
«Μαμά, μπαμπά, γιατί φωνάζετε;» Τα παιδιά δεν χρειάζονται φωνές για να καταλάβουν. Αρκεί να τα κοιτάξεις στα μάτια και να τους μιλήσεις με αλήθεια. Κι όμως, η φωνή συχνά γίνεται συνήθεια. Τρόπος να επιβληθεί ένα «όχι», να διορθωθεί μια συμπεριφορά, να τελειώσει ένας καβγάς. Φωνές που ξεκινούν από κούραση, από άγχος, από φόβο.
Το παιδί όμως δεν ξεχωρίζει την πρόθεση. Δεν ακούει την εξάντληση, αλλά μόνο την ένταση. Και εκεί γεννιέται μια απόσταση ανάμεσα στην εμπιστοσύνη και στον φόβο.
Τα όρια είναι απαραίτητα, αλλά δεν χρειάζονται ένταση. Χρειάζονται σταθερότητα, απλότητα, συνέπεια. Το παιδί δεν ζητά πάντα να συμφωνήσεις. Ζητά να το βλέπεις, να το σέβεσαι, να του μιλάς με λόγια που δεν πληγώνουν.
Κάθε γονέας μπορεί να χάσει την υπομονή του. Τη διαφορά την κάνει η στιγμή που θα σταθεί, θα αναγνωρίσει, θα ζητήσει συγγνώμη. Η διαφορά είναι η αγκαλιά που δίνεται χωρίς να τη ζητήσουν.
Ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς φωνές, μεγαλώνει με φωνή. Και κάποτε, θα μιλήσει κι αυτό. Χαμηλόφωνα. Με φως.































