Αναζήτηση της πραγματικότητας μέσω της φιλοσοφίας

Τρί, 26/02/2019 - 15:06

Δεν είναι εύκολο να δώσει κανείς έναν ορισμό της φιλοσοφίας, μια και κάθε φιλόσοφος δίνει διαφορετικό ορισμό ως προς αυτό…

Εκ προοιμίου μπορούμε να δεχτούμε ως βάση εργασίας πως: “Οι περισσότεροι φιλόσοφοι έχουν σκοπό να πλησιάσουν την πραγματικότητα” σε μεγαλύτερο βαθμό από τους πολιτικούς ή τους επιστήμονες.

Ωστόσο η μεγαλύτερη συνεισφορά της φιλοσοφίας είναι η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου η οποία επιτρέπει την έρευνα μέσω της σκέψης καθόσον αυτή μας βοηθάει στο να αποκτήσουμε σφαιρικότερη γνώση ακριβώς μέσα από έναν δημιουργικό τρόπο σκέψης και ανάλυσης των πραγμάτων, αλλά και γι αυτό, σωστής αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων. Σε τελευταία ανάλυση μέσω της φιλοσοφίας αναζητείται το νόημα της ζωής χωρίς να αγνοούμε το είναι (ύπαρξη) των φαινομένων το οποίο όμως δεν ταυτίζεται, αλλά αποτελεί φαίνεσθαι τής γνώσης.

Επομένως κάθε γνώση είναι σχετική. Η παραγωγή τής γνώσης έχει σχέση εκτός από τον χρόνο και το περιεχόμενο, την κίνηση την ενέργεια όπως και το συγκεκριμένο μέγεθος. Αυτά προσδιορίζουν την πραγματική γνώση σύμφωνα με τον Hegel και δεν αποτελεί γνώση ούτε έχει την ισχύ η “αλήθεια” τής ανθρώπινης ταυτότητας, γιατί μεταβάλλεται και έχει αναστρέψιμο χαρακτήρα, όπως κάθε ταυτότητα* η οποία θεωρούμενη ως πάγια απεικόνιση τού προσώπου στο οποίο αναφέρεται, αποτελεί δέσμευση “βαθιά προβληματική”, διότι – αν ήταν έτσι- θα ήταν περιορισμός και θα αναχαίτιζε κάθε εξελικτική προοπτική.

Δεν είναι εύκολο να συμφωνήσει κανείς με την άποψη “Καλύτερα στην πραγματικότητα δυστυχισμένος, παρά με αυταπάτες και ευτυχισμένος” μια και οι φιλοσοφικές σκέψεις – αναζητήσεις του καθενός “πρέπει” να οδηγούν στην αναζήτηση τής αλήθειας μέσα από την έρευνα, που επιδιώκει τη σφαιρική γνώση, αλλά και τα ερωτηματικά που δημιουργεί η πραγματικότητα. Επομένως “φιλοσοφία” είναι τρόπος ζωής που σκοπό έχει την αντιμετώπιση των πραγμάτων με ορθολογικό τρόπο, παράλληλα όμως να μας δείξει πως μπορεί κανείς να ζη “όσο το δυνατόν καλύτερα μπορεί”. Σκοπός λοιπόν της φιλοσοφίας είναι να μας κάνει ή να μας διδάξει πως θα ξεφύγουμε από την πεπατημένη μέσω της αυτογνωσίας. Αυτό θα μας προάγει στην έρευνα μέσω της επιστημονικής φιλοσοφίας και θα μας δώσει τη δυνατότητα μιας γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης μακριά από εσφαλμένες προκαταλήψεις και δεδομένα που φρενάρουν τη σκέψη, επιβραδύνουν ή και αναστέλλουν την πρόοδο. Όσο και αν τα φαινόμενα μετέχουν στο γίγνεσθαι, εντούτοις η γνώση που μας προσφέρεται από αυτά, είναι μια όψη τής πραγματικότητας η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην αντίληψη η οποία συγκεκριμενοποιείται μέσω της νόησης.

Όμως, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως “η Φιλοσοφία δεν μένει στο επίπεδο της απλής εμπειρίας ή περιέργειας αλλά γίνεται σοβαρή, μεθοδική και συστηματική ενασχόληση που αποκρυσταλλώνεται σε διάφορες μορφές” .

Μία από τις μορφές αυτές που εμπίπτουν στη φιλοσοφική ματιά ή και ενασχόληση τού πολίτη, είναι να τον κάνει να σκεφτεί ή να ξανασκεφτεί αυτό που θεωρείται δεδομένο, οριστικό ακόμα και λυμένο. Με αυτό τον τρόπο “ξαναδιαβάζει” κανείς “αυτό που θεωρείται δεδομένο”, οριστικό και λυμένο. Και αυτό μπορεί να αναφέρεται ευρύτερα στην ιστορία του πνεύματος αλλά και στην κοινωνικοπολιτική ιστορία. Γιατί οι γνώσεις όσο πολύτιμες και να είναι, όχι μόνο είναι σχετικές, αλλά μεταβάλλονται συνεχώς κατά την εξέλιξη μιάς έρευνας. Επανερχόμενοι όμως στην αντίληψη μπορούμε να βεβαιωθούμε πως χωρίς αυτήν δεν προκύπτει καμία γνώση· γιατί το φαίνεσθαι δεν είναι κοινό για όλους. Έτσι καταλάβει κανείς, πως ούτε η φιλοσοφική έρευνα δίνει τελικές απαντήσεις “ερήμην του νοούντος και αντιλαμβανόμενου υποκειμένου”.
Παρ’ όλα αυτά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η πολιτική σήμερα κινείται πέραν από τον ωφελιμισμό ή αν θέλετε δεν έχει ωφελιμιστικό χαρακτήρα που πολλές φορές εδράζεται σε δολοπλοκίες οι οποίες είναι ντυμένες με ελπίδες και ηθική. Η πρακτική όμως αυτή προσπαθεί να ανατρέψει ή μάλλον λειτουργεί με “βάση ανεστραμμένη λογική” η οποία συμμορφώνεται ή και στηρίζεται σε κανόνες που έχουν τη ρίζα τους αλλού.

Ο κυρίαρχος κανόνας και στην περίπτωσή μας έχει σχέση με το φαίνεσθαι και πολύ λιγότερο με το είναι· όπου όμως και το φαίνεσθαι έχει τη ρίζα του όχι μόνο στην “υποκειμενικότητα” αλλά , και ανάλογα με τον τρόπο ή την μέθοδο που χρησιμοποιεί κάποιος στις φιλοσοφικές του αναζητήσεις, αποδεικνύεται πως και αυτό είναι σχετικό. Παρ’ όλα αυτά η αντικειμενική αλήθεια πηγάζει μέσα από την ωμή σκληρή και αδυσώπητη πραγματικότητα και γι αυτό αναγνωρίζει, δικαιώνει ή δεν δικαιώνει όσους αντιδρούν ή και τολμούν.

Αυτή λοιπόν μας λέει, πως τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο στη βάση μιας δεσμευτικής ερμηνευτικής συμφωνίας των πραγμάτων, αλλά πολύ περισσότερο, τι θα ισχύει πάγια από εδώ και στο εξής ως “αλήθεια”. Παράλληλα μας οδηγεί στο να πιστέψουμε πως οι άνθρωποι δεν αποφεύγουν ή δεν μπορούν; να αποφύγουν την εξαπάτηση. Όμως προσπαθούν με κάθε τρόπο – και μέσω του ψεύδους - να αποφύγουν τη βλάβη, και τη ζημιά που προκαλείται από τις δυσμενείς συνέπειες της απάτης.

Γενικότερα, μπορεί να πει κανείς πως η “αλήθεια” είναι αλήθεια μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο. Έτσι η υποκειμενική ή αντικειμενική; αλήθεια λαμβάνει υπόψιν τις απόψεις μας, τα συμφέροντά μας, και ως προς τούτο είναι σχετική. Αυτή πλησιάζει προς το περιεχόμενο που ο καθένας δίνει στη ζωή του και φτάνει μέχρι τους τρόπους δράσης που επιλέγει. Και οι επιλογές του – εκτιμώ – δεν είναι απαραίτητο να βασίζονται στην αναζήτηση τού απόλυτου, αλλά στην αλήθεια του “σχετικού”. Έτσι η ανανέωση τού πνευματικού εξοπλισμού είναι απαραίτητη, είτε αυτή είναι έμφυτη είτε επίκτητη, βοηθά δε τα μέγιστα στην πνευματική οικοδόμηση του ανθρώπου μέσω τής πνευματικής αναζήτησης, της έρευνας και της κριτικής. Η ανανέωση αυτή δεν είναι αναγκαίο να εξαρτάται από “δεδομένες και αναλλοίωτες” απόψεις, αλλά οι απόψεις αυτές να διεγείρουν το μυαλό του ανθρώπου σε νέες πνευματικές αναζητήσεις με βάση την κρίση και την αμφιβολία. Η ζωή αποδεικνύει πως ο άνθρωπος είναι ανάγκη να ανανεώνεται πνευματικά και η αμφιβολία να γίνεται αιτία για νέες πνευματικές αναζητήσεις. Εντούτοις η αμφιβολία όσο και η δυσπιστία δεν πρέπει να μας οδηγεί στην μόνιμη άρνηση, αλλά να μας βοηθούν στην προαγωγή τής κριτικής σκέψης, καθότι καμιά πράξη τού ανθρώπου “αὐτή καθ’ ἑαυτή” δεν είναι καλή ή κακή. Απλώς οι άνθρωποι πράττουν πάντοτε “νόμῳ καί ἔθει”. Στον Διογένη Λαέρτιο “Βίοι Φιλοσόφων” Βιβλίο Θ’ - ΠΥΡΡΩΝ § 61 διαβάζουμε... “οὐδέν γάρ ἔφασκεν οὔτε καλόν οὔτ’ αἰσχρόν οὔτε δίκαιον οὔτ’ ἄδικον· καί ὁμοίως ἐπί πάντων μηδέν εἶναι τῇ ἀληθείᾳ, νόμῳ δέ καί ἔθει πάντα τούς ἀνθρώπους πράττειν...”.

Έχω τη γνώμη πως τα επιχειρήματα των Σκεπτικών Φιλοσόφων, τουλάχιστον ως προς τα φαινόμενα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αποδεικνύουν ή αν θέλετε μάς πληροφορούν πως οι υποκειμενικές κρίσεις και απόψεις των ανθρώπων, όσο και αν είναι πρόσκαιρες, μπορούν να αποδειχτούν ως αληθινές διότι τα πράγματα δεν είναι στην πραγματικότητα όπως φαίνονται, αλλά μόνον φαίνονται ότι έτσι είναι.

Όμως και αν “έτσι είναι”, δεν είναι εύκολο κανείς να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της συνοχής των φαινομένων με την αντικειμενική θεώρηση· καθότι τα πράγματα μπορεί να μην είναι όπως μας τα παρουσιάζουν οι αισθήσεις μας: “οἶα γάρ φαίνεται τά πράγματα, μή τοιαῡτα εἶναι τῇ φύσει, ἀλλά μόνον φαίνεσθαι...” (βλ. Διογ. Λαέρτ. “Βίοι Φιλοσόφων” - ΠΥΡΡΩΝ § 77).

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποφανθεί κανείς πως όλα είναι θέμα γνώμης ή άποψης. Μπορούμε όμως, σκεπτόμενοι με ανοιχτό μυαλό, να αποστασιοποιηθούμε από πάγιες πεποιθήσεις και δεδομένα, να προσεγγίσουμε την κοινωνική αλήθεια χωρίς βεβαιότητες και πάγιες κοινωνικές αλήθειες οι οποίες ενέχουν πάντα την αυταπάτη.

Ωστόσο για να απομακρύνεται κανείς από την αυταπάτη, είναι αναγκαίο στην αναζήτησή του πρώτα να σκέπτεται, και παράλληλα να γνωρίζει να αμφιβάλει ακόμα και για “δεδομένα” και κοινώς παραδεκτά, τα οποία όμως καθίστανται ρευστά σύμφωνα με τις ορέξεις ή τον σκοπό τού υποκειμένου που διαχειρίζεται όχι μόνο τα δεδομένα αλλά και τα αποτελέσματα αυτών.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως για να καταλήξουμε κάπου, ακόμα και να έχουμε αντικειμενικά αποτελέσματα είναι αναγκαίο να υπάρχει κοινός (ξυνός) λόγος (δηλ. κοινή κατανόηση των πραγμάτων) ο οποίος σύμφωνα με τον Ηράκλειτο θα δώσει όχι μόνο νόημα στον κόσμο και στη ζωή, “τόσο μέσα στο χώρο της φύσης όσο και μέσα στο χώρο των αξιών” και“πέραν από την ηθική υποκρισία εκείνων που διοικούν”.

 

 

* Ακόμα και τα στοιχεία της πολιτικής ταυτότητας του ατόμου μπορεί να τα χαρακτηρίσει κανείς ότι δεν δίδουν την τέλεια, δεδομένη ή αδιαμφισβήτητη γνώση. Γιατί αν δίδαμε αυτήν την εξήγηση, θα αντιστεκόμαστε σε κάθε κίνηση προς μια σύλληψη μιας γενικότερης ταυτότητας, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως έργο εν εξελίξει και όχι ως αποπερατωμένο έργο, το οποίο δεν είναι ποτέ πλήρες, αλλά ως πραγματικότητα της στιγμής ακόμα και για το πρόσωπο – υποκείμενο που την φέρει.

 

Άλλες απόψεις: Του Κ. Α. Ναυπλιώτη