"Ήρθαμε στον τόπο μας, μπαμπά! Στον τόπο μας!"

Κυρ, 27/09/2020 - 22:56
Μουσουρούλης Κωστής

Δεκαετία του '70... Ξημερώματα στο καράβι «Σαπφώ», με μια ανείπωτη ανυπομονησία να διατρέχει το παιδικό βλέμμα. Και μιαν επιμονή: "Ν' ανέβουμε στη γέφυρα, μπαμπά, στη γέφυρα!". Κι αργότερα, το '80, τα εφηβικά μου μάτια έβλεπαν τον ήλιο εκστατικά να ανατέλλει, από το «Νήσος Χίος». Η αυγή με εύρισκε στο ψηλότερο κατάστρωμα, να περιμένω να ζυγώσουν οι στεριανές μυρωδιές - αναμνησιακό μείγμα μαστιχόδεντρου κι εσπεριδοειδών ανάκατο με τον ρεαλισμό του ναυτιλιακού καυσίμου - ένδειξη ότι φτάνουμε στη μυροβόλο Χίο.

Τώρα ο πρώτος αυτός γλυκός, μεθυστικός στεριανός αέρας έρχεται από τα κλήματα των Οινουσσών. Σε λίγο, το βαπόρι θα πριμάρει για να δέσει στο λιμάνι της Χίου και η Χώρα θα απλωθεί μπροστά μου. Θυμάμαι, παιδί ακόμα, να καθόμαστε χαράματα στο «γαλατάδικο» στην αρχή της Βενιζέλου, περιμένοντας να ανοίξει η αγορά για τις προμήθειες. Και ύστερα τα ψώνια, οι πρώτες καλημέρες, τα "τι λέει η πρωτεύουσα;", τα φιλικά χτυπήματα, τα "πώς ψήλωσες έτσι!" και μετά το φόρτωμα του αυτοκινήτου - τι βάσανο κι αυτό! Κι έπειτα η καθιερωμένη στάση για τραγανούς λουκουμάδες στου Χούλη, να μελώνουν το στόμα και την ψυχή, ώστε να πάρουμε δυνάμεις για τη δύσκολη τότε διαδρομή προς Πισπιλούντα, που έφτανε σχεδόν τις τρεις ώρες. Και μετά -μεσημέρι πια- μια τελευταία στάση στου Κυρλαγκίτση για να φουλάρουμε το αμάξι βενζίνη -αλλά και να εφοδιαστούμε με εφεδρικό μπιντόνι- μιας και στην Αμανή δεν υπήρχε ακόμη βενζινάδικο.

Το επόμενο ξαπόσταμα θα ήταν στην Κατάβαση, για να πιούμε, κάτω από τα πλατάνια, νερό της πηγής. Κι η τελευταία στάση πάντα στη Βολισσό. Στο τέλος της μικρής αυτής... Οδύσσειας, μας περίμενε η βασανιστική μεταφορά των αποσκευών και των προμηθειών στο ψηλότερο σημείο του χωριού, εκεί που είναι χτισμένο το προγονικό σπίτι, αφού την εποχή εκείνη η οδική πρόσβαση ήταν ανέφικτη και τα λιγοστά αυτοκίνητα του χωριού στάθμευαν κάτω, στην εκκλησία, τον Άγιο Κωνσταντίνο.

Ώρα 6.30 πρωινή και την ίδια ανηφόρα ανεβαίνουμε και τώρα. Οδικώς μεν -οι συνθήκες βελτιώθηκαν βλέπεις- αλλά πάντα με την ίδια κληρονομική πατρική "εμμονή": κατάφορτοι! Οι λάμπες στο καταπράσινο μονοπάτι προς Πισπιλούντα μόλις έχουν σβήσει και εγγίζοντας το βλέμμα πέφτει ψηλά στο αναπαυτήριο του χωριού. Πάνω του αχνοφέγγει γλυκά το πρώτο φως της μέρας..."Ήρθαμε στον τόπο μας, μπαμπά! Στον τόπο μας!"

Άλλες απόψεις: Του Κωστή Μουσουρούλη