
Όταν είσαι στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο να ’χεις εικόνα για τα γύρω σου…
-Ανάμνηση και τιμή στον Δάσκαλο-
Το 1998 άκουσα για πρώτη φορά το όνομα ενός καθηγητή της Φιλοσοφικής τού Δημήτρη Λιαντίνη. Ήταν Ιούνιος της χρονιάς αυτής όταν ο καθηγητής εξαφανίστηκε στον Ταΰγετο. Αμέσως άρχισαν οι διάφοροι μύθοι και ερμηνείες…
Ομολογώ πως και μόνο οι υποθέσεις – ερμηνείες που ακολούθησαν την εξαφάνιση, με οδήγησαν να ψάξω και να βρω αν έχει γράψει κάτι ο καθηγητής αυτός.
 Το πρώτο από τα βιβλία του που αγόρασα ήταν το ΓΚΕΜΜΑ* στο οποίο (όπως σε όλα τα βιβλία του) ανακαλύπτει κανείς την ευρύνοια και οξύνοια ενός ανθρώπου που τον στιγμάτισε ο τρόπος προσέγγισης της ζωής. Του ανθρώπου που μιλούσε για εκείνους, «που ενώ γεννιούνται ζώα όπως όλοι μας, καθώς τελειώνουν, φτάνουν να γίνουν άνθρωποι, όπως λίγοι από εμάς». Ο θαυμασμός μου για τον καθηγητή ίσως ήταν υπερβολικός, όμως έγινε αιτία για να ψάξω να βρω και άλλα γραφτά τού μεγάλου αλλά και όντως καθηγητή Λιαντίνη όχι μόνο για να πλουτίσω τις γνώσεις μου, αλλά για να μάθω να σκέφτομαι. Εκτός από τη μελέτη των έργων του** παρακολούθησα στο Διαδίκτυο video με διαλέξεις – μαθήματα του καθηγητή.
Είναι περιττό να πω, πως οι εδραίες γνώσεις του ο τρόπος διδασκαλίας το απλό και ανεπιτήδευτο ύφος όπως και η ροή του λόγου του με μάγεψαν.
 Θεωρώ λογικό, πως όχι μόνο για να παρακολουθήσει κανείς τη διδασκαλία του, αλλά και τον τρόπο σκέψης του, είναι ανάγκη να έχει μελετήσει εκτός από γραφτά του, αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και γενικά Αρχαίους Έλληνες. Και αυτά όμως να μην έχει διαβάσει κανείς, μπορεί να τον διαπεράσει ο καταλυτικός και σαγηνευτικός του λόγος. Βέβαια υπάρχουν πολλές κριτικές με εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις γι’ αυτόν. Προσωπικά πιστεύω πως βρίσκομαι πιο κοντά στους φανατικούς θαυμαστές τού μεγάλου φιλοσόφου και στοχαστή Λιαντίνη. Στο σημείο αυτό να επισημάνω πως εκτός από την ευρύτητα των γνώσεών του, σε μαγεύει ο τρόπος και ο ποιητικός λόγος στη διδασκαλία του. Θα ήταν παράληψη να μην επισημάνω πως εκτός από τα παραπάνω, τον Δημήτρη Νικολακάκο- Λιαντίνη*** τον θεωρώ εκτός από «γνήσιο επιστήμονα» και δάσκαλο της Ελληνικής…
Ίσως το θέμα δεν καλύπτεται με το πως τον θεωρεί ο επιστημονικός κλάδος∙ δηλ. οι συνάδελφοί του, αφού κάποιοι απ’ αυτούς τον θεωρούν «παράφρονα» ίσως γιατί δεν άνηκε στο καθηγητικό κατεστημένο****. Άλλοι τον κρίνουν με βάση τον τρόπο που διάλεξε για να δώσει τέλος στη ζωή του. Όμως είναι απαραίτητο να πούμε πως τον λάτρευαν οι φοιτητές του που «κρεμόταν» από τα χείλη του, το ύφος και το πνεύμα του που απείχε από τον στεγνό ακαδημαϊκό και δασκαλίστικο λόγο. Γιατί όπως εκτιμά ο ίδιος, ο λόγος πρέπει να αποβλέπει στην κατάκτηση της αισθητικής μόρφωσης. Όπως∙ ό,τι ο σκοπός του μαθήματος των Νέων Ελληνικών είναι να κάνει τα παιδιά να γνωρίζουν άμεσα και ζωντανά τη ζωή. Ακόμα∙ σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες. (βλ. Δ. Λιαντίνης «Τα Ελληνικά»).
Το σημαντικό όμως για όσους ευτύχησαν να τον έχουν καθηγητή, θεωρώ πως είναι όπως ανέφερα παραπάνω, ο πλούτος των γνώσεων, το εύρος της σκέψης του αλλά και ο τρόπος μετάδοσης των γνώσεών του, που οπωσδήποτε έχει σχέση και με τον χειρισμό της Ελληνικής. Όμως δεν θα σταθώ σ’ αυτόν. Εδώ ενδιαφέρει η σαγηνευτική και καταλυτική επίδραση που μπορούσε να έχει ο γοητευτικός και διαπεραστικός του λόγος. Κάποιοι προσέδιδαν σε αυτόν, εκτός από έναν απλό θαυμασμό, θρυλικές, υπερφυσικές, ακόμα και υπερκόσμιες διαστάσεις!
Παρακάτω θα μεταφέρω κομμάτια από το βιβλίο «ΓΚΕΜΜΑ» τού καθηγητή Λιαντίνη, που δείχνουν την προσωπικότητα τού χαρισματικού δασκάλου, που καθιστούσε τον μαθητή δεκτικό όχι μόνο με τη γοητεία της γραφής του, αλλά και τον τρόπο διδασκαλίας του που υπερέβαινε τον νοητικό ευνουχισμό της εποχής μας, και ίσως άφηνε μηνύματα που πιθανόν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αρνητικά». Απ’ αυτήν την άποψη ο Λιαντίνης ίσως υπήρξε για το κατεστημένο ένας «επικίνδυνος» παιδαγωγός.
Όμως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την «ιδιόρρυθμη» για πολλούς προσωπικότητά του, η οποία ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις αλήθειες που συνειδητά ο ίδιος πίστευε. Αλήθειες που πολλοί γνωρίζουν, όμως «διδάσκουν φολκλόρ και γραφικότητες» αφού λειτουργούν χωρίς να εφαρμόζουν το «ένδον σκάπτε» του Λακεδαιμόνιου σοφού. Γιατί αυτό απαιτεί κόπο, χρόνο, ιδρώτα και προσπάθεια. 
 Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας μιλήσει για την ΓΚΕΜΜΑ του, και τις διαφορές του Έλληνα με τον Ελληνοέλληνα. ………………………………………………………………………………………………….
Όλα καλά και περίκαλα τα ‘χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι». Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια. Και από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγονοί» σαν τι;
 Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού- που εσήκωνε το απάνω χείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη… Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο να ’χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα... Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες;… 
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρείς τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια: «Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και την Αθήνα;» Η απόκριση που του δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που του δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης… «Ποιά Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε», του είπανε. «Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο η Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται…Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκο-λογιά και αράπηδες. Είμαστε οι «ορτοντόξ»▪… Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπεί το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης….
 Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι; 
 «Κλάψε με, μάνα κλάψε με, και πεθαμένο γράψε με»…
 Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.»
 Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για τη Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός… 
Απαισιοδοξία; Ίσως. Αλήθεια; Απόλυτα Ναι. Γιατί αν θέλουμε να πάμε μπροστά, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε πως το φαινόμενο της πλάνης για το αληθινό, και της απάτης για το ψεύτικο είναι ανυπολόγιστης σημασίας για το δάσκαλο που διδάσκει τα Νέα Ελληνικά (βλ. Δημ. Λιαντίνης «Τα Ελληνικά»). Και ο Λιαντίνης μπορεί και να μην γνώριζε την αλήθεια, ασκούσε όμως τον αγώνα αυτό αφού ήταν βέβαιος για τις επιπτώσεις της πλάνης και της υποκρισίας.
Αναγκαίες διευκρινήσεις – προσθήκες
▪ Τα μαύρα γράμματα στο κείμενο του Λιαντίνη είναι δικά μου
* Γκέμμα σημαίνει διαμάντι, στέμμα που κατά την ελληνική μυθολογία φόρεσε ο Διόνυσος στον Ουρανό. Το όνομα Τζέμμα το είχε και η γυναίκα του Δάντη.
** Γκέμμα, Homo educandus –Φιλοσοφία της Αγωγής, Έξυπνον Ενύπνιον, Διδακτική (εγχειρίδιο προορισμένο για τους φοιτητές). Τα Ελληνικά, Ο Νηφομανής, Χάσμα Σεισμού, Πολυχρόνιο, ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ- το οποίο ελλήνισε(απέδωσε) ο Δημήτρης Λιαντίνης.
*** Διευκρινιστικά να πούμε πως ο ίδιος ζήτησε και προστέθηκε στο πατρικό του επώνυμο το Λιαντίνης το οποίο δεν συσχέτιζε με το όνομα του χωριού του που λέγεται Λιαντίνα, αλλά το σχέτιζε άμεσα με την ελιά∙ αφού είναι γνωστή η αγάπη του για τις γεωργικές εργασίες μια και λέει πως «ποτέ μου δεν κατάλαβα, για τις προσφωνήσεις Λογιότατε, Εντιμότατε, Γενναιότατε, Σεβασμιότατε, Εξοχότατε…που ποτέ κάποιος δεν τις απεύθυνε στον στο γεωργό, στο βοσκό στο θαλασσινό στο χτίστη» (βλ. «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»).
 **** ακριβώς γιατί σκέφτεται πως, «σήμερα δάσκαλος ημπορεί να γίνεται ο καθένας, όμοια όπως ο καθένας ημπορεί να γίνεται αρβυλοποιός, αιγογαλακτοπώλης, λεμβούχος, χατζής μελισσοκόμος, μαγειροϋπάλληλος, αεριτζής, εντεροπώλης, λουλουδάς ή πετροκόπος.» Και συνεχίζει: «Ξεχάσαμε, δηλαδή, ότι ο δάσκαλος από την άποψη της σπουδαιότητας και της ευθύνης είναι ένας εργάτης στο επίπεδο του νομοθέτη, του φύλακα στρατηγού, του κυβερνήτη, του γιατρού σωτήρα.» «…εκείνοι από μας που ρωτούν για την κακή και ψυχρή μέρα του δάσκαλου, είναι οι ίδιοι που ρωτούν και τα άλλα άβολα ερωτήματα»:«Γιατί, λογουχάρη, τον κόσμο τον κυβερνάει σήμερα αυτό το παγκόσμιο λόμπυ των αλητών; Γιατί το πλήθος οι δάσκαλοι δε μαθαίνουν τα παιδιά για τη ζωή και την πράξη, αλλά για το σχολείο και τα βιβλία.»
 Και ο εμπνευσμένος Δάσκαλος καταλήγει με αυτό που όλοι μας έχουμε ακούσει από το στόμα του δασκάλου. «Εγώ σου τα λέω, για να τα είπω. Και συ μη σώσεις να τα μάθεις!» (Δ. Λιαντίνης «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ»).
































