολλά στο σβέρκο σαν τη μύγια στο κριγιάς!», «Ο Θεός να σε φυλάγει από γερονταγάπη!», «Γάμος εις τα γέρατα ή σταυρός ή κέρατα», «Κάτσε, γέρο, στο κελλί σου, να μη χάσεις την τιμή σου!», «Όποιος παντρεύεται στα γηρατειά, ρίχνει γρήγορα τ’ αυτιά», «Ο κουζουλός ο γάιδαρος πάντα πουλάρι δείχνει». Οὔ τοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι·/οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος,/οὐδ' ἄγκυραι ἔχουσιν· ἀπορρήξασα δὲ δεσμά/πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιμένα (Θέογνις, Elegia st. 457-460 Diehl). Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη (Μένανδρος 90)./Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον (Ακόμα και στις ηθικές παρεκτροπές πρέπει να υπάρχει μέτρο και όριο τής ακολασίας) (Μένανδρος 182)./Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους (Δεν γίνεται να κοροϊδέψεις τη φύση και τους νόμους της!) (Μένανδρος 492)./Τὸ γνῶθι σαυτὸν πανταχοῦ ᾽στι χρήσιμον (Το να ξέρει κανείς καλά ποιος είναι, είναι πολύτιμο εφόδιο, σε κάθε περίστασηΈνας ) (Μένανδρος, Suplemmentum ex Aldo 93)].
68. Ἀνὴρ ναυαγός
Ἀνὴρ πλούσιος Ἀθηναῖος μεθ’ ἑτέρων τινῶν ἔπλει. Καὶ δὴ χειμῶνος σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης, οἱ μὲν λοιποὶ πάντες διενήχοντο, ὁ δὲ Ἀθηναῖος παρ’ ἕκαστα τὴν Ἀθηνᾶν ἐπικαλούμενος μυρία ἐπηγγέλλετο, εἰ περισωθείη. Εἷς δέ τις τῶν συννεναυαγηκότων παρανηχόμενος ἔφη πρὸς αὐτόν· «Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει».
Ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς μετὰ τῆς τῶν θεῶν παρακλήσεως χρὴ καὶ αὐτούς τι ὑπὲρ αὑτῶν λογιζομένους δρᾶν.
Ὅτι ἀγαπητόν ἐστι καὶ ἐνεργοῦντας θεῶν εὐνοίας τυγχάνειν ἢ ἑαυτῶν ἀμελοῦντας ὑπὸ τῶν δαιμόνων περισῴζεσθαι.
Τοὺς εἰς συμφορὰς ἐμπίπτοντας χρὴ καὶ αὐτοὺς ὑπὲρ ἑαυτῶν κοπιᾶν καὶ οὕτω τοῦ θεοῦ περὶ βοηθείας δέεσθαι.
[Ένας πλούσιος Αθηναίος, κάποτε, ταξίδευε με πλοίο, μαζί με άλλους συνταξιδιώτες. Ξαφνικά ξέσπασε μεγάλη τρικυμία και θαλασσοταραχή. Το πλοίο αναποδογύρισε κι όλοι οι επιβάτες βρέθηκαν στη θάλασσα. Όμως, ενώ όλοι οι ναυαγοί πάλευαν απεγνωσμένα με τα κύματα κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σωθούν, εκείνος ο Αθηναίος δεν έκανε απολύτως τίποτα για τη σωτηρία του. Μονάχα ζητούσε τη βοήθεια τής θεάς Αθηνάς. Και της έταζε να της θυσιάσει «τον ουρανό με τ’ άστρα» και «την Άρτα με τα Γιάννενα», στην περίπτωση που σωζόταν.
Ένας από ’κείνους που χαροπάλευαν με τα κύματα τον πλησίασε κολυμπώντας και του λέει: «Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κίνει».
Δίδαγμα πρώτο: στις δυσκολίες τής ζωής μας έχουμε χρέος ν’ αναπτύσσουμε ενεργητική δράση, κι όχι με παθητική διάθεση ν’ αναμένουμε την άνωθεν βοήθεια.
Δίδαγμα δεύτερο: όταν, στις δύσκολες στιγμές μας, γινόμαστε εμείς οι ίδιοι καπετάνιοι τού εαυτού μας, μονάχα τότε «έχουμε μούτρα» να ζητήσουμε και τη θεϊκή βοήθεια. Στην ενάντια περίπτωση, δηλαδή αν αδιαφορούμε για την ίδια μας τη διάσωση, μας αξίζει ο αφανισμός και καμμιά θεϊκή παρέμβαση.
Παροιμίες: «Ρίχτει ο Θεός μας το μαμμά (=τό μάννα: η τροφή που έριχνε ο Θεός από τον ουρανό στους Εβραίους, όταν αυτοί περιπλανιόνταν στην έρημο), μ’, αν δε σαλέψομεν κι εμείς, ο σκύλος τρέχει και τ’ αρπά», «Βλέπου για να σε βλέπει κι ο Θεός!», «Καθησιό καθησιό, κι ο Θεός βοηθός!», «Έχει ο Θεός, μα νάχει κι ο Μαθιός!» (=ερμηνεία: καλό είναι ένας άνθρωπος να διατηρεί πάντα την ελπίδα και αισιοδοξία του για το μέλλον προφέροντας το «έχει ο Θεός!». Ωστόσο ο σώφρων άνθρωπος ξεφεύγει από την παθητικότητα, αναπτύσσει αυτενέργεια και γίνεται ο ίδιος πλαστουργός τής μοίρας του)].
69. Ἀνὴρ πηρός
Ἀνὴρ πηρὸς εἰώθει πᾶν τὸ ἐπιτιθέμενον εἰς τὰς αὐτοῦ χεῖρας ζῷον ἐφαπτόμενος λέγειν ὁποῖόν τί ἐστι. Καὶ δή ποτε λυκιδίον αὐτῷ ἐπιδοθέντος, ψηλαφήσας καὶ ἀμφιγνοῶν εἶπεν· «Οὐκ οἶδα πότερον λύκου ἐστὶν ἢ ἀλώπεκος ἢ τοιούτου τινὸς ζῴου γέννημα· τοῦτο μέντοι σαφῶς ἐπίσταμαι ὅτι οὐκ ἐπιτήδειον τοῦτο τὸ ζῷον προβάτων ποίμνῃ συνιέναι».
Οὕτω τῶν πονηρῶν ἡ διάθεσις πολλάκις καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος καταφαίνεται.
[Ένας άνθρωπος ήταν τυφλός. Συνήθιζαν να του δίνουν διάφορα ζώα, κι αυτός, ψηλαφώντας τα, «μάντευε» ποιο ζώο κάθε φορά τού είχαν βάλει στα χέρια.
Μια φορά, του βάλανε στα χέρια του ένα λυκάκι. Εκείνος το ψηλάφισε και, με κάποιο δισταγμό, αποφάνθηκε: «Δε μπορώ με σιγουριά να πω ποιο ζώο ακριβώς είναι. Πάντως είναι μικρό στην ηλικία ζώο. Και είναι σίγουρα είτε λύκου γέννημα είτε αλεπούς είτε άλλου παραπλήσιου ζώου. Ένα πράγμα οπωσδήποτε ξέρω: αυτό το ζώο, σε καμμιά περίπτωση, δεν πρέπει να κάνει παρέα με πρόβατα!!».
Δίδαγμα: των σκάρτων ανθρώπων η ψυχή ακόμα κι απ’ το παρουσιαστικό τους φαίνεται. «Το πρόσωπο καθρέφτης τής ψυχής».
Παροιμίες: «Βρομορατσιόνα!» (βρόμικη ράτσα), «Εγέννησέν τονε ο γάερος τού Μασουρή!», «Έχει κακά ένστιχτα», «Έχει κακά σωθικά», «Δε χωνεύγει μήτε τ’ άντερα τής κοιλιάς του», «Κάλλια να κοκκινίζεις αφ’ τη ντροπή σου παρά να κιτρινίζεις αφ’ την κακία σου», «Κιτρινιάρης!», «Αγαρηνό σκυλί κατάμονο», «Είναι για το διάολο πεσκέσι», «Απέ κει που θα περάσει, χορτάρι δε φυτρώνει». «ὄψις γὰρ τῶν ἀδήλων τὰ φαινόμενα» (Αναξαγόρας). «Ὄψιν εἶδες, περὶ τῆς γνώμης μὴ ἐξέταζε». «Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 6. 22-23). Λατινική γνώμη: Vultus est index animi (Το πρόσωπο ο δείκτης τής ψυχής). Τουρκική: Kalp kalba karşıdır (Καρδιά σε καρδιά αντίκρυ στέκεται). «Δες τα μάτια του, πιάσε την αθρωπιά του». «Ο άθρωπος καταλαβαίνεται αφ’ τα μούτρα του»].
70. Ἀνὴρ φέναξ
Ἀνὴρ πένης νοσῶν καὶ κακῶς διακείμενος ηὔξατο τοῖς θεοῖς ἑκατὸν βόας τελέσειν, εἰ περισώσειαν αὐτόν. Οἱ δὲ ἀπόπειραν αὑτοῦ ποιήσασθαι βουλόμενοι ῥαΐσαι τάχιστα αὐτὸν παρεσκεύασαν. Κἀκεῖνος ἐξαναστάς, ἐπειδὴ ἀληθινῶν βοῶν ἠπόρει, στεατίνους ἑκατὸν πλάσας ἐπί τινος βωμοῦ κατέκαυσεν εἰπών· «Ἀπέχετε τὴν εὐχήν, ὦ δαίμονες». Οἱ δε θεοὶ βουλόμενοι αὐτὸν ἐν μέρει ἀντιβουκολῆσαι ὄναρ αὐτῷ ἔπεμψαν, παραινοῦντες ἐλθεῖν εἰς τὸν αἰγιαλόν· ἐκεῖ γὰρ αὑτὸν εὑρήσειν ἀττικὰς χιλίας. Καὶ ὃς περιχαρὴς γενόμενος δρομαῖος ἧκεν ἐπὶ τὴν ἠιόνα. Ἔνθα δὴ λῃσταῖς περιπεσὼν ἀπήχθη, καὶ ὑπ’ αὐτῶν πωλούμενος εὗρε δράχμας χιλίας.
Ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
[Ήταν ένας άντρας φτωχός. Κάποτε αρρώστησε κι είχε τα μαύρα του τα χάλια. Έκαμε λοιπόν προσευχή και τάμα στους θεούς: θα τους πρόσφερε εκατό βόδια ως θυσία, στην περίπτωση που οι θεοί τόν έκαμναν καλά (τον θεράπευαν).
Οι θεοί άκουσαν την προσευχή του. Θέλοντας να δοκιμάσουν την αξιοπιστία τής προσευχής του, τον έκαμαν ν’ αναρρώσει γρήγορα απ’ την ασθένεια.
Εκείνος ξαναστάθηκε στα πόδια του και βρήκε πάλι την υγειά του. Αλλά ήταν φτωχός και δεν είχε τα εκατό βόδια που έταξε στους θεούς! Τι να κάνει λοιπόν! Κάθεται και πλάθει με τα χέρια του εκατό μικροσκοπικά βόδια από ζυμάρι. Τα τοποθετεί πάνω στο βωμό και τα προσφέρει στη φωτιά ως ολοκαυτώματα στους θεούς. Και είπε: «εγώ, μια φορά, θεοί, το τάμα μου σάς το εκπλήρωσα!».
Οι θεοί αυτή τη συμπεριφορά τη θεώρησαν υβριστική και ασεβή απέναντί τους. Και του την ανταπέδωσαν ως εξής: εμφανίστηκαν στ’ όνειρό του και του είπαν: «πήγαινε στην ακρογιαλιά! Στο τάδε σημείο θα βρεις χίλιες αττικές δραχμές».
Πράγματι, ο άνθρωπος, μόλις ξύπνησε, πήγε, τρέχοντας και με μεγάλη χαρά, στην ακρογιαλιά. Όμως εκεί δραχμές δεν βρήκε. Αλλά έπεσε πάνω σε κάτι ληστές. Αυτοί τον απήγαγαν και τον πούλησαν σαν δούλο για χίλιες αττικές δραχμές.
Αυτά παθαίνουν όσοι είναι αφερέγγυοι απέναντι στα τάματά τους και πάνε να κοροϊδέψουν το Θεό.
Παροιμία: «Άγιου και παιδιού μην τάξεις!», «Μήδ’ Άγιου τάξεις το κερί μηδέ μωρού κολλίκι!», «Στο παιδί και στο γέροντα να μην κάνεις τάματα!»].
































