
Σε όλα τα νοικοκυριά του Κάμπου υπήρχε φούρνος.
Στις γειτονιές συνήθιζαν όμως να ανάβουν έναν και εκεί έψηνε όλη η γειτονιά, το συνήθιζαν για οικονομία στα ξύλα και για την παρέα.
Πολλές θύμησες μου έρχονται τούτες τις μέρες, μεγαλοβδόμαδο, στην αυλή του παππού, που συνήθιζαν να ανάβουν το φούρνο.
Αποβραδίς συνεννοούνταν όλες οι γειτόνισσες, πότε θα χρησιμοποιούσαν τον φούρνο, Μ. Δευτέρα και Μ. Τρίτη έφτιαχναν και φούρνιζαν τα κουλουράκια, Μ. Τετάρτη τα τσουρέκια, Μ. Πέμπτη τα αβγά.
Από νωρίς έρχονταν με τα ταψιά γεμάτα πλεξούδες και πλεξουδάκια να τα ψήσουν.
Η μυρωδιά από τα άνθια των πορτοκαλιών, που πάντα αυτές τις μέρες ήταν ολάνθιστες, μαζί με τις μυρωδιές από τα κουλούρια, έκανε την ατμόσφαιρα θεϊκή.
Εμείς πιτσιρίκια, παντού στη μέση, ξελογιασμένοι από τις μυρωδιές
άδικα περιμέναμε κουλουράκι, «νηστεία, δεν ντρέπεστε;» ακούγαμε, μια φέτα ψωμί αλειμμένη με σάλτσα ντομάτα, ή μια φέτα βρεγμένη με ζάχαρη πάνω ξεγελούσαμε την πείνα μας.
Το απόγευμα ακόμα και πριν χτυπήσει η καμπάνα ήμασταν όλοι στην εκκλησιά.
Αξέχαστες θύμησες για όλους όσοι έζησαν τα μικράτα τους στις αυλές του Κάμπου.
Καλή Μεγαλοβδομάδα, καλή ανάσταση του λαού μας και όλων των βασανισμένων.


































