
Το φως της αλήθειας μόνο στο λύχνο της ελευθερίας καίει,
έστω κι αν αυτός ο λύχνος είναι μια μικρή αδούλωτη καρδιά”.
Ιάσων Ευαγγέλου (από το “αμφιβολίας εγκώμιον”)
Έχει υποθεί πως η “φαινομενικότητα” είναι η μοναδική αλήθεια. Αυτό από μια πλευρά φαίνεται λογικό, όμως εκτιμώ πως δεν είναι η πραγματική αλήθεια. Γιατί η “φαινομενικότητα” αυτή έχει δύο όψεις, που σχετίζονται με την αντίληψη που έχει ο καθένας σχετικά με το τί είναι αλήθεια.
Ίσως από την αρχή είναι ανάγκη να επισημάνουμε πως η αναγνώριση της αλήθειας προϋποθέτει ειλικρίνεια και “διανοητική τιμιότητα” χωρίς υστερόβουλες σκέψεις οι οποίες αποτελούν εμπόδιο στην αναζήτησή της. Η αναζήτηση τής αλήθειας είναι πρώτιστα ζήτημα ελευθερίας, αλλά και υποχρέωση του καθενός να κρίνει μόνος τον εαυτό του, τί θεωρεί ως αλήθεια ο ίδιος, και όχι την αλήθεια των άλλων να την θεωρεί δική του...
Έχουμε αναφέρει και άλλες φορές, πως, η κατάκτηση της αλήθειας δεν γίνεται εφ’ άπαξ, αλλά η πορεία προς αυτήν είναι συνεχής. Εδώ παρεμβαίνει η φιλοσοφία, η οποία μας διδάσκει πως αυτή πρέπει να στηρίζεται στην έρευνα που να έχει ως προοπτική τη γνώση. Γνώση όμως που δεν θα βασίζεται σε αποκλειστικότητες, που επί του προκειμένου είναι ουσιαστικά παραλογισμοί, και στηρίζονται σε πλάνες που δημιουργούν τις απόλυτες και γνωστές “αλήθειες”. Αυτό που θεωρούμε αλήθεια είναι κάτι το αποκλειστικά δικό μας‧ γιατί άλλοι παραδέχονται ή έχουν διαφορετικές απόψεις ή θέσεις. Ούτε βέβαια η “αλήθεια” των πολλών είναι η πραγματική αλήθεια. Έτσι, πιστεύω, πως η πορεία τού κόσμου με βάση τα σημερινά δεδομένα, που είναι η αλήθεια για κάποιους, είναι αόριστη, αβέβαιη και εξωπραγματική καθόσον δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, ούτε και στην αναγκαιότητα, αλλά στην αβεβαιότητα του ανέλεγκτου αφού “οδοιπορεί σε δύσβατους δρόμους, και στον βηματισμό της στηρίζεται διαχρονικά μια στην αβεβαιότητα και μια στην αμφιβολία” η οποία πολλές φορές λειτουργεί ως εξ ανάγκης ψέμα.
Η διαφοροποίηση μεταξύ αληθείας και ψεύδους δημιουργείται επειδή στην κοινωνική ζωή υπάρχει η ικανότητα διάκρισης και ελέγχου για τους ψεύτες, και αν είναι δυνατό, ο κολασμός τους από την κοινωνία. Η λογική όμως αυτή λειτουργεί υπό περιορισμένη έννοια‧ ενώ οποιαδήποτε άλλη βρίσκεται εκτός πραγματικότητας γιατί στηρίζεται στην υποκρισία. Ως εκ τούτου οι αληθινοί δεν έχουν την ανάγκη να υποκρίνονται, γιατί η φύση δεν γνωρίζει από ιδέες ούτε από έννοιες τις οποίες “αντιλαμβάνεται” ο άνθρωπος ως αληθινές. Κάποιοι θεμελιώνουν την άποψη αυτή ότι αλήθεια είναι εκείνο το οποίο γίνεται αντιληπτό. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε την αμφιβολία η οποία πρέπει να παραμένει σε ισχύ αν θέλουμε όχι μόνο να κρίνουμε, αλλά και να οδηγηθούμε προς την αλήθεια. Και αυτό γιατί στην κρίση μας παρεμβαίνουν οι έννοιες οι οποίες είναι απομακρυσμένες από την πραγματικότητα, ακόμη και λέξεις οι οποίες παραβλέπουν “το ατομικό και το πραγματικό...”.
Γιατί όπως εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς, το νόημα και η σημασία των πραγμάτων (και ως προς το πρόβλημα της αλήθειας) καθορίζεται πάντοτε μέσα από συσχετισμούς δυνάμεων κυριαρχούντων & κυριαρχουμένων.
Ωστόσο όμως αυτοί που λένε την “αλήθεια” θεωρούνται οι “καλοί” ενώ δεν λένε ποτέ την αλήθεια.
Επιπλέον, δυστυχώς, σήμερα η όχι αλήθεια (δηλ. το ψέμα) έχει γίνει όρος ζωής. Το αληθινά δικό μας είναι ή φαντάζει παραλογισμός, γιατί η αλήθεια...παρουσιάζεται σε μας‧ ενώ αυτή πρέπει να έχει ως προϋπόθεση τη δυνατότητα της νόησης και κρίσης, αφού παράλληλα θα στηρίζεται στο νοητικό πλούτο που αυτή δημιουργεί.
Η λογική λέει, πως η αξία της αλήθειας είναι απροϋπόθετη‧ και η αξία της δεν πρέπει να υπηρετεί έναν απώτερο σκοπό, γιατί η πρακτική αυτή είναι συμφεροντολογική και όχι ηθική.
Δεν γνωρίζω ή μάλλον αμφιβάλω αν αυτό που παρουσιάζεται σήμερα ως “ηθική”μπορεί να καθοριστεί με βάση αυτό που φαίνεται ή μας παρουσιάζουν σαν ηθικό. Το ηθικό δεν καθορίζεται ούτε από τους δυνατούς, αλλά ούτε και από τους αδύνατους, τους “κύριους” και τους “δούλους”, αλλά από τον νοητικό πλούτο και την αντιληπτική ικανότητα μιας προσωπικότητας. Σήμερα φαίνεται ως ηθικό αυτό που αντικαθιστά την αλήθεια‧ και αυτός που λέει την αλήθεια χαρακτηρίζεται με τα χειρότερα ονόματα. Είναι φανερό πως υπάρχει η ηθική των ισχυρών και η ηθική των σκλάβων. Και δυστυχώς οι ισχυροί καθορίζουν και το τί θα ισχύει από εδώ και στο εξής ως “αλήθεια” η οποία όμως έχει άμεση σχέση με την “ηθική των σκλάβων”. Άρα, η αλήθεια είναι ευέλικτη, ευκίνητη και έχει άμεση σχέση με μεταφορές και μετωνυμίες, δηλαδή ένα σύνολο ανθρώπινων σχέσεων που με τον καιρό έγιναν εδραίες αφού πήραν κανονιστικό κύρος και δεσμευτική ισχύ. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να λέει αυτό που πιστεύει για “αλήθεια”. Όμως αν το κάνει, το θετικό θα είναι να την παρουσιάζει μέχρι το σημείο που την γνωρίζει, και όχι όπως την υποθέτει. Ουσιαστικά αυτό που σήμερα λέμε “αλήθεια” είναι ψευδαίσθηση που δυστυχώς δεν πιστεύουμε ή έχουμε λησμονήσει πως είναι τέτοια. Αλήθεια λοιπόν είναι αυτό που έχει θεσπίσει η κοινωνία ως τέτοιο, ενώ αυτή πρώτιστα είναι ανάγκη να έχει ως κριτήριο την ορθή αισθητηριακή αντίληψη, και επομένως είναι πρέπον να αναφέρεται στην ουσία των πραγμάτων. Και αυτό θα γίνει μέσα από τον κόσμο της εμπειρίας για την απόκτηση της οποίας απαιτείται χρόνος.
Όμως, δυστυχώς, στην εύρεση της αλήθειας παρεμβάλλονται λέξεις και έννοιες, μεταφορές ή και μετωνυμίες οι οποίες ουσιαστικά δεν έχουν να κάνουν με την πραγματικότητα ή μάλλον με τη λογική ουσία των πραγμάτων - καθ’ ότι οι λέξεις δεν αγγίζουν ποτέ την ουσία των πραγμάτων - αλλά αποτελούν κοινά αποδεκτές μεταφορικές συμβάσεις‧ για την επιτυχία των οποίων παρεμβάλλεται ή αν θέλετε είναι χρήσιμο το ζωτικό ψεύδος, το οποίο είναι ουσιαστικά επιζήμιο, γιατί καλύπτει ή και υποτάσσει, αν όχι την αλήθεια, μπορεί όμως να καλύψει την ορμή προς την αναζήτησή της. Ωστόσο κατά τον Αριστοτέλη υπάρχει μια κανονιστική λειτουργία έμφυτη στον λόγο που τον καθιστά εφικτό σε όλους τους ανθρώπους (βλ. “Περί ερμηνείας”)Παρ’ όλα αυτά φαίνεται πως η γλώσσα δεν αποτελεί έγκυρη απεικόνιση μεταφυσικών ουσιών, αλλά μεταφορική κατασκευή κοινωνικών σχέσεων. Επομένως η ελευθερία του στοχαστικού λόγου πρέπει να οδηγεί στην αναζήτηση της αλήθειας μακριά από δεδομένα από τα οποία παρασύρεται κανείς, και ουσιαστικά δεν μπορεί, παρά να τα βλέπει ως “εμβαλωματικά βοηθήματα” της ανάγκης για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, μια και αυτά λειτουργούν ως παραπλανητική φενάκη που μπορεί να καταλήξει σε μιά μονοσήμαντη αλήθεια. Η λογική μάς λέει πως τέτοιες σκέψεις περνούν μέσα από τη στενότητα ανθρώπινων εγκεφάλων, αφού η ίδια μάς υποδεικνύει ότι οι σκέψεις μας δεν μπορεί να είναι όλες αληθινές. Όμως κάποιοι παραδίδονται με κάθε τίμημα στην μεγαλειώδη υπόθεση μιας ζωής αληθινής πέραν της φθοράς του τάφου, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από τη ζωή των νεκρών που λειτουργεί ως η ανάποδη όψη του θανάτου των ζωντανών.
Ο φιλόσοφος στοχαστής οδηγείται προς την αναζήτηση της αλήθειας σύμφωνα με την ανικανοποίητη θέληση, η οποία, εντέλει, τον οδηγεί στο να προσεγγίζει την αλήθεια πρώτιστα από τον εαυτό του‧ δηλαδή μέσα από το Δελφικό “Γνῶθι σαὐτόν”, το οποίο σήμερα φαίνεται τόσο δύσκολο, που η μή γνώση του οδηγεί στην αναλήθεια ή στην κάλυψη της αλήθειας, αν όχι στην αυταπάτη ότι κάποιος την κατέχει και θα την κάνει γνωστή, προς όφελός του; αφού αυτή θα εξαρτάται από μεταφορικά ψεύδη παραδεδεγμένες και επιτηδευμένες αλήθειες*.
Παρ’ όλο που ο Πλάτων στον “Θεαίτητο” έχει θέσει ως κριτήρια για την εγκυρότητα της γνώσης, ότι αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη, αληθής και πιστευτή, και ότι οι αρχές αυτές μπορούν να σταθούν ως πυρήνας της σκέψης αλλά και βασικό κριτήριο για να χαρακτηρίσουμε έναν στοχασμό “φιλοσοφικό” προς κατάκτηση της γνώσης. Εντούτοις κατά μίαν άποψη η καθαρή γνώση στερείται ορμής, και γι αυτό ο στοχαστικός λόγος είναι αναγκαίο, για να κινηθεί προς το Είναι, να περάσει κατ’ ανάγκην από το Γίγνεσθαι.
Και ενώ η φυσική μάς λέει πως το Γίγνεσθαι** δημιουργείται από τη σύγκρουση των αντιθέτων, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης, το πρόβλημα υπάρχει με την απολυτότητα του Είναι και του Όντος το οποίο ειδομένο καθ’ εαυτό αντιπροσωπεύει μια δεδομένη οντολογική θέση***‧ και αυτό “για να δαμάσει το ένστιχτο της γνώσης”.
Παρ’ όλα αυτά εκτιμώ, πως η αλήθεια δεν επιβάλλεται ούτε αποκαλύπτεται‧ και βέβαια δεν λειτουργεί ως νόμος του κράτους, αλλά συναντάται με την έρευνα την επιθυμία για γνώση και την ελπίδα ότι κάποτε ο άνθρωπος θα ξεφύγει από την όποια αναλήθεια η οποία δεν συμβάλλει στο να ανέβει πνευματικά.
Αυτό θα συμβεί ανάλογα με την ικανότητά τού να διακρίνει το υποκειμενικό από το αντικειμενικό, πράγμα που θα το επιτύχει μόνο μέσα από μια ελεύθερη και λογική αμφιβολία, μακριά από βεβαιότητες και πεποιθήσεις, αλλά σκεπτόμενος με ορθοφροσύνη και σωφροσύνη, πάνω από συμφέροντα και προκαταλήψεις, εγωισμούς και φόβους που αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες όχι μόνο της έκφρασης αλλά και της γνώσης.
Κυρίαρχο στοιχείο στην κατεύθυνση αυτή είναι η έρευνα τής “αλήθειας” η οποία θα οδηγήσει όχι μόνο σε πνευματική πρόοδο, αλλά και στην κατανόηση των αξιών και των κανόνων μιας ομαλής και όντως αληθινής κοινωνικής συμβίωσης, που θα στηρίζεται όχι στο Φαίνεσθαι, αλλά στη γνώση που θεμελιώνεται ή θα προσεγγίζει κάθε αλήθεια‧ από την πιό άσημη, την πιό άσχημη ακόμη και την πιό ανήθικη!
*...όπως ακριβώς εκτιμά και ο Οδυσσέας Ελύτης ότι: την αλήθεια την “φτιάχνει” κανείς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
** Επειδή ακριβώς το “Γίγνεσθαι” σημαίνει κίνηση, προκύπτει ότι το ὄν και το μη ὄν είναι εξ’ ίσου αναγκαία στο “Γίγνεσθαι”. Άρα η ουσία της πραγματικότητας είναι ενεργητική και όχι “πρόβλημα συνειδήσεως”. Πράγμα που σημαίνει ότι ο δρόμος προς την πραγματικότητα εξαρτάται από τη διαρκή κίνηση. Και αυτό είναι ένα αιώνιο Γίγνεσθαι...
*** η οποία μας λέει, πως το ὄν είναι αναλλοίωτο και εξ αυτού δεν υπάρχει Γίγνεσθαι. Επομένως ούτε κίνηση υπάρχει διότι αυτή θα προϋπέθετε χώρο και κενό. Αυτό όμως δεν εκφράζει την απόλυτη αλήθεια, και η λέξη ὄν όπως και η λέξη μη ὄν δεν εκφράζει παρά μια γενική σχέση που συνδέει όλα τα πράγματα ανάμεσά τους.
Αμφιβολία = αβεβαιότητα (ἀμφί + βάλλω), αμφιταλαντεύομαι, αμφισβητώ (ἀμφί(ς) + βαίνω)= έχω αντιρρήσεις, διαφωνώ
Ορθοφροσύνη = λογική ή σωστή σκέψη (ὀρθός + φρήν) σωφροσύνη = σύνεση, εγκράτεια, λογικότητα. Σώφρων (ο) <σῶς = σῷος + φρήν δηλ. ο έχων σώας τας φρένας δηλ. δεν είναι τρελός‧ άρα είναι εγκρατής και λογικός.
Βιβλιογραφία: Οι Προσωκρατικοί Κώστας Π. Μιχαηλίδης εκδ. Χρηστάκης
Λεξικό Φιλοσοφίας Πελεγρίνης Θεοδόσης Αθ. 2004
Fr. Nietzsche Περί αληθείας και ψεύδους υπό εξωηθική έννοια εκδ. ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Fr. Nietzsche Η Γέννηση της Φιλοσοφίας – Στα χρόνια της Ελληνικής Τραγωδίας εκδ. Μαρή & Κοροντζή Αθ. 1975
Αμφιβολίας εγκώμιον – Ιάσων Ευαγγέλου εκδ. Σάκκουλα Σόλωνος 69 Αθήνα 2003
Πλάτωνος Θεαίτητος εκδ. Καρδαμίτσα Αθ. 1991
Η ουσία του Χριστιανισμού – Λουδοβίκου Φωϋερμπαχ εκδόσεις Αναγνωστίδη
Η διάκριση “όντος” και “μη όντος” στο Σοφιστή του Πλάτωνος- το πρόβλημα της Γλώσσας Παναγιώτης Ηλιόπουλος - διαδίκτυο.

































