
«Τῷ λόγῳ χρῆται μόνος τῶν ζώων ἂνθρωπος, τοῦ δε λόγου ὓλη…ἡ φωνή»
Αριστοτ. Περί Ζώων γενέσεως Ε7 786
Πριν από καιρό διάβασα σε σημείο της Αθήνας τη φράση: «Πωλείται το κτήριο». Αμέσως σκέφτηκα πώς έγινε τέτοιο λάθος, και μάλιστα σε κεντρικό σημείο της πόλης!
Επειδή θεωρώ πως δεν είναι λογικό καμμιά λέξη να τη γράφουμε όπως μας αρέσει, έψαξα να ‘βρω πώς έγινε αυτό το ορθογραφικό λάθος. Η έρευνα έδειξε πως το πολύπαθο κτήριο, έγινε κτίριο γιατί κακώς ετυμολογείται από το κτίζω. Με βάση τη λογική αυτή το κτίζω, δεν παράγει το κτίριο, αλλά κτίσμα. Το κτήριο βγαίνει από το κτήμα (δηλ. απόκτημα) και προέρχεται από το ρήμα κτάομαι – κτώμαι. Σήμερα το ρήμα είναι αποκτώ ή αποχτώ απ’ όπου έχουμε και το απόκτημα ή απόχτημα, πράγμα που αποτελεί και στοιχείο ιδιο-κτησίας. Σύμφωνα με τα παραπάνω θα πρέπει να γράψουμε λ.χ το κτήριο είναι του Γιάννη, αλλά το κτίριο (δηλ. κτίσμα) αυτό έχει 3 υπνοδωμάτια κλπ.
Το κτήριο γεννά λέξεις όπως∙ κτηματαγορά, κτηματομεσίτης, κτηματίας, κτηματική (τράπεζα), κτηματική (περιουσία), κτηματολόγιο.
Η διαφορετική αυτή γραφή ίσως αποτελεί στοιχείο ανωμαλίας, αλλά και βάσανο επιστημονικής εγκυρότητας! Όμως αν δεν υπήρχε αυτή η «ανωμαλία» και το «βάσανο» δεν θα υπήρχε και ο άνθρωπος ως ανθρώπινο υποκείμενο. Γιατί αν ο άνθρωπος δεν αποτελούσε το υποκείμενο μιας ανώμαλης ζωής, θα ήταν αδύνατος ο εξανθρωπισμός της γλώσσας.
Τέτοια «λάθη» ανώμαλης δηλ. μη νομοθετημένης γλωσσικής πράξης μπορεί να ανακαλύψει κανείς με το…τσουβάλι*.
Όμως ας τελειώσω (προς το παρόν) με τη λέξη καλαπόδι. Αυτή ήταν ο αρχαίος Καλάπους (κάλα = ξύλα) και πους (πόδι) και όχι καλοπόδι. Επομένως εδώ η λανθασμένη ανθρώπινη παρέμβαση οδηγεί σε λανθασμένη ερμηνεία και λάθος έννοια, αν και η λέξι υπάρχει αυτούσια στο Συμπόσιο του Πλάτωνος.
Απλοποίηση Ναι! Αδιαφορία όμως Όχι! γιατί ο πλούτος της γλώσσας μας στηρίζεται στη συνέχειά της όπως στη ζωντάνια της και τον εννοιολογικό της χαρακτήρα.
Όσο και αν ο εννοιολογικός χαρακτήρας τής γλώσσας μπορεί να πει κανείς πως συνιστά θεωρητική προσέγγιση γι’ αυτήν, εν τούτοις ο άνθρωπος ως υποκείμενο και πολύ περισσότερο ο ασχολούμενος με τα γλωσσικά, εφαρμόζει στην πράξη τουλάχιστον αυτό που αντιλαμβάνεται ως γλωσσική θεωρία αλληθωρίζοντας πότε από ’δω και πότε από ’κει, συμφωνώντας ή και διαφωνώντας πολλές φορές όχι με μια ιδιοφυή και γι’ αυτό κατηγορική και κανονιστική προσταγή. Και με αυτόν τον τρόπο γίνεται ή δεν γίνεται κατανοητός από τους γλωσσικώς επαΐοντες.
Στην «προσταγή» αυτή εμπίπτει και η γλωσσολογία η οποία εάν δεν είναι κανονιστική, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πού θα μπορούσε να στηριχτεί μια γλωσσική παιδεία. Γιατί τότε δεν θα γνωρίζαμε τι θα απορρίπταμε σαν σολοικισμό ή σαν «ελληνικούρα» από κάθε γλωσσικά ανώμαλο υποκείμενο.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, πως τη γλώσσα δεν την έπλασαν γλωσσολόγοι μέσα σε σκοτεινά και αποστειρωμένα εργαστήρια. Την έπλασε ο λαός με τρόπο πρωτόγονο και φυσικό παλεύοντας για να ζήσει μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Στον τρόπο επικοινωνίας και την εξάπλωση της ελάχιστα ή καθόλου μπορεί να πει κανείς συνέβαλαν οι γλωσσολόγοι με την κοθορνοειδή σκέψη τους!
Αυτά ως σημείωση του παρόντος∙ που βέβαια δεν γνωρίζω ή δεν μπορεί να αποφανθεί κανείς για το πόσο διαφωτιστικά είναι, ή αν θέλετε αληθινά, για κάποιον που δεν γνωρίζει από τον «εκβιασμό» της γραμματικής και του συντακτικού. Ίσως ο «εκβιασμός» αυτός έχει σχέση με τη λογική του… «κατάλαβες» που σχετίζεται με τη λογική του προφανούς, το οποίο όμως έχει σχέση με την γλωσσική κατανόηση σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Γι’ αυτό, εξ’ άλλου, είναι λογικό να γνωρίζουμε πως το ζήτημα της γλώσσας δεν εξαρτάται από τον αριστοτελικό χρόνο**, αλλά λειτουργεί σύμφωνα με τον ανθρώπινο – υποκειμενικό χρόνο. Δηλαδή λειτουργεί βαθμιαία επί τη εμφανίσει∙ πολλές φορές ως «ανωμαλία» απλώς ανθρώπινη ακόμα και της σχολικής «πράξης» στην οποία όμως επιτρέπεται να ανοίγει τις κλειδαριές της ακαδημαϊκής Γλωσσολογίας, που όχι μόνο ασκείται αλλά απευθύνεται σε ιδικό κοινό λειτουργώντας με τον παράγοντα της κανονικότητας, παράλληλα με την εμφάνιση της ουσίας που όμως πλησιάζει το «άδυτον του ονείρου».
Πιθανότατα η σπουδή της γλώσσας μοιάζει με το ταξίδι της ζωής που θα πρέπει υποχρεωτικά να περάσει μέσα από ένα σχολείο που θα δίνει νόημα και ενδιαφέρον στην ονειρική αυτή πορεία.
Τον κυρίαρχο ρόλο στην πορεία αυτή θα τον έχει ο δάσκαλος -καθηγητής με τον τρόπο του και όχι απλώς με τη διδασκαλία…ως ένας απλός διεκπεραιωτής έργου, χωρίς να εμβαθύνει να αναλύει και μέσω της έρευνας να παιδαγωγεί δίδοντας έμφαση όχι στο προφανές, αλλά στην ουσία δηλ. στο βαθύτερο περιεχόμενο (εν προκειμένω) των λέξεων και του λόγου. Όμως ένα τέτοιο παιδαγωγούν σχολείο στον καιρό μας είναι απόν καθ’ ότι στις πλείστες των περιπτώσεων λειτουργεί βάσει της επικαιρότητας ενημερωτικά ή αν θέλετε κάπου ανάμεσα, χωρίς να εμβαθύνει, αφού έχει ως βάση -επί του προκειμένου- κανονιστικό και λιγότερο «διαφωτιστικό» και ερευνητικό χαρακτήρα. Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως το σχολείο είναι υποχρεωμένο να κινείται μέσα σε συντεταγμένες. Όμως…
Αν σήμερα κάτι χρειάζεται το σχολείο, αυτό είναι η παιδαγωγία μέσω της καλλιέργειας της έρευνας και του στοχασμού. Όσο και αν έχει αναπτυχθεί η τεχνολογία, αυτή δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρωπο, και βέβαια το θεσμό του σχολείου που δυστυχώς –θεωρώ- πως βρίσκεται στο κέντρο της κρίσης. Γιατί η κρίση της πολιτείας είναι κρίση των πολιτών∙ και η αναβάθμιση (και) της Δημοκρατίας στηρίζεται πάνω απ’ όλα στην ποιότητα των πολιτών η καλλιέργεια των οποίων πρέπει να αρχίζει από την οικογένεια και να ομογενοποιείται στο έδαφος του σχολείου∙ το οποίο είναι βέβαιο πως θα εμφυσήσει και θα διευρύνει τον πνευματικό ορίζοντα του σπουδαστή για να απολαύσει πραγματικούς κοινωνικούς καρπούς, όχι αμυνόμενος για τη γλώσσα του, αλλά επιτιθέμενος δηλ. αγωνιζόμενος χάριν αυτής. Γιατί ως προς την ευδαιμονία της πόλεως, αυτή εξαρτάται από την «αγωγή των πολιτών….»***, αλλά ως προς την κατανόηση του γλωσσικού μέλλοντος, σ’ αυτό θα εμβαθύνει η επιστήμη μέσω της παιδείας χωρίς όμως να παραβλέπεται η συμβολή του πλήθους. Στην περίπτωσή μας καθοριστικός θα είναι ο επιστημονικός λόγος το πνεύμα τού σχολείου και των διδασκόντων. Όμως η πραγματικότητα δείχνει πως είναι αναγκαίο ο τρόπος διδασκαλίας να υπερβαίνει τον τύπο για να μπορεί να προκαλεί το ενδιαφέρον και να διοχετεύει την ουσία του λόγου μέσω του στοχασμού. Αυτά ίσως δεν καλύπτονται μόνο από πανεπιστημιακούς τίτλους αλλά από το «περίσσευμα καρδιάς» που θα δώσει νόημα το οποίο θα μεταδώσουν οι φέροντες αυτούς, εμβαθύνοντας στην ουσία. Και όπως μας λέγει ο Παρμενίδης «τό νοεῖν γάρ ταὐτόν ἐστίν τε καί εἶναι»****. Θεωρώ, ως προς τό νοεῖν πως η αναφορά μας στη γλώσσα -τουλάχιστο ως προς το αρχικό της στάδιο- δεν μας οδηγεί με ασφάλεια, πέραν από τη γνώση της εξελικτικής της πορείας σε ό,τι ονομάζουμε επιστήμη της γλωσσολογίας η οποία μας έδωσε κατά μίαν έννοια, τη «βεβαιότητα» που πιθανόν οδηγεί σε υπνηλία και όχι σε όνειρο και δυναμισμό. Τι θεωρείται δυναμισμός; …Ακόμα και η παραδοξολογία η οποία παρακάμπτει και τη χρονικότητα της ανακάλυψης, αφού οδηγεί στο σκοπό μέσω της γλωσσικής ηδονής. Αυτός (ο δυναμισμός) καταφέρνει να εξανθρωπίζει τη γλώσσα πέρα από τις κλειδαριές της ακαδημαϊκής Γλωσσολογίας.
Παρ’ όλ’ αυτά η επικοινωνία του ανθρώπου υπερβαίνει την απεύθυνση. Γιατί αυτή μπορεί να «δείχνει» ή να «κρύβει» αλλά δεν «σημαίνει» (Ηράκλειτος). Θέλω να πω δηλαδή, πως όλοι οι «κανονικοί» άνθρωποι είναι τέτοιοι όχι δια της γραμματικής ή του συντακτικού, αλλά δια του λόγου έστω και αν αυτός ασκείται με μόνιμες εξαιρέσεις από τον κανόνα που δεν τον αντέχουμε, όχι ως ένδειξη αδυναμίας, ούτε όμως και ως εναντίωση από τους «κανόνες» της Γλωσσολογίας. Εδώ λοιπόν μπορούμε να πούμε ευθαρσώς πως το θέμα είναι «ποιος μιλάει σε ποιόν, και γύρω από τι».
Η φαινομενική αυτή παραδοξολογία μπορεί να αποκτήσει σημασία αλλά και νόημα σήμερα, όταν αντιληφθούμε πως κατά μίαν έννοια η γλώσσα αναφέρεται ή είναι μέρος του υποκειμένου και έτσι μόνο μπορεί να αναγνωριστεί η απόδοσή της. Αν και η γραμματική και το συντακτικό αποτελούν μέρος της (μελέτης) της γλώσσας, εντούτοις η χρονική τους απόδοση δεν συμπίπτει χρονικά με το χρόνο της ρηματικής ενέργειας, παρά μόνο εκ των υστέρων.
Ως εκ τούτου γίνεται φανερό πως, ο «ιστορικός ενεστώς» μπορεί να νοηθεί μόνο με την έννοια του «συντελεσμένου» και έτσι μόνο μπορεί να γίνει κατανοητός. Δηλ. ουσιαστικά με την ασύμπτωτη χρονικά παρέμβαση του υποκειμένου. Έτσι η ιστορικότητα αυτή υποχρεωτικά αναλαμβάνει ή επωμίζεται βάρη που κανονικά δεν του ανήκουν. Διότι ο χρόνος έχει αλλάξει, και φαινομενικά μόνο η δράση του μεταφέρεται στο μέλλον. Εδώ βλέπουμε πως αν δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο η φαντασία και η αυτενέργεια, τουλάχιστον παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας «ψαγμένης» γλωσσικής πορείας που θα κάνει σημαντικά τα θεωρούμενα ασήμαντα ή και το αντίθετο.
Είναι λογικό λοιπόν να υπερασπίζουμε τη γλώσσα μας, αλλά λογικότερο θεωρώ να γνωρίζουμε το πώς και το γιατί…
Τέλος, παιδεία δεν σημαίνει απλά απασχόληση και…παιχνίδι, αλλά σκέψη, σεβασμό και αγώνα πνευματικό που θα βασίζεται στην πνευματική διεύρυνση ακόμα και στην υπέρβαση για την κατανόηση βαθιών διανοημάτων για την κατάκτηση στόχων, που δεν θα φαντασιώνονται μόνο στο ρομάντζο των δικαιωμάτων και τη Δημοκρατία της αυθαιρεσίας, αλλά θα ανοίγουν ορίζοντες σκέψης χωρίς να αναχαιτίζουν τη μνήμη αλλά ούτε και να λειτουργούν προκαταβολικά ως γλωσσικός κανόνας. Γιατί το να ξέρεις τι σημαίνει ή πως γράφεται η λέξη «κυάμωσις» δεν είναι βέβαιο ότι θα αντέξεις τη γλωσσική κανονικότητα, χωρίς την ιδιοτροπία της κάλυψης των γλωσσικών αναγκών που θα υπερβαίνουν ακόμα και την «παρθενία» του κανόνα.
* Το «τσουβάλι», το λεξικό του Ανδριώτη το θέλει τουρκικό çuval. Η λέξη όμως είναι μεσαιωνική τσούβαλος ή τζούβαλος. Σχετικό το τοπωνύμιο της Αίγινας Σουβάλα που προέρχεται από το έσω + βάλλω (τα πλοία). Ως προς το τζουβάλι - τσουβάλι έχουμε τσιτακισμό π.χ το κοράσιον έγινε κορίτσι, όπως και το τζουβάλι τσουβάλι, τσουβαλιάζω. Η λέξη προέρχεται από το έσω + βάλλω δηλ. βάζω μέσα τα αντικείμενα. Σχετ. και η φρ. «με/τους τσουβαλιάσανε» Όπως το εμβάλλωμα (εν + βάλλω) έγινε μπάλωμα.
** ο οποίος εκφράζεται με τον όρο «εντελέχεια» ως τον τελικό σκοπό που οδηγεί στην ολοκλήρωση μιας πράξης.
*** βλ. Πλουτάρχου «Περί παίδων αγωγής»
**** Ρήση του Παρμενίδη (Περί φύσεως) που μας λέει ότι ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν υπάρχει αντικειμενικά αλλά περισσότερο είναι πλάσμα του μυαλού μας.
Ο εκάεργος ενεργών
Κ. Α. Ναυπλιώτης































