Σελίδες ιστορίας

Παρ, 15/07/2016 - 20:03

Εγώ, η κυρά Ιστορία, απόψε που με ξενυχτάτε με θόρυβο και φασαρία πολύ,
 με λόγια και με έργα 
πρωτάκουστα και πρωτοειπωμένα, 
απόψε που, πάνω σας καταφέρατε πάλι
 να μαζέψετε της οικουμένης την απαντοχή
κι όλος ο κόσμος να προσμένει,
 με κομμένη την ανάσα,
 να δει πώς θα σας ξημερώσει το αύριο 
και τι το πεπρωμένο έχει για σας αποφασίσει, 
έκατσα να σας γράψω ένα γράμμα 
Έλληνες...

Τι άλλο πια να κάμω σε τέτοιους καιρούς...

Καθώς ξέρετε, δουλειά μου είναι να καταγράφω της κάθε μέρας, του κάθε χρόνου και του κάθε αιώνα τα καμώματα.

Πρέπει λοιπόν να γράψω και τα σημερινά σας, ως έχω γράψει και τα χτεσινά κι όλα όσα βλέπω κι ακούω τελευταίως, που καμιάν εντύπωση δεν μου κάμνουν βέβαια κι ούτε που με ξαφνιάζουν αφού, καλά σας έχω μελετήσει κι εσάς και τις συνήθειες και τα φυσικά σας και τους άρχοντές σας που σας μοιάζουν, μια κι απ’ την ίδια κοιλιά της μάνας σας βγήκατε, της Ελλάδας κι όλα σας τα σουσούμια και το αίμα σας είναι το ίδιο βλέπεις...

Καλά σας ξέρω πια, αφού, τις πρώτες-πρώτες τις σελίδες του βιβλίου μου εσείς τις εγεμίσατε με όσα κάματε, είπατε, διδάξατε, τραγουδήσατε κι αφ’ ότου εξεκίνησα να γράφω, όσα καλά κι όσα κακά, τα όσα τιμημένα και τα όσα ντροπιασμένα καταφέρατε, τα ‘χω ιστορημένα ένα-ένα και όλη η γης τα ξέρει.

Ξέρω λοιπόν, πώς η ανάσα σας μοσχοβολά μυρτιάς μύρο, μαστίχι κι αλμύρα θαλασσινή και ο ιδρός του κόπου σας είναι ανακατεμένος με το αίμα των αγώνων για τη λευτεριά σας.

Και ξέρω πως της μάνας σας το μνήμα, του πατέρα σας την κληρονομιά, της αδελφής σας την τιμή, βάζετε πάνω από τη ζωή σας.

Ξέρω ακόμη πως μιλάτε με ποιήματα, μαλώνετε με στίχους και τραγούδια, στον έρωτα μπρος γονατίζετε και το ψωμί σας, μπουκιά - μπουκιά, το τρώτε με τον γείτονά σας.

Ξέρω πως, τούτη τη μικρή βουνίσια γη που κατοικήσατε, όλοι οι λαοί, μικροί-μεγάλοι, τη λαχτάρησαν.

Και τούτη την ανυπότακτη τη θάλασσα  που βρέχει τις ακρογιαλιές και τα νησιά της, ενώνει της Ανατολής την αρχοντιά με τη νιότη της Δύσης

και τους βοριάδες μπλέκει με του Λυβικού τον τρελονότο,

ξέρω πως την οργώσανε γαλέρες, πειρατικά πολεμικά κι εμπορικά

πλούσιες πραμάτειες φορτωμένα, που είχανε μόνο σκοπό να κατακτήσουν, ύπουλα μεταμφιεσμένα, τούτης της γης της ξακουστής τα έχη της και τα καλά της.

 

Ξέρω πως, σαν κάνετε προσευχή σε μία μάνα Παναγιά της τάζετε, για την υγειά των γιών και των κορών σας, του σπλάχνου της τον βαρύ σταυρό να τον σηκώνετε κι από κοντά του ν’ ανεβαίνετε στον Γολγοθά του, ν’ ανακουφίζετε στο πλάι του τον πόνο του, την αδικία που τον καταδίκασε στη Σταύρωση να μοιραζόσαστε, των ήλων και της λόγχης τον εξευτελισμό για χάρη του να δεχτείτε .

Μα ξέρω ακόμη πως, ένα κακό μεγάλο κι ένα στίγμα αγιάτρευτο τη ράτσα σας στοιχειώνει.

Κι είναι πληγή που αιώνια αιμορραγεί κι είναι αρρώστια που με φάρμακα δεν γιαίνει.

Είναι κατάρα που τα μάγια της δεν λύνονται κι είναι σημάδι του Θεού που πάντα θα σας ξεχωρίζει.

Είναι ό,τι πάντα μες στα μνήματα θα σας τραβά και πάντα αδύνατους κι αδικημένους θα σας αφήνει.

Γιατί, του Καϊν το χτικιό το κουβαλάτε αλίμονο και του αδελφού το μίσος για τον αδερφό εντός σας την νίκη και την προκοπή θα σας στερεί και το κεφάλι να σηκώσετε, άμοιροι, ποτέ δεν θα μπορέσετε.

Εγώ, η κυρά Ιστορία, απόψε που με ξενυχτάτε, έκατσα πάλι να γράψω στις σελίδες μου τ’ ανάδελφά σας τα καμώματα τα σημερνά σας, κι όπως τα γράφω, κλαίω και πάλι σας λυπούμαι...

 

 

Άλλες απόψεις: Της Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου