
Εκ προοιμίου να πούμε, πως δεν θα μας απασχολήσει η “θεογονία”, αλλά το γλωσσικό και ασφαλές ἕδος τής Γης, και να πούμε πως η Γαῖα ως γεννήτρια, σωστά λέγεται έτσι “γαῖα γάρ γεννήτειρα ἄν εἴη ὀρθῶς κεκλημένη” βλ. Πλ. Κρατύλος ( 410 c). Να αναφέρουμε από την αρχή την εκτίμηση τού Αριστοτέλη στην γεωργική επιστήμη που μας λέει: “ πασῶν τῶν ἐπιστημῶν μήτηρ τε καί τροφός γεωργία ἐστί” γιατί εκτός από τροφός, η γεωργία (η σωστή εκμετάλλευση της γης), είναι [και] επιστήμη· και αυτό μας το δείχνουν -εκτός των άλλων- λέξεις όπως: γεωοικονομία, γεωπολιτική, γεωπονία, γεωτεχνική, γεωφυσική, γεωμετρία κα.
Συμπεραίνουμε λοιπόν πως όποιος βρίσκεται επί της γαίας πρέπει να είναι χαρούμενος (γηθέω) διότι επί της γης θέει, δραστηριοποιείται και ως επιστήμων και ως γεωργός. (γηθέω, άρα χαίρω, η λ. γῆθεν σημαίνει ο προερχόμενος από τη γη). Γηθοσύνη = χαρά, τέρψις ηδονή [λξκ. Ησυχ.]. Για τη γεωργία ο Ξενοφών (Οικον. 4.17) μας λέει: “Καλῶς εἶπεν, ὅς ἔφη, τήν ΓΕΩΡΓΙΑΝ τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καί τροφόν εἶναι”. Να πούμε πως η βασική λέξη είναι η γη [γαῖα] ως μητέρα [παμμήτωρ = γη] με το όνομα τής Δήμητρας [Δη-μήτηρ] δωρ. Δαμάτηρ.
Μη ξεχνάμε πως ένα από τα προσωνύμια τής Δήμητρας ήταν και το Δηώ [δαίω = τεμαχίζω- μοιράζω], Ἀγραία, ἡ τῶν ἀγρῶν... και περί τα 20 ακόμα επώνυμα σχετικά με τη μητρική προσφορά και τη διδασκαλία τής γεωργικής επιστήμης στους ανθρώπους. Ο Διοδ. Ο Σικελιώτης αναφέρει (Ι,12) “Γῆ Μήτηρ πάντων, Δημήτηρ πλουτοδότειρα”. Το “δα” του δωρικού Δάματερ (κλητ. προσφ. του Δημήτηρ) απαντά πολλές φορές στους Ύμνους τού Ορφέως ΕΙΣ ΔΗΜΗΤΡΑ. Όπως: Δάματερ...πολύτροφε, πολυμέδυμνε, Ἔσπερος...πιεῖν Δαμάτερα μῶνος ἔπεισεν, ἤσθετο Δαμάτηρ δηλ. αντελήφθη η Δήμητρα, Πότνια Δαμάτηρ...
Να συνεχίσουμε με τα: δά-πεδον, γή-πεδον, επί-πεδον, ισό-πεδον, πεδίον = χώρος ομαλός, αλλά και δάπης – τάπης [δα+πους] και ἔδος δηλ. έδαφος, γη (απ’ εδώ και η λ. έδρα, θρόνος, βάθρο, βάση, ἕδρασμα, ἕδραση, καθέδρα, ἑδραίος [όλα με την έννοια τής βάσης, του στερεού και της ασφάλειας]).
Διαβάζουμε στο Ετυμ. Μέγα “Γῆ, παρά τό γῶ τό χωρῶ, ἡ τά πάντα χωροῦσα” δηλ. η Γη είναι η γεννητική των πάντων(γῶ = γεννῶ[ ἐξ οὗ καί γυνή] τίκτω). Παρατηρούμε λοιπόν πως η Γη τα γεννά όλα με την εργασία που γινόταν με εργαλείο το ὑνίον – γυνί – ὑνί. Απ’ εδώ γίνονται πολλά παράγωγα και σύνθετα όπως: γεννώ, γίνομαι, γη-γενής, γείτων, γάειος δηλ. γήινος, γαίτης & γηίτης [γεωργός], γεωμόρος = γεωργός, γηπόνος & γεωργίτης, γεωργία = το περί την γην έργον, γέφυρα [γῆ ἐπί τό ὕδωρ], γεώργιον (το) = χωράφι, αγρός, ἔγγειος = ὁ ἐν τῇ γῆ (βλ. ἔγγειος ἤ ἔγγαιος [πρόσοδος] δηλ. περιουσία που προέρχεται από τη γη, ἀπόγειος, ἐπίγειος, μεσόγειος, γαιάνθραξ, γαιοκτήμων, γαιήοχος ο Πωσειδών ως κατέχων την γαῖαν – γῆ και γαιοσείστης, γεώδες, γεώδης - γεωειδής– ες, γεωλόγος, γεωπόνος & γηπόνος, γεόλοφος & γήλοφος κλπ. Ακόμα, γεωμετρία, γεωγραφία, γεωγράφος, γεωμέτρης = ὁ τῆς γῆς μετρῶν τά μόρια, γεωρός [γέα + ὁρῶ] = γεωφύλακας σημ. αγροφύλακας.
Μη ξεχνάμε πως πριν διαμορφωθεί η γη όπως την ξέρουμε, υπήρξε μία ρευστή μάζα πολτοειδούς ύλης η οποία εξηράνθη δηλ. “έφυγε” το νερό και έγινε ξηρά. Η γη λέγεται και αἰζυκτή εκ του ἄζω = ξηραίνω, αλλά και δαν εκ του ρ. δαίω = καίω, δαλόν· ξύλον κεκαυμένον (σήμερα δαυλός) δανά=ξηρά (βλ. λξκ. Ησυχίου). Εκτός από τα παραπάνω ζηλευτός παραμένει ο όρος γῆ τραφερή. Αυτή λοιπόν είναι η ξηρά γη, η πεπηγυῖα δηλ. αυτή που έπηξε. Αυτή σήμερα λέγεται “τράφος” δηλ. το χέρσο* (η χέρσος) και ακαλλιέργητο μέρος τού χωραφιού. Το χέρσο (πληθ.Τα χέρσα) προέρχεται από το ρ. Θέρσω που σημαίνει θερμαίνω (σχετ. λ. θέρος, θεριστής) και συνεκδοχικά ξηραίνω “ἠελίῳ τέρσεται” ρ. τερσαίνω - “θερσαίνω” - θερμαίνω = παράγω θερμοκρασία. Σε αντίθεση με τον “τράφο”, έχουμε και την ἄρουρα δηλ. την καλλιεργήσιμη ή καλλιεργημένη γη· πρβλ. το των χαιρετισμών “ Χαίρε ἄρουρα βλαστάνουσα...”.
Ο αγρός ο καλλιεργήσιμος λέγεται “ἄρουρα φερέσβιος” (πρβλ. λ. ὀργάς όπου οργιάζει η βλάστηση (ετυμ. εκ του έργον). Αυτός λοιπόν είναι ο αρόσιμος ἀγρός [ἀρός – ἀγρός], γεώργημα = καλλιεργημένη γη και ουσιαστικά η περί την γην ασχολία και καλλιέργεια που στην κυριολεξία σημαίνει το “κάλιστον ἔργον” και ο εργαζόμενος την γην είναι “χειρώναξ” δηλ. ἄναξ δηλ. ο ἄρχων του εαυτού του, των χεριών του.
Ίσως θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε πως οι πρώτες φιλονεικίες που έγιναν γύρω από τη διεκδίκηση τής γης δηλ. το “περί ἔραν ἐρίζειν”εδημιούργησαν τη λ. “ἔρις” απ’ όπου και το ρήμα ερίζω = φιλονικώ πρβλ. και το του Παυσανία “...η Ποσειδῶνος πρός τήν Άθηνᾶν ἔρις, ὑπέρ τῆς γῆς”.
* Η λέξη “Χέρσον” αναφέρεται στις “Καταβασίες” τής Υπαπαντής ως: Χέρσον ἀβυσοτόκον, πέδον ἥλιος… Ερμην. Στον στερεό βυθό, που τα ύδατα τής αβύσσου κρατεί, άπλωσε κάποτε τις ακτίνες του ο ήλιος… (βλ. διαδίκτυο).

































